ας μιλήσουμε για μπάλα. Για μια γυναίκα και την μπάλα. Υπάρχει πάντα μία συγκεκριμένη εξέλιξη στο συγκεκριμένο πεδίο: Πρώτα σου αρέσει, μετά το παρακολουθείς, μετά ενθουσιάζεσαι, μετά σου λένε τα κλασικά. «Μιλάς σαν αγόρι». «Ξέρεις τι σημαίνει κι οφσάιντ, ρε κοπελιά;». «Πλύνε κανά πιάτο» και τέτοια.
Είναι πολύ περίεργο για μία γυναίκα να γράφει για μπάλα, ή να πηγαίνει γήπεδο ή να βλέπει αγώνες. Όχι επειδή δεν θα καταλάβει, μεταξύ μας αν μπορεί να καταλάβει μπάλα ο μέσος καφενειακός μπάρμπας κατά πάσα πιθανότητα μπορεί και μία γυναίκα. Μερικές φορές μπορεί και καλύτερα.
Περίεργο δεν είναι επειδή μπορεί και να αρέσει σε μία γυναίκα το ομορφότερο άθλημα του κόσμου, εξάλλου αυτά τα παλαιολιθικά «Γυναίκες από την Αφροδίτη – Άντρες από τον Άρη» έχουν ξεπεραστεί από τα νοήμονα όντα και των δύο φύλων. Τα πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους, στον βαθμό που δεν πληγώνουν άλλους ανθρώπους, είναι πάντοτε καλοδεχούμενο. Ή, έστω, έτσι θα έπρεπε.
Περίεργο είναι γιατί φαίνεται περίεργο σε εσάς, άντρες και γυναίκες. Σε εσάς που θεωρείτε το ποδόσφαιρο προνόμιο των ανδρών.
Πάνω στους διαχωρισμούς στήνονται σπουδαίες μπίζνες, αυτό είναι γνωστό. Δομείται ένα σύστημα. Έτσι, όταν το ποδόσφαιρο πλασαρίστηκε ως αντρική υπόθεση, αυτομάτως απέκλεισε ένα αγοραστικό κοινό που είναι περίπου ο μισός οικονομικά ενεργός πληθυσμός του πλανήτη. Αλλά αυτό που κατάφερε, είναι το υπόλοιπο κοινό, αυτό που του έχει απομείνει, να το δεσμεύσει με εμμονική πίστη και αφοσίωση: Ο άντρας βλέπει μπάλα. Από μικρός. Ακολουθεί την ομάδα, στοιχηματίζει, πηγαίνει γήπεδο, αγοράζει ως και μπρελόκ και θα το κάνει μέχρι να πεθάνει. Είναι ένα αγοραστικό κοινό που δεν θα λακίσει ποτέ. Περίπου το αντίστοιχο έχει συμβεί σε αυτό που λέμε «γυναικείες υποθέσεις». Μυστηριωδώς σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας πριν περίπου 1,5 αιώνα ξεκίνησε μία συγκλονιστική άνοδος στο εμπόριο καλλυντικών. Η εξέλιξη αυτής της υπόθεσης είναι γνωστή και κραταιά μέχρι σήμερα.
Αλλά ας μιλήσουμε για μπάλα. Για μια γυναίκα και την μπάλα. Υπάρχει πάντα μία συγκεκριμένη εξέλιξη στο συγκεκριμένο πεδίο: Πρώτα σου αρέσει, μετά το παρακολουθείς, μετά ενθουσιάζεσαι, μετά σου λένε τα κλασικά. «Μιλάς σαν αγόρι». «Ξέρεις τι σημαίνει κι οφσάιντ, ρε κοπελιά;». «Πλύνε κανά πιάτο» και τέτοια. Αυτό δεν είναι καινούριο νέο, εξάλλου σε όλα τα πράγματα που έκαναν οι γυναίκες για πρώτη τους φορά έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες: Η πρώτη γυναίκα που θέλησε να σπουδάσει, ας πούμε, φαντάζεστε πώς αντιμετωπίστηκε; Κάποτε και οι σπουδές ήταν αντρική υπόθεση.
Το ίδιο και τώρα. Τα κορίτσια που μεγαλώνουν σήμερα, ακριβώς επειδή έχουν πρόσβαση στα πάντα και επίσης γιατί αποδέχονται τους διαχωρισμούς μεταξύ αντρών και γυναικών πολύ λιγότερο, πλέον ασχολούνται με το σπορ. Πηγαίνουν και γήπεδο -οι πιτσιρίκες στις κερκίδες είναι όλο και περισσότερες. Αυτό το πράγμα θα εξελίσσεται και θα εξελίσσεται.
Μέχρι τότε υπάρχει το ενδιάμεσο, λοιπόν, στάδιο. Αυτό που σταδιακά τα συμπαθέστατα ποδοσφαιρόφιλα αρσενικά αυτού του κόσμου, οι υπέροχα ενθουσιώδεις τύποι της κερκίδας, αναγκάζονται να αποδεχθούν ότι μπορεί και λίγο να σκαμπάζει μία γυναίκα, μερικές φορές να έχει και δίκιο σε μία εκτίμηση, να εννοεί έναν πανηγυρισμό ή μία αγνή απογοήτευση.
Τώρα είμαστε στην εποχή που χύνεται μελάνι: Από τη μία για να εξηγήσει πόσο αντιερωτική είναι μία γυναίκα που ασχολείται με την μπάλα (όχι που βλέπει με τον φίλο της χωρίς να γκρινιάζει -αυτή είναι η ιδανική σύντροφος (sic), αλλά που το κάνει έτσι κι αλλιώς). Από την άλλη, ωδές επί ωδών για τη σέξι, ιδανική γυναίκα που «ξέρει τι σημαίνει οφσάιντ» (οφσάιντ πρέπει να είναι η πυρηνική φυσική, αλλά στα αντρικά).
Είμαστε, λοιπόν, σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο που ψάχνουμε (άντρες και γυναίκες) να βρούμε πώς θα μετατοπιστούν οι ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που μας αρέσουν ή σε αυτά που μας κομπλάρουν -εκατέρωθεν-, μέχρι να έρθει η επόμενη γενιά, αυτή που θα πηγαίνει στα γήπεδα και θα τα χαίρεται όπως έκαναν οι παλιές κυρίες ή όπως θα θελήσουν να κάνουν οι τωρινές και οι επόμενες. Έτσι κι αλλιώς, οι «απαγορεύσεις» γονατίζουν μπροστά στην χαρά μίας ζωηρής κερκίδας.
Ο τίτλος αυτού του άρθρου, όπως φυσικά εύκολα έγινε σαφές, ήταν προβοκατόρικος. Κι αυτό επειδή την όμορφη εξέλιξη των πραγμάτων οι αγκυλώσεις δεν κατάφεραν να την σταματήσουν ποτέ.