«Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη» θα ήταν κατάλληλος τίτλος για τον Παναθηναϊκό. Στον Ολυμπιακό, που χάνει τον τίτλο, όμως, το σενάριο μάλλον πρέπει να γίνει λίγο πιο real, πλέον…
Η ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη», έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους το 1979, λίγες εβδομάδες αφότου είχε ξεκινήσει το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα στην Ελλάδα. Ήταν το πρώτο φιλμ της τριλογίας «Τα Χρόνια της Χολέρας», του σπουδαίου, πρωτοπόρου και πολυτάλαντου Νίκου Νικολαΐδη (1939-2007) και τη συμπλήρωσαν δύο εξίσου cult ταινίες: η «Γλυκιά Συμμορία», το 1983 και το «Ο Χαμένος τα παίρνει όλα», το 2002.
Τώρα, η σχέση του αθλητικού Τύπου με τον αβάν-γκαρντ ελληνικό σουρεαλιστικό κινηματογραφικό δεν είναι, όπως φαντάζεστε, στενή. Έχουμε, άλλωστε, το δικό μας σουρεαλισμό να αντιμετωπίσουμε σ’ αυτό το χώρο και είναι δουλειά πλήρους απασχόλησης αυτή η μάχη. Δεν αφήνει περιθώρια για καλλιτεχνικούς πειραματισμούς. Και, απ’ την άλλη, το περιεχόμενο των τριών ταινιών του Νικολαΐδη, καθόλου δεν εφάπτεται με τη μπάλα. Πρακτικώς, η μόνη σχέση τους είναι αυτή που προαναφέραμε: ότι το πρώτο φιλμ γεννήθηκε την ίδια χρονιά με το επαγγελματικό πρωτάθλημα. Άντε και ότι… Νικολαΐδης λέγεται κι ο Ντέμης. Αυτά. Σουρεάλ σχέση, δηλαδή, στην καλύτερη.
Ωστόσο, σε μια περίεργη συνάντηση των δύο κόσμων, οι δύο πρώτοι τίτλοι της τριλογίας έχουν γίνει εκατοντάδες φορές και αθλητικοί, αυτολεξεί ή παραποιημένοι –όπως άλλωστε, αντίστοιχα, ο τίτλος της τρίτης ταινίας αποτελεί σουρεαλιστική παραποίηση ενός πασίγνωστου αμερικανικού αθλητικού ρητού.
Υπό αυτή την έννοια, απόρησα που δεν είδα πουθενά τίτλο «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη», έστω στο ρεπορτάζ του Παναθηναϊκού, αν όχι και στην περιγραφή του ίδιου του χθεσινού ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Αν και δεν περίμενα ότι θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί σχετικά με τους «πράσινους», χάρις στον αθλητικό σουρεαλισμό που λέγαμε, έγινε κι αυτό. «Κουρέλια» είναι ο Παναθηναϊκός. Τόσο, ώστε να «τραγουδάει» δικαίως για μια ισοπαλία –ούτε καν νίκη- στο Καραϊσκάκης.
Οι καιροί αλλάζουν. Και ο αθλητικός υπερρεαλισμός τσακίζει κόκκαλα, επειδή η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο καλπάζουσα φαντασία. Το να φτάσουν οι «πράσινοι» να απολαμβάνουν υποδοχή θριαμβευτών για ένα «Χ» με τον Ολυμπιακό, σε μια χρονιά που, στην καλύτερη, παλεύουν για να εκτίσουν μια ευρωπαϊκή ποινή, μπορεί κάποτε να φάνταζε όχι surreal, αλλά τελείως… unreal. Συνέβη όμως, κανονικά. Και δικαίως.
Δεν ήταν μόνο απόδειξη ζωής και επιβεβαίωση της βαρύτητας του brand name.
Ήταν και μια ηθική ικανοποίηση (για τους οπαδούς, τουλάχιστον) ότι, πρακτικώς, στερούν από τον «αιώνιο» τις ελπίδες του για τίτλο και, απ’ την άλλη, μοιάζουν να σφραγίζουν ένα τέλος εποχής.
Σε άλλες τέτοιες, περίπτωση να πάρουν τέτοιο πέναλτι στο 87’, μάλλον δεν υπήρχε. Αν και έχω την εντύπωση ότι στη ροή του ματς και χωρίς ριπλέι, στους περισσότερους δόθηκε η πρώτη εντύπωση ότι η ανατροπή του Ινσούα έγινε μέσα στην περιοχή, σε αλλοτινούς καιρούς, η όποια αμφιβολία θα ήταν από χλωμό έως πεθαμενί να προσμετράτο υπέρ του Παναθηναϊκού.
Ότι τώρα προσμέτρησε, ερμηνεύεται από πολλούς ως «δάκτυλος» Μελισσανίδη –που, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, με τον άλλο δάκτυλο βγάζει το μάτι του Ιβάν κι έναν τρίτο δάκτυλο τον κρατά όρθιο προς πάντα αποδέκτη.
Δε συμμερίζομαι ελαφρά τη καρδία τέτοιες απόψεις, αλλά ο καθένας έχει δικαίωμα στην πλοκή του σεναρίου του.
Στο δικό μου, απλώς σημαίνει ότι ο Ολυμπιακός δεν μπορεί πλέον να ελπίζει ότι το όνομα και το εκτόπισμά του θα σημαίνουν πλέον και ότι κάθε αμφιβολία θα τον βρίσκει κατά κανόνα κερδισμένο.
Ότι και να ισχύει, το βέβαιο είναι ότι κανείς δεν ήθελε να ευνοήσει τον… Παναθηναϊκό τον ίδιο (αλλιώς θα δινόταν και το πέναλτι στον Δώνη και ο Οικονόμου θα έμενε στο παιχνίδι με κίτρινη). Οπότε, το όποιο μνημόσυνο γίνεται με ξένα κόλλυβα κι αυτό πρέπει να το ξαναθυμηθούν όλοι, μόλις τελειώσουν οι όποιες χαρές…
Μ’ αυτά ως δεδομένα και χωρίς καμία διάθεση να βγάλω ζυγαριές και τεφτέρια για προσθαφαιρέσεις κ.λπ, να πω κάτι και για τον Ολυμπιακό: αν αισθάνεται όντως πως όλοι τον κυνηγούν και σκοπίμως τον αδικούν, βεβαίως και πρέπει να το τονίζει.
Αλλά, όπως έλεγα κάποτε και για τον Παναθηναϊκό, όταν το παράκανε σχετικώς, το πολύ το Κύριε Ελέησον, το βαριέται κι ο παπάς.
Κι απ’ την άλλη, θεωρώ μεγάλο λάθος του να αποδίδει τα πάντα σ’ ένα τέτοιου είδους κυνηγητό. Στην ομάδα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια (και πολύ περισσότερο εφέτος) σωρεία καθαρά ποδοσφαιρικών λαθών και η αγωνιστική εικόνα του με τίποτε δεν παραπέμπει σε ομάδα που αν δεν αδικείτο θα σάρωνε μέσα κι έξω όλους τους αντιπάλους.
Κατά τη γνώμη μου, κάποιος πρέπει να αναφερθεί και σ’ αυτή την παράμετρο, με όρους ειλικρίνειας και διάθεση αυτοκριτικής και δίκαιας κατανομής ευθυνών. Μετά από 33 χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, ξέρω πολύ καλά ότι κανείς δεν έχασε ποτέ από μια τέτοια στάση, σε βάθος χρόνου.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί, οι μεγάλες ομάδες (και σύμφωνα όλες τις σοβαρές μετρήσεις, ο Ολυμπιακός, σε βάση οπαδών, είναι η πιο μεγάλη ομάδα στην Ελλάδα) δεν αποτελούνται από τον, κατ’ αναλογίαν, μικρόκοσμο των φανατισμένων υποστηρικτών τους. Αποτελούνται κατά μέγιστο μέρος από σκεπτόμενους ανθρώπους, που έχουν άποψη, μνήμη και κρίση. Η ώρα να απευθυνθεί κυρίως σ’ αυτούς ο Ολυμπιακός, νομίζω ότι ήρθε… χθες κιόλας.