Το παράδειγμα των χθεσινών γενεθλίων τα λέει όλα.
Δεν είναι απαραίτητο να πιστεύεις στα «σημάδια». Έχει την αξία του όμως να τα αναζητάς ή έστω να τα παρατηρείς αν σου προκύψουν. Διότι καμιά φορά προσφέρουν με τρόπο απλοϊκό τις πιο δύσκολες εξηγήσεις και απαντήσεις.
Το χθεσινό παράδειγμα χαρακτηριστικό. Τα γενέθλια της εποχής Μαρινάκη στον Ολυμπιακό.
Μια… εγκυκλοπαίδεια θα μπορούσε να γράψει κανείς με αφορμή το γεγονός ότι συμπληρώθηκαν 11 χρόνια (18/6/2010) από την ημέρα που ο Πειραιώτης εφοπλιστής έπιασε στα χέρια του το τιμόνι του κορυφαίου Ελληνικού κλαμπ.
Για το timing που το αποφάσισε –σε μια συγκυρία που σχεδόν όλοι οι επενδυτές βλέποντας τη κρίση να έρχεται έψαξαν τρόπο να αποδράσουν από τα σπορ-. Για τους τίτλους, τις νίκες, τις μεγάλες στιγμές, την πρόοδο και ευημερία του κλαμπ. Ή και για τα δύσκολα. Ο πρωταθλητισμός άλλωστε δεν έχει μόνο χαρές. Έχει και λύπες και αστοχίες. Έτσι σχηματίζεται κάθε φυσιολογικός κύκλος στη ζωή.
Δεν χρειάζεται όμως αυτό το ταξίδι στο χρόνο. Φτάνει να ξέρει κάποιος που πέρασε αυτά τα «γενέθλια» ο διοικητικός ηγέτης των Ερυθρόλευκων: Στον Ρέντη (στο αθλητικό κέντρο που από τα χέρια του έγινε διπλάσιο σε έκταση και εκσυγχρονίστηκε σε τέτοιο βαθμό που θεωρείται ένα από τα πιο προηγμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη). Και στην κορυφή ενός τραπεζιού, που άνοιξε μια ακόμη σημαντική κουβέντα σχεδιασμού με θέα στον Ολυμπιακό 2021-22.
Εκεί για να ακούσει. Να δει. Να δώσει λύσεις. Να χαράξει πορεία.
Ασφυκτικά γεμάτο το «οργανόγραμμα» της ΠΑΕ Ολυμπιακός. Με ανθρώπους του ποδοσφαίρου αλλά και τεχνοκράτες. Μια εταιρία που πατά πάνω σε ιδιαίτερες δομές και που πολύ εύκολα στο πέρασμα των χρόνων θα μπορούσε να δουλέψει στον «αυτόματο».
Για τον Βαγγέλη Μαρινάκη όμως ο Ολυμπιακός δεν είναι… εταιρία. Και φυσικά δεν επιτρέπεται ούτε σαν σκέψη η λειτουργία στον «αυτόματο». Είναι μεράκι. Είναι πάθος: Όχι από το 2010 όταν βγήκε μπροστά αναλαμβάνοντας χρέη εκατομμυρίων και μια ομάδα δίχως ρόστερ. Μια ζωή. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που τον κράτησε στα χέρια του.
Αν έπρεπε κάποιος μυημένος στην πραγματικότητα των Πειραιωτών να επιλέξει ένα «μυστικό επιτυχίας»; Να είστε βέβαιοι ότι θα διάλεγε αυτό. Τον τρόπο που ο Βαγγέλης Μαρινάκης διοικεί: 24/7. Δεν θα το βρείτε κάπου αλλού στα μέρη μας, όσο και να ψάξετε.
Δεν είναι –μόνο- τα χρήματα. Είναι το ενδιαφέρον. Δεν έχει περάσει 24ώρο όλα αυτά τα χρόνια που ο Βαγγέλης Μαρινάκης δεν γνώριζε τα πάντα για τον Ολυμπιακό. Και που δεν ήταν διαθέσιμος ώστε να δώσει λύση σε οτιδήποτε απαιτηθεί.
Το 2010 είναι μια ιστορική χρονιά για την μεταπολεμική Ελλάδα. Είναι το σημείο που πλέον άρχισε να φαίνεται αυτό που έρχονταν. Μια αχαρτογράφητη κρίση που άφησε βαθιές πληγές όχι μόνο οικονομικές αλλά κοινωνικές.
Κανείς από τους ιδιοκτήτες των μεγάλων ΠΑΕ του ανταγωνισμού, που καλώς όρισαν τον Βαγγέλη Μαρινάκη στο ποδόσφαιρο δεν είναι σήμερα εδώ. Διότι δεν άντεξαν.
Σε αυτά τα έντεκα «ποδοσφαιρικά» χρόνια ο Ολυμπιακός κατέκτησε 9 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα. Έφτασε ως τους «16» του Τσάμπιονς Λιγκ –όντας συνεπέστατος συμμετέχοντας στη φάση των ομίλων- και τέσσερις φορές ως τους «16» του Γιουρόπα. Είναι σταθερά στο top 35 του διεθνούς ranking.
Ανέδειξε μια σειρά από σπουδαίους ποδοσφαιριστές αλλά και προπονητές που σκαρφάλωσαν ως το υψηλότερο επίπεδο. Και παραμένει πάντα ο ισχυρότερος «οικονομικός» παίκτης στο ελληνικό τραπέζι.
Σε αυτά τα έντεκα ποδοσφαιρικά χρόνια ο αιώνιος αντίπαλος Παναθηναϊκός δεν κατέκτησε το πρωτάθλημα. Σε αυτά τα έντεκα χρόνια η ΑΕΚ έφτασε ως τα χαλάσματα της τρίτης κατηγορίας. Ο ΠΑΟΚ φλέρταρε με το «κραχ» ως ότου εμφανιστεί ο Ιβάν Σαββίδης. Ο Άρης μέχρι να ξαναβρεί τον δρόμο του έγινε ομάδα-ασανσέρ ανάμεσα στις κατηγορίες. Το ίδιο συνέβη και με τον ΟΦΗ και την ΑΕΛ. Στο μεταξύ σχεδόν εξαφανίστηκε ο Ηρακλής. Το ίδιο και ο Πανιώνιος.
Αν ρίξετε ξανά μια προσεκτική «ματιά» σε αυτή τη λίστα; Θα διαπιστώσετε πως είναι εκεί ολόκληρη η βεντάλια του εγχώριου ανταγωνισμού. Οι ομάδες που κατέκτησαν όλα τα πρωταθλήματα και κύπελλα (πλην εκείνου που πήρε η Καστοριά το 1980) της ιστορίας του ελληνικού ποδόσφαιρου, που δεν κατέληξαν στο μεγάλο λιμάνι.
Δεν πέρασε «μνημόνια» ο Ολυμπιακός. Δεν έκανε «εκπτώσεις». Δεν ένιωσε «αναταράξεις» και «αγωνίες» που δεν είχαν αποκλειστικά αθλητικό παρονομαστή. Δεν έχασε ποτέ τον βηματισμό του. Αντίθετα μεγάλωσε και άλλο. Γιατί; Διότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης ήταν (και είναι) πάντα εκεί.