Από(φαινομενικά) χαζούς διαφόρων ειδών δεν έχουμε έλλειψη. Και επειδή «δε μας αρέσουν οι Κυριακές», τα χειρότερα για το ελληνικό ποδόσφαιρο ίσως έρχονται.
Νωρίς το πρωί της Δευτέρας, 29 Ιανουαρίου του 1979, η 16χρονη Μπρέντα Αν Σπένσερ, που έμενε απέναντι από το δημόσιο δημοτικό σχολείο Γκρόβερ Κλίβελαντ, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως προς την κατεύθυνση της πύλης του σχολείου, που άνοιγε εκείνη την ώρα.
Ο διευθυντής του, που μόλις είχε ξεκλειδώσει, σκοτώθηκε, όπως και ο επιστάτης του, που προσπάθησε να προστατεύσει τους μαθητές. Οκτώ παιδιά, από καθαρή τύχη δε σκοτώθηκαν αλλά μόνον τραυματίστηκαν από τις σφαίρες του ημιαυτόματου τουφεκιού Ρούγκερ 10/22 που έβαλλε εναντίον τους.
Το Ρούγκερ, μαζί με 500 σφαίρες, ήταν… το χριστουγεννιάτικο δώρο του πατέρα της Μπρέντα προς την κόρη του, παρότι, έξι μήνες πριν από το αιματηρό περιστατικό είχε συλληφθεί και καταδικαστεί ως ανήλικη, επειδή πυροβολούσε με αεροβόλο τα παράθυρα του ίδιου σχολείου.
Ο επιτηρητής της αναστολής της είχε συστήσει στον πατέρα της να την στείλει για θεραπεία κατάθλιψης, αλλά εκείνος αρνήθηκε. «Του ζήτησα για τα Χριστούγεννα δώρο ένα ραδιόφωνο και μου πήρε ένα τουφέκι», είπε αργότερα η Μπρέντα.
Όσο ήταν κλεισμένη στο σπίτι της, μετά τους πυροβολισμούς, ένας δημοσιογράφος επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της. Τη ρώτησε «γιατί το έκανες;»
«Δε μου αρέσουν οι Δευτέρες. Μ’ αυτό, ζωήρεψαν τα πράγματα», απάντησε η Μπρέντα.
Η απάντησή της ενέπνευσε τον σπουδαίο Μπομπ Γκέλντοφ, των Boomtown Rats να γράψει το θρυλικό “I don’t Like Mondays”. Και αποτέλεσε μια ακόμη περίτρανη απόδειξη ότι «οι ηλίθιοι είναι αήττητοι», όπως έχει αποφανθεί ένας δικός μας σπουδαίος, ο Ηλίας Πετρόπουλος. Η Μπρέντα δικάστηκε ως ενήλικη και είναι ακόμη στη φυλακή. Ο ηλίθιος πατέρας της, παρέμεινε ελεύθερος. Αήττητος. Όπως και πολλοί άλλοι, πριν και μετά απ’ αυτόν.
Διότι το περιστατικό του Γκρόβερ Κλίβελαντ δεν ήταν, βέβαια, ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο ανάλογο στις ΗΠΑ. Η πρώτη καταγεγραμμένη ένοπλη επίθεση σε σχολείο στην Αμερική καταγράφηκε το… 1764 στην Πενσυλβανία, στο πλαίσιο όμως ενός ενεργού πολέμου εκείνην την περίοδο με τους αυτόχθονες Ινδιάνους Ντέλαγουερ. Από τότε, οι σχετικές επιθέσεις με μοιραία κατάληξη είναι πολλές εκατοντάδες, οι περισσότερες (αν και όχι όλες) στο πλαίσιο δυστυχημάτων , καυγάδων, μεμονωμένων περιπτώσεων αντεκδίκησης ή κάτι σχετικό. Μέχρις ενός σημείου, όμως, αυτό.
Το 1966, ο 25χρονος Τσαρλς Γουίτμαν, φοιτητής του Πανεπιστημίου του Τέξας και εκπαιδευμένος Πεζοναύτης του αμερικανικού στρατού, σκότωσε τρία άτομα για να αποκτήσει πρόσβαση και μετά οχυρώθηκε με δύο καραμπίνες στον 28ο όροφο του πύργου παρατήρησης της σχολής. Από εκεί ψηλά δολοφόνησε πυροβολώντας αδιακρίτως άλλα 17 άτομα πριν σκοτωθεί ο ίδιος από δύο αστυνομικούς –την ίδια ώρα που διάφοροι (Τέξας γαρ…) πολίτες τους κάλυπταν με βροχή πυρών προς το δράστη από τα δικά τους προσωπικά όπλα. Τότε ακόμη και για κάποια χρόνια, αυτό ήταν ένα αξιοσημείωτα «περίεργο» περιστατικό. Δυστυχώς, όμως, ο Γουίτμαν φάνηκε στη συνέχεια ότι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς ακόμη παλαβούς…
Το σύγχρονο μοτίβο τέτοιων επιθέσεων –διαταραγμένος δράστης, συμμαθητής ή εξωσχολικός, που πυροβολεί αδιακρίτως κατά μαθητών, φοιτητών καθηγητών και προσωπικού και, συνήθως, αυτοκτονεί ή σκοτώνεται από τις αρχές, μετά- άρχισε να διαμορφώνεται ως περίπου σταθερό από το 1999.
Στις 20 Απριλίου εκείνης της χρονιάς, στο Λύκειο Κολουμπάιν, του Κολοράντο, οι 18χρονοι τελειόφοιτοι Ερικ Χάρις και Ντίλαν Κλέμπολντ πυροβόλησαν και σκότωσαν 12 μαθητές κι έναν καθηγητή και εν τέλει αφαίρεσαν οι ίδιοι τη ζωή τους όταν περικυκλώθηκαν από την αστυνομία.
Η σταθερή σύνδεση τέτοιων επιθέσεων με το μοναδικό για πολιτισμένη χώρα καθεστώς γύρω από την οπλοκατοχή στις ΗΠΑ άρχισε να γίνεται πολύ έντονη από το 2007, όταν ο Σινγκ-Χούι Τσο εκτέλεσε 33 συμφοιτητές του, καθηγητές και προσωπικό της Πολυτεχνικής Σχολής της Βιρτζίνια και τραυμάτισε άλλους 17. Από τότε ως το περιστατικό της Φλόριντα, πριν από μερικές ημέρες, με 17 νεκρούς, έχουν σημειωθεί στις ΗΠΑ πάνω από 140 μοιραίες επιθέσεις με όπλα σε σχολεία, με περισσότερους από 150 νεκρούς και πολλές εκατοντάδες τραυματίες.
Δεκάδες έρευνες συνδέουν άμεσα την απίστευτη ελευθεριότητα γύρω από τα κάθε είδους όπλα –ακόμη και τα πολεμικά τουφέκια- στις ΗΠΑ με αυτά τα περιστατικά, αλλά και, γενικότερα, με το αποκαρδιωτικό ποσοστό σχετικών θανάτων στη χώρα: στις ΗΠΑ αυτό το ποσοστό ένοπλων δολοφονιών φτάνει το σχεδόν 30 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Για σύγκριση, στην αμέσως προηγούμενη χώρα, την Ελβετία, όπου δια νόμου σχεδόν όλοι οι ενήλικες συνιστούν εθνοφρουρά εν εφεδρεία και κρατούν για χρόνια τα στρατιωτικά τουφέκια τους στα σπίτια τους, είναι 7,7. Και στην Αυστραλία, όπου μετά τη μαζική δολοφονία 35 ανθρώπων σ’ ένα καφέ του Πορτ Αρθουρ, το 1996, λήφθηκαν άμεσα πολύ αυστηρά μέτρα για την οπλοκατοχή, το ποσοστό είναι, πλέον, μόλις 1,6!
Οι ΗΠΑ συνιστούν το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά οι πολίτες τους διαθέτουν πάνω από το… 42% όλων των ιδιωτικά κατεχόμενων όπλων στον πλανήτη! Τα σχετικά νούμερα είναι αμείλικτα, όπως και τα νούμερα που εξηγούν το γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει.
Προχθές, μια πληρωμένη δισέλιδη διαφήμιση στους New York Times ξεμπρόστιαζε με ονόματα, διευθύνσεις και αριθμούς τηλεφώνου 276 μέλη του αμερικανικού κογκρέσου , βάζοντας δίπλα και τα ποσά που υπολογίζεται ότι έχουν πάρει ο καθένας υπό τη μορφή δωρεών από την πανίσχυρη Εθνική Ομοσπονδία Όπλων. Μόνο στις εκλογές του 2016, η NRA, ξόδεψε επίσημα πάνω από 54.000.000 δολάρια για την προεκλογική οικονομική ενίσχυση όσων πολιτικών υποστηρίζουν τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος γύρω από την οπλοκατοχή στις ΗΠΑ. Σκεφτείτε πόσα έχει χώσει ανεπίσημα και το πιάνετε το υπονοούμενο, ε;
Ο μόνος που (κάνει ότι) δεν το πιάνει, είναι ο τιτανοτεράστιος Ντόναλντ Τραμπ. Ο οποίος έφτασε στο σημείο, χθες, σε ανοιχτή συζήτηση με γονείς θυμάτων τέτοιων επιθέσεων κιόλας (!), να πει ότι η λύση δεν είναι ανάγκη να περιλαμβάνει, π.χ., το να μη μπορεί το κάθε 18χρονο μαλακιστήρι να αγοράζει ένα αυτόματο επιθετικό τουφέκι λες και αγοράζει μια τρόμπα πέους για να μεγαλώσει το γαριδάκι του. Όχι, αλίμονο. Σιγά. Αυτό είναι το πρόβλημα;
Το πρόβλημα, είπε ο Τράμπ, είναι ότι τα σχολεία είναι «ζώνες απαγόρευσης οπλοφορίας». Και άρα, όποιο τέτοιο μαλακιστήρι σκεφτεί να αδειάσει πέντ’ έξι γεμιστήρες σε τίποτε συμμαθητές του, το κάνει με άνεση, επειδή δε φοβάται ότι κάποιος θα τον πυροβολήσει επίσης. Άρα (αυτά είναι, ρε, άμα έχεις λογική σκέψη), η λύση είναι να… οπλοφορούν και οι καθηγητές!
Απλά πραγματάκια. Θα τελειώνεις την εκεί Παιδαγωγική Ακαδημία, π.χ. και μετά θα κάνεις τρεις τέσσερις βδομάδες εκπαίδευση. Σε στίβο μάχης, σε τακτικές αντάρτικου πόλεων, σε μάχη σώμα με σώμα, σε σκοποβολή σε σταθερούς και κινητούς στόχους κ.λπ. και θα είσαι έτοιμος να διδάξεις τα παιδιά όλες τις αξίες που μεταλαμπάδευσαν στα αμερικανάκια οι Πατέρες του Έθνους.
Μ’ ένα 45άρι κι ένα Ka-Bar στη ζώνη, ένα 38άρι στον αστράγαλο και μια κατάνα σε ειδική θήκη στην πλάτη όπως ο Γουέσλι Σνάιπς στο Blade, θα μαθαίνεις τα παιδιά φυσική, χημεία, άλγεβρα ή οτιδήποτε, τέλος πάντων. Κι άμα σκάσει ο παλάβρας με το AR-15, του φυτεύεις τρεις σφαίρες στο στήθος, του καρφώνεις το Ka-Bar στην καρδιά για σιγουριά, του κόβεις μετά και το κεφάλι μπας και είναι ζόμπι και αναστηθεί και επιστρέφεις στο μάθημα. Όλα καλά κι όλα ωραία.
Μιλάμε για μνημείο (φαινομενικής) ηλιθιότητας τόσο μεγαλειώδες που δεν ξέρει κανείς από ποια πλευρά να το πιάσει προκειμένου να γελάσει πριν κάνει εμετό –ή, συγχρόνως και τα δύο, παρά τον κίνδυνο αναρρόφησης…
Ο Σκοτ Ανταμς, εξέχων αμερικανός γελοιογράφος και σατιρικός, που από το 1996 σχολιάζει με ιδιοφυώς καυστικό τρόπο την αμερικανική πραγματικότητα μέσω των δύο ηρώων του διάσημου κόμικ του, του Ντίλμπερτ και του σκύλου του Ντόγκμπερτ, το έχει πει εδώ και χρόνια: «Ο πιο επικίνδυνος ηλίθιος, είναι ένας επινοητικός ηλίθιος».
Ο Τράμπ εμφανίζεται αυτή τη στιγμή ως περίπου κάτι τέτοιο, «επινοώντας» μια «λύση» για το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης οπλοκατοχής που αποτελεί… ύμνο στην υποτιθέμενη χρησιμότητά της και τρόπο να επεκταθεί και να εμπεδωθεί κι άλλο. Επισήμως κιόλας. Με το να γίνει κανονικά μέρος της ίδιας της εκπαιδευτικής κουλτούρας καθηγητών και μαθητών στις ΗΠΑ! Πίνακας, κιμωλία, θρανίο, τετράδιο, μολύβι, Glock 21 –government issued…
Αμφιβάλω πολύ όμως ότι είναι έτσι απλά τα πράγματα. Διότι σοφός είναι και ο ελληνικός λαός που έχει επίσης αποφανθεί εδώ και χρόνια ότι «ο τρελός, με την τρελίτσα του γεμίζει την κοιλίτσα του». Ο Τραμπ ανοίγει δρόμους παριστάνοντας το χαζό, την ίδια ώρα που εξυπηρετεί πολύ συνειδητά και με μεγάλη συνέπεια πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα.
Υπό αυτή την έννοια (και επειδή στην Ελλάδα, ό,τι γίνεται στην Αμερική, επαναλαμβάνεται μετά από λίγα χρόνια ως κακέκτυπο), από χθες, τρέμω. Η ώρα που κάποιος «επινοητικός ηλίθιος» θα προτείνει και εδώ ότι το να είναι, π.χ., οπλισμένοι με 45άρια οι διαιτητές και με «στυλό» φωτοβολίδων όσοι παίκτες της αντίπαλης ομάδας πάνε να εκτελέσουν κόρνερ, είναι μέρος της λύσης για τη βία στα γήπεδα, μπορεί να μην είναι μακριά.
Το έχουμε, άλλωστε, ξαναπεί: από ηλίθιους (ή φαινομενικά ηλίθιους) δεν έχουμε έλλειψη στη χώρα όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα. Και όσο «ταμπού» ζήτημα είναι στις ΗΠΑ το συνταγματικό δικαίωμα του «φέρειν όπλο», είναι στην Ελλάδα το εθιμικό δικαίωμα των «περήφανων λαών» να τα κάνουν λίμπα σε κάθε ευκαιρία, των διαιτητών να σφυρίζουν ό,τι θέλουν και όχι ό,τι βλέπουν, των αρμοδίων οργάνων να τιμωρούν όποιον χρειάζεται και όχι όποιον πρέπει, κ.ο.κ.
Μην έχετε αγωνία λοιπόν. Τα χειρότερα έρχονται. Γιατί; Δε χρειάζεται λόγος. Επειδή «δε μας αρέσουν οι Κυριακές». Έτσι!
* Το I don’t Like Mondays κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1979 και έμεινε τέσσερις εβδομάδες στο Νο1 των singles στη Μεγάλη Βρετανία. Ήταν το 6ο μεγαλύτερο hit της χρονιάς, πίσω ακριβώς από το I Will Survive, της Gloria Gaynor…
https://www.youtube.com/watch?v=koBjxpezokg