Όλοι ευχαριστημένοι, για πάντα, δεν μπορεί να είναι. Στο συγκεκριμένο θέμα, της μετακίνησης των οπαδών, ας είναι τουλάχιστον δυσαρεστημένοι λίγοι, για λίγο…
Ο Αβραάμ Λίνκολν ήταν που είπε: «Μπορείς να ξεγελάσεις τους πάντες για λίγο καιρό και να ξεγελάσεις κάποιους λίγους για πάντα. Αλλά δεν μπορείς να ξεγελάσεις τους πάντες, για πάντα». Ισχύει. Και όχι μόνο για το ξεγέλασμα. Και για άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους για λίγο καιρό και κάποιους λίγους για πάντα. Αλλά δε μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους, για πάντα.
Πίσω απ’ αυτή τη συνειδητοποίηση βρίσκεται άλλωστε και η αστείρευτη δυναμική της κορυφαίας πολιτικής επινόησης όλων των εποχών: της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας. Απαλλαγμένοι από τα πεζά καθημερινά, που τα έφερναν εις πέρας οι πολυάριθμοι δούλοι τους, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν χρόνο να το φιλοσοφήσουν το πράγμα. Και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το να είναι όλοι μονίμως ευχαριστημένοι, είναι αδύνατον. Συνεπώς, το αμέσως καλύτερο είναι να είναι ευχαριστημένοι οι περισσότεροι. Δηλαδή τουλάχιστον οι μισοί και ένας ακόμη.
Μια παραλλαγή (αναγκαστικά διότι μιλάμε για πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό, πλέον) της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας εφαρμόζεται στις μέρες μας σε όλον τον κόσμο που αποκαλούμε «πολιτισμένο». Είναι παραλλαγή επειδή είναι αντιπροσωπευόμενη και όχι άμεση, επειδή σχεδόν πουθενά δεν αφορά πραγματικά το 50%+1 όσων ψηφίζουν και, πολύ περισσότερο, επειδή όσοι ψηφίζουν είναι συνήθως ένα κλάσμα όσων δικαιούνται να το κάνουν.
Π.χ. στις τελευταίες εκλογές εδώ, το Σεπτέμβριο του 2015, ψήφισε μόλις το 56,6% του εκλογικού σώματος και η κυβέρνηση προέκυψε από τη συνεργασία του 35,46% (ΣΥΡΙΖΑ) με το 3,69% (ΑΝΕΛ). Από το 39,1% των ψηφισάντων, δηλαδή. Χοντρικά, από το 23% του συνόλου όσων είχαν δικαίωμα ψήφου, περίπου έναν στους τέσσερις και κάτι. Οι υπόλοιποι τρεις και κάτι μπορεί να γκρινιάζουν τώρα, αλλά μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, είναι αργά για δάκρυα Στέλλα. Αφού δεν πήγαν να ψηφίσουν οι ίδιοι, μόνοι τους έδωσαν το δικαίωμα να μετρήσει τριπλή η ψήφος όσων πήγαν. Απλά πραγματάκια.
Μπορεί να μην είναι απολύτως δίκαιο, σίγουρα όμως είναι πιο δίκαιο από το να ξυπνάει ένα πρωί ο πολυχρονεμένος Βασιλεύς Μουρόχαυλος ο 2ος και να αποφασίζει για το υπόλοιπο 99,99999% ανάλογα με το αν τον πονάνε ή όχι εκείνη την ημέρα οι αιμορροΐδες του και είναι μουντρούφης ή κεφάτος.
Είπαμε: όλοι, μονίμως ευχαριστημένοι, δε μπορεί να είναι. Κι αν δε θέλουν να είναι δυσαρεστημένοι, πρέπει, σε κάθε περίπτωση να ασκούν τα δικαιώματά τους με σύνεση και σεβασμό, αλλιώς είτε θα τους αφαιρεθούν είτε με μοναρχικό τρόπο είτε με δημοκρατικό.
Σε κάποιους μπορεί να φαίνεται «μοναρχικός» ο τρόπος με τον οποίο ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Βασιλειάδης αποφάσισε την, από τώρα και μέχρι τέλος της σεζόν απαγόρευση μετακίνησης οπαδών των τεσσάρων «μεγάλων» σε εκτός έδρας αγώνες τους.
Δεν είναι έτσι όμως. Όχι μόνον για λόγους αρχής. Επειδή, δηλαδή, ο Βασιλειάδης έχει δικαίωμα να το αποφασίσει, αφού είναι υπουργός μιας κυβέρνησης που εξελέγη νομίμως σε μια αντιπροσωπευόμενη δημοκρατία (και, ας πρόσεχαν όσοι τώρα διαφωνούν, αλλά στις 20 Σεπτεμβρίου του ’15 προτίμησαν να βγουν στη λιακάδα για ούζα από το να πάνε να ψηφίσουν).
Αλλά και επειδή, στο πλαίσιο των καθηκόντων του και με βάση τη λογική πίσω από όλο το οικοδόμημα που ονομάζουμε δημοκρατία, ο (κάθε) Βασιλειάδης, οφείλει να λειτουργεί προς όφελος των περισσότερων, όχι των λιγότερων.
Και οι περισσότεροι, καλώς ή κακώς, δεν είναι οι μερικές εκατοντάδες που αρκετές φορές εφέτος δεν άσκησαν με σύνεση και σεβασμό, αλλά καταχράστηκαν (ενίοτε και κατάφωρα) το δικαίωμά τους να παρακολουθήσουν εκτός έδρας αγώνες της ομάδας τους.
Οι περισσότεροι, καλώς ή κακώς, είναι όσοι έτρεμε το φυλλοκάρδι τους απ’ αυτές τις μετακινήσεις, αλλά και οι πολλές χιλιάδες υπόλοιποι οπαδοί των ίδιων των μεγάλων ομάδων, που έβλεπαν ότι μ’ αυτά που γίνονται απ’ τους λίγους, εν τέλει θα χάσουν κι εκείνοι το δικαίωμα να παρακολουθήσουν τα εντός έδρας παιχνίδια, λόγω τιμωρίας.
Σε θεωρητικό, φιλοσοφικό επίπεδο, δε χαίρομαι γι’ αυτό που συνέβη, όπως και κανείς άλλος νομίζω. Αλλά, στην πράξη και με ρεαλιστική σκέψη δε μπορώ να χαρακτηρίσω την απόφαση ούτε παράλογη, ούτε αυταρχική. Δυστυχώς, είναι μια απόφαση σωστή που, μάλιστα, ίσως άργησε κιόλας να ληφθεί.
Μακάρι μια μέρα το ελληνικό ποδόσφαιρο να κατακτήσει την αθλητική κουλτούρα που θα επιτρέπει τη συνύπαρξη οπαδών αντίπαλων ομάδων σε διπλανές κερκίδες, χωρίς το φόβο σύρραξης ή εικόνας βομβαρδισμένου τοπίου στα περίγυρα του γηπέδου.
Εάν, όποτε και μέχρι αυτό να συμβεί, όμως, είναι μάλλον καλύτερο να στενοχωρηθούν λίγοι για πεντ’ έξι βδομάδες, παρά πολλοί, για πολύ καιρό. Σίγουρα είναι πιο δημοκρατικό.