O Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν η προσωποποίηση του ποδοσφαίρου για όσους τυχερούς τον πρόλαβαν να αγωνίζεται.
Ήταν το μακρινό 1986. Το Μουντιάλ στο Μεξικό ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα με το διεθνές ποδόσφαιρο. Ήταν η πρώτη φορά που είδα να αγωνίζεται ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Αυτός ο κοντόσωμος Αργεντινός φάνταζε στα παιδικά μου ματάκια γίγαντας. Απλησίαστος. Εξωπραγματικά τα όσα έκανε στο γήπεδο. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου χαμογελούσε βλέποντας με να έχω γουρλώσει τα μάτια κοιτώντας τη τηλεόραση.
Ο Μαραντόνα δεν ήταν ένας συνηθισμένος σούπερ σταρ. Δεν ήταν απλά ένας παικταράς. Δεν ήταν Μέσι, δεν ήταν Κριστιάνο Ρονάλντο, δεν ήταν Πελέ. Ήταν ο άνθρωπος που για όσους είχαν την τύχη να τον δουν να αγωνίζεται , αποτελούσε το συνώνυμο του ποδοσφαίρου.
Ο Μαραντόνα ήταν είδωλο χωρίς να το επιδιώκει. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια. Δεν ήταν ανάγκη να κάνει αναρτήσεις για να γίνει πρώτο θέμα. Ήταν απλά ο Μαραντόνα.
Δεν ήταν ποτέ ο κλασσικός σούπερ σταρ. Δεν τα πήγαινε καλά με το κατεστημένο. Από τα παιδικά του χρόνια, από τη πρώτη στιγμή που φόρεσε τη ποδοσφαιρική φανέλα μέχρι και το τέλος της καριέρας του.
Ήταν αυτός που πήρε από το χέρι την εθνική Αργεντινής και την οδήγησε στη κορυφή του κόσμου. Ήταν αυτός που πήρε μια ομάδα του φτωχού νότου της Ιταλίας και την έκανε πρωταθλήτρια. Δεν είναι τυχαίο οτι στη Νάπολι λατρεύτηκε σαν θεός.
Προκάλεσε πολλές αντιδράσεις με τη ζωή και τις απόψεις του. Σε αντίθεση με τα οσα έχουμε συνηθίσει από τους σούπερ σταρ, ο Μαραντόνα δεν έκανε δημόσιες σχέσεις.
Δεν έλεγε κάτι επειδή του το υπαγόρευε το επικοινωνιακό του επιτελείο αλλά αυτό που σκεφτόταν. Αυτός είναι και ο λόγος που είχε φανατικούς θαυμαστές αλλά και ορκισμένους εχθρούς.
Η απώλεια του σόκαρε ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Την στιγμή που το άκουσα ήταν σαν κάποιος να προσπαθούσε να μου κλέψει ένα μέρος των αναμνήσεων της παιδικής μου ηλικίας. Στη συνέχεια όμως το σκέφτηκα πιο ψύχραιμα. Οι μύθοι δεν πεθαίνουν ποτέ. Hasta siempre, Diego.