Αυτό το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και αυτή η διαχείριση δεν το ξεχωρίσει ούτε από το Κόσοβο ούτε από τη Μολδαβία.
Στο 116 του fifa ranking το Κόσοβο. Κάτω από τον Νίγηρα και την Ταϊλάνδη. Πάνω από τη Ναμίμπια και τη Σιέρα Λεόνε. Ποιος ξέρει ίσως μετά το αποψινό να πλασαριστεί λίγο καλύτερα. Το αξίζει άλλωστε.
Σβηστά έφυγε από το Μαρούσι με τον βαθμό της ισοπαλίας.
Είχε έναν κόντρα στους Μολδαβούς που είναι στο 175 του fifa ranking πήρε άλλον ένα και από την Ελλάδα (53) που κάποτε, όχι πολύ μακριά, το 2012 ήταν στο 11 αυτής της κατάταξης: Δίχως την αβάντα διοργανώσεων σαν το Nations League. Τότε που την ΕΠΟ την διοικούσαν «συμμορίες», όχι σαν τώρα που η διαφάνεια αποτελεί το σήμα κατατεθέν της εποχής.
Το αποτέλεσμα, δίκαιο. Η σημερινή Εθνική Ελλάδας δεν έχει μεγάλες διαφορές ποδοσφαιρικά ούτε με το Κόσοβο που έμεινε στο 0-0, ούτε ακόμη με τη Μολδαβία που νίκησε δυσκολότερα από ότι νομίζουμε την Κυριακή. Και προφανώς δεν είναι καλύτερη από τη Σλοβενία που απόψε αποσπάστηκε δύο βαθμούς παίρνοντας το πάνω χέρι για την κορυφή. Βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι, με μικρές διαφορές. Και ας μη θέλουμε να το παραδεχθούμε.
Μια διαφορά υπάρχει σε σχέση με τους άλλους, τουλάχιστον από όσο μπορούμε να ξέρουμε για εκείνους. Οι δικοί τους είναι μάλλον το καλύτερο δυνατό δείγμα τους. Η σημερινή Εθνική Ελλάδας δεν είναι καλά-καλά Εθνική Ελλάδας. Είναι ένα σχήμα με επίλεκτους που έχει διαλέξει ο Τζον Φαν Σιπ για ομάδα του, δίχως να μπορεί κάποιος να κατανοήσει τα κριτήρια του.
Δεν συμμετέχουν σε αυτή οι καλύτεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές.
Δεν μοιάζει κατανοητή ούτε η διαχείριση εκείνων που επιλέγονται.
Ο προπονητής έχει έναν δικό του τρόπο. Ή τέλος πάντων ελπίζουμε να είναι δικός του, γιατί αργά ή γρήγορα θα πρέπει να δώσει λόγο για τις ιδέες του.
Απόψε κόντρα σε έναν αντίπαλο που πολύ λογικά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του ματς στο αμυντικό του τρίτο, εμείς θελήσαμε επιθετικό πλάτος με δεξί μπακ τον (μια χαρά στόπερ) Χατζηδιάκο. Και όταν ο Φαν Σιπ σκέφτηκε πως αυτό δεν του ταιριάζει; Ο δεξιός μπακ Χατζηδιάκος έδωσε τη θέση του στον δεξιό μπακ (αλλά μια χαρά στόπερ) Βασίλη Λαμπρόπουλο.
Ήταν το 85΄και ο Ολλανδός έπαιζε το τελευταίο του χαρτί για να διασπάσει την αντίπαλη άμυνα.
Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στη στατιστική οι τελικές ήταν 11-3, με τη κατοχή της μπάλας στο 62%-38%. Λογικό. Διαβάζοντας λιγάκι πιο προσεκτικά οι εύστοχες τελικές στην αντίπαλη εστία ήταν απολύτως ισορροπημένες για τις δύο ομάδες: Από δύο. Εμείς απειλήσαμε με εκείνο το πέναλτι δώρο του Ισραηλινού ρέφερι, και την ευκαιρία με τον Παυλίδη στο 36΄. Εκείνοι είχαν το κλασικό τετ α τετ στο 46΄και το πλασέ στο 52΄που έδιωξε στη γραμμή ο Χατζηδιάκος.
Η δική μας ομάδα εξάντλησε τις απειλητικές διαθέσεις της πριν βγει το ημίχρονο. Τρία βράδια πριν έγινε το ίδιο και με τους Μολδαβούς. Απλά εκεί το πέναλτι δώρο το βάλαμε και η ιστορία άλλαξε. Απόψε ο αρχηγός Μπακασέτας, που ο Φαν Σιπ προτιμά από τον Φορτούνη, το έχασε.
Τον Φορτούνη που έβαλε γκολ με την Αυστρία στο φιλικό της περασμένης εβδομάδας αγωνιζόμενος ως σέντερ φορ. Που είχε δύο δοκάρια και τέσσερις-πέντε προσωπικές ευκαιρίες και την Κυριακή στο λίγο που έπαιξε, έστω απέναντι στους Μολδαβούς που με παίκτη λιγότερο από το 44΄είχαν παραδώσει πινακίδες.
«Θα έκανα τις ίδιες επιλογές και αλλαγές. Πάντα είναι εύκολο να κάνεις κριτική κατόπιν εορτής» είπε ο Φαν Σιπ στο φινάλε. Τον πιστεύουμε 100%.
Μια ένσταση μονάχα: Όλη η Ελλάδα συζητά για τις επιλογές του εδώ και μήνες. Όχι κατόπιν εορτής.
Από τον τρόπο που «διαγράφησαν» από τα μητρώα ο Σωκράτης και ο Μανωλάς.
Από την διαπόμπευση του Σιόβα που τόλμησε να μιλήσει για τους άλλοτε συμπαίκτες του.
Από τον τρόπο που έχει εκτροχιάσει –προ covid- τον Τσιμίκα της Λίβερπουλ.
Και βέβαια από τον τρόπο που συμπεριφέρεται στον ποιοτικότερο μεσο-επιθετικό της εποχής μας. Τον Φορτούνη που δεν παίζει από την αρχή, γιατί δεν παίζει από την αρχή στον Ολυμπιακό. Αν πιστεύει ότι η Ελλάδα διαθέτει καλύτερο, ειδικά σε αναμετρήσεις αυτού του χαρακτήρα τότε είναι μάλλον άδικο να το συζητήσουμε περαιτέρω.
Είναι τυχερός ο Φαν Σιπ μέσα στην ατυχία του. Παρέλαβε την χειρότερη εθνική ομάδα όλων των εποχών, άρα πιο κάτω δύσκολα έχει. Δεν ασχολούνται οι περισσότεροι. Δεν προσδοκούν και κάτι εκείνοι που έχουν παραμείνει πιστοί.
Επιπλέον τον παράξενο, άστοχο ή (για κάποιους) και κακό του εαυτό τον δείχνει με νυν και πρώην ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού ως επί το πλείστο.
Και μιας και στην ΕΠΟ τον Ολυμπιακό θέλουν να τον ακούν μονάχα όταν τους ενημερώνει το λογιστήριο για τα 3-4 εκατ ευρώ τον χρόνο που πληρώνουν οι Ερυθρόλευκοι στην Ομοσπονδία, κανείς δεν θα τον κακολογήσει.
Μπορεί να μην το ξέρει, αλλά αυτό ίσως τελικά ενισχύει το προφίλ του στο πάρκο Γουδή. Περισσότερο από τη δουλειά του και τα αποτελέσματα της. Ή πάλι -ένα χρόνο στα μέρη μας- μπορεί και να το ξέρει.
Ποιος ξέρει…