Το… «σαν σήμερα» της Εθνικής Ελλάδας προκαλεί θλίψη. Εδώ κι 11 χρόνια η «αγαπημένη» ομάδα έχει γίνει σκιά του εαυτού της. Μπράβο στη διοίκηση.
Ήταν 15 χρόνια πριν, όταν η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε (γι’ άλλη μια φορά) την κορυφή της Ευρώπης. Στο Βελιγράδι, με προπονητή τον Παναγιώτη Γιαννάκη η «επίσημη αγαπημένη» μάς έκανε να βιώσουμε εκ νέου την περηφάνια της ανακήρυξης της χώρας μας, ως πρώτης δύναμης στη «γηραιά» ήπειρο. Και διηγώντας τα να κλαις…
Το 1987 ένα 11χρονο παιδί είχε στείλει γράμμα (τότε δεν υπήρχε ακόμα η δυνατότητα αποστολής mail, ή sms) στον Νίκο Γκάλη, λέγοντάς του πως ονειρεύεται να πετύχει το κατόρθωμά του. Αυτό το παιδί, ήταν το 2005 αρχηγός της Εθνικής.
Κι όχι μόνο έκανε όσα ονειρεύονταν ο Μιχάλης Κακιούζης, αλλά είχε δίπλα του στη φωτογραφία τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή, Παναγιώτη Γιαννάκη, τον οποίο μαζί με τον Γκάλη, τον Φασούλα, τον Φάνη και τα άλλα παιδιά, είχε μυθοποιήσει στο παιδικό μυαλό του.
Τον επόμενο χρόνο ήρθε ο θρίαμβος επί των ΗΠΑ, ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία σ’ επίπεδο ελληνικού αθλητισμού, το 2009 ο Σπανούλης πήρε από το χέρι μια χαμηλοτάβανη ομάδα και την οδήγησε στα μετάλλια κι έκτοτε η «επίσημη αγαπημένη» αγνοείται…
Μην είναι ότι δεν βγήκαν αξιόλογοι νέοι παίκτες; Με τον δύο φορές MVP στις τάξεις της, η Εθνική έπρεπε να σαρώνει. Γιατί δεν ήταν μόνος του, είχε (εκτός από τον επίσης ΝΒΑερ αδερφό του, Θανάση, και παίκτες από το υψηλότερο ράφι της Ευρωλίγκας (Καλάθης, Σλούκας, Πρίντεζης, Παπανικολάου, Παπαπέτρου κτλ.), αλλά τζίφος.
Οι συνεχείς αλλαγές προπονητών, η πίεση για να έχει κάτι να δείξει ως ατομικό επίτευγμα ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, το τραγικό κλίμα στ’ αποδυτήρια (μέχρι και μπουνιές έχουν παίξει), ο διασυρμός κάθε κόουτς, ο οποίος έρχονταν ως άλτερ έγκο του Μπόμπι Νάιτ κι έφευγε ως βοηθός του Πετρετζίκη, οι φανφάρες του δημοσιογραφικού στρατού, που έπρεπε με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει το μεροκάματο, ήταν μερικές μόνο από τις αιτίες της καθίζησης της Εθνικής.
Η απαξίωση των πρωταθλημάτων, η έλλειψη ουσιαστικής παραγωγικής διαδικασίας, η απόσταση ανάμεσα στους προπονητές των ελληνικών ομάδων και του εκάστοτε Ομοσπονδιακού, η ανυπαρξία κεντρικού σχεδιασμού, ήταν ακόμα πιο βαθιά αίτια της κρίσης.
Μια διοίκηση που έχει διαλύσει όλα τα λεγόμενα «μικρά» (με μεγάλη αξία) πρωταθλήματα, που έχει ξεχάσει εντελώς το γυναικείο μπάσκετ, που έχει μετατρέψει την ελληνική διαιτησία στον πιο αδύναμο κρίκο του σπορ, για χρόνια επιβίωνε με ένα τρυκ: Την οικειοποίηση των επιτυχιών της Εθνικής ομάδας. Κι επειδή πάντα τα λεφτά που δίνεις για να αγοράσεις έναν δημοσιογραφικό στρατό πιάνουν τόπο, ο Βασιλακόπουλος ήταν ο στρατηλάτης των επιτυχιών και στις αποτυχίες φταίνε όλοι οι άλλοι.
Η αλήθεια είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Ελάχιστη συμμετοχή είχε στις επιτυχίες (δεν ήθελε να παίξει ως Έλληνας ο Γκάλης, δεν μιλούσε με τον προπονητή Γιαννάκη, δεν είχε ποτέ την αποδοχή των διεθνών) και το μέγιστο μερίδιο ευθύνης στις αποτυχίες. Κυρίως γιατί χώρισε (με τη στάση και τη δράση του) τους διεθνείς σε «ομαδικά στρατόπεδα». Διχαστικός από την πρώτη στιγμή, που βρέθηκε στην ΕΟΚ, είναι ο άνθρωπος που ακόμα κι αν ήταν «παρών» όταν γέμιζε η καρδάρα με το γάλα, την κλότσησε ουκ ολίγες φορές…