Η Ελλάδα «πάγωσε» το χρόνο και μοιάζει να ζει ξανά την τιμημένη δεκαετία της dance, των 7/7 ανοιχτών μπουζουκλερί, του «Σκοπιανού» και των ριάλιτι. Ε, πώς να μη βρίσκεται 20τόσα χρόνια πίσω και το ποδόσφαιρό της, λοιπόν;
Και που λέτε, βολτάρω FB, Twitter, σάιτς κ.λπ, από προχθές και μένω άναυδος. Συλλαλητήρια για την ονομασία της FYROM, κεντρικό πρόσωπο στο όλο θέμα στρατηγός τις, μέγας υπερασπιστής του κάθε τι ελληνικού, ο οποίος δηλώνει προφορικά «δεν είμαι ριψάσπις» – αντί ρίψασπις…- γκρίνια για την ΕΡΤ ενώ όλοι έκαναν την πάπια, παπάδες χρυσοστολισμένοι να παρεμβαίνουν ολούθε σε αυτό το ζήτημα (όπως και σε κάθε άλλο, άλλωστε), ριάλιτι με καλοσμιλεμένα μπούτια, βυζιά, γλουτούς ,θωρακικούς και τραπεζοειδείς, γελοία σίριαλ που «αντιπαλεύουν» αυτά και άλλα ριάλιτι, έτεροι πατριώται να την πέφτουν σε σχολεία όπου ξεκίνησε πρόγραμμα να διδάσκεται η αλβανική γλώσσα σε παιδιά με τέτοια καταγωγή αλλά γεννημένα και μεγαλωμένα εδώ, η ΑΕΚ να είναι του Μελισσανίδη και ο… Ολυμπιακός να διαμαρτύρεται προκαταβολικά για τον διαιτητή ενός ντέρμπι μαζί της, σίγουρος ότι θα υποστεί κουρά εν χρω…
Δηλαδή, μιλάμε, αν δεν τα έβλεπα όλα αυτά στο ιντερνέ αυτό καθαυτό κι αν μόλις σήκωνα το κεφάλι μου δεν έβλεπα είτε τουρκικά σίριαλ παντού είτε ειδήσεις να μιλάνε για «ευρώ» και όχι για «δραχμή», θα ήμουν βέβαιος ότι ο χρόνος γύρισε πίσω τουλάχιστον δυο δεκαετίες.
Φυσικά, για να λέμε την αλήθεια, για πολλούς λόγους και από πολλές πλευρές (που όμως δεν είναι της παρούσης), καθόλου δε θα με χάλαγε προσωπικά να έχουμε όντως γυρίσει στα ‘90ς. Αν μη τι άλλο, τότε είχαμε το άλλοθι ότι «δεν ξέραμε» που θα έβγαζαν όλα αυτά. Κι όσο δεν ξέραμε, απολαμβάναμε (ή κράζαμε αλύπητα, ανάλογα με τα γούστα του καθείς) με ελαφρότητα και χωρίς ενοχές τη νεοπλουτίλα και το καρακιτσαριό της εποχής.
Με το χρήμα να εμφανίζεται ως δια μαγείας στις τσέπες μας, με τις… μπουτίκ μπουζουκιών ανοιχτές εφτά μέρες τη βδομάδα και σε πρώτο τραπέζι πίστα το μισό υπουργικό συμβούλιο της ΠΑΣΟΚαρίας, με τη dance και την electronica να ηχορυπαίνουν απροειδοποίητα, μαύρα μεσάνυχτα και ως το πρωί οκτώ οικοδομικά τετράγωνα μέσα από μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη, με τα rave parties –κυριολεκτικά- στα χωράφια να δίνουν και να παίρνουν και να οδηγούν μέχρι και στο θρυλικό τηλεοπτικό «σούπερ» «Μάνα ρέηβερ -τώρα», γενικώς, με όλα εκείνα τα γραφικά…
Το κακό όμως δεν είναι μόνο ότι σήμερα ξέρουμε. Και ότι, εφόσον ξέρουμε, δεν μπορούμε παρά να κουνάμε το κεφάλι σε ύφος «στερνή μου γνώση» για εκείνη τη δεκαετία που υπονόμευσε την Ελλάδα σχεδόν σε κάθε επίπεδο. Το κακό είναι ότι και αμετανόητοι να παραμείνουμε εμείς (κι απ’ όσο βλέπω, εν πολλοίς αυτό κάνουμε), σε όποιο επίπεδο κι αν το επιλέξουμε, τα πράγματα παντού αλλού γύρω μας δε βρίσκονται στη δεκαετία του 1990. Βρίσκονται δυο χρόνια πριν από το 2020.
Σ’ αυτά τα χρόνια που πέρασαν, το Σκοπιανό λύθηκε, δυστυχώς για εμάς, de facto για τους γείτονες. Για τα δύο τρίτα του πλανήτη (όχι… erga omnes, ίσως, για να πούμε και μια φράση του συρμού, αλλά στην πράξη), ονομάζονται όπως ονομάζονται. Και όσα συλλαλητήρια κι αν γίνουν εδώ, όσοι παπάδες κι αν πουν ό,τι θέλουν, όσοι κι αν ξαναχτίσουν πολιτικές ή άλλες καριέρες πατώντας πάνω στο θέμα, αυτό δεν αλλάζει.
Όπως δεν αλλάζει το δημογραφικό προφίλ της χώρας, η οικονομική κατάσταση των περισσότερων από εμάς, το γεγονός ότι οι μπουζουκλερί ανοίγουν τρεις μέρες τη βδομάδα και ότι η rave πέθανε (φυσικά, ελπίζω και εύχομαι ο παροιμιώδης ρέβηερ γιος και η δόλια μάνα του να ζουν, να είναι μια χαρά και να μακροημερεύσουν).
Φευ και στο ποδόσφαιρο άλλαξαν πολλά στις δεκαετίες που παρήλθαν από τότε. Σε χώρες που θα έπρεπε να αποτελούν το σχετικό υπόδειγμα, με μπούσουλα την επιτυχία του Τσάμπιονς Λιγκ (που κι αυτό, μέσα δεκαετίας του ’90 ήρθε στη ζωή μας), το παιχνίδι έγινε αθλητικό θέαμα πρώτης γραμμής, με τζίρο δισεκατομμυρίων.
Κι επειδή κανένα αθλητικό θέαμα δεν μπορεί να διεξάγεται υπό τη σκιά μιας παγιωμένης, διάχυτης καχυποψίας (σ.σ.: ο ιππόδρομος δεν είναι αθλητικό θέαμα, διότι η ιππασία είναι εξαιρετικό σπορ, αλλά μόνο… για το άλογο, όπως έλεγε και ένας από τους δασκάλους μου στη δουλειά, ο Μάκης Τσουλέας), πολύ δραστικά μέτρα λήφθηκαν προκειμένου να απαλλαγεί, κατά το δυνατόν, από τέτοιες σκιές.
Σε αρκετές χώρες αναδείχθηκαν σκάνδαλα στημένων αγώνων με πιασμένους παίκτες και διαιτητές. Παράγοντες πήγαν φυλακή και τίτλοι άλλαξαν χέρια. Και το στοίχημα που παγκοσμιοποιήθηκε μέσω ίντερνετ, προκάλεσε σχετικά προβλήματα. Αλλά και αντίστοιχες πρωτοβουλίες για να αντιμετωπιστούν. Και η ελευθερία στη διακίνηση οικονομικών κεφαλαίων –συχνά μέσω της η εισβολής «εξωτικών» επενδυτών- προβλημάτισε, αλλά και αυτή αντιμετωπίστηκε… Και πολλά άλλα…
Γενικώς, όπου υπήρξε σοβαρό κράτος που να επιβάλει σθεναρά ένα αντιστοίχως σοβαρό θεσμικό πλαίσιο, οι δεκαετίες… προχώρησαν κανονικά. Οι όποιες νέες προκλήσεις έφεραν οι καιροί, η πρόοδος της τεχνολογίας, η αλλαγή στο παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό σκηνικό και ούτω καθεξής, έγινε σοβαρή και συστηματική προσπάθεια να απαντηθούν. Και εν πολλοίς, απαντήθηκαν. Όχι απόλυτα, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό. Αλλά σίγουρα ως το βαθμό εκείνο που να επιτρέπει στο παιχνίδι να διατηρεί ένα σχετικά υψηλό στάτους αξιοπιστίας και ενδιαφέροντος ως προς την αυθεντικότητα και τη διαφάνειά του.
Στην ποδοσφαιρική Ελλάδα, όπως αντιλαμβάνεστε, θα ήταν, λοιπόν, αδύνατον το 2018 να μην είναι πιο κοντά στο… 1997 απ’ ότι στο 2019. Για να είχε συμβεί αυτό θα έπρεπε, εν τω μεταξύ, να έχει προκύψει από τα 90ς έως σήμερα ένα σοβαρό κράτος που να έχει επιβάλει σθεναρά ένα αντιστοίχως σοβαρό θεσμικό πλαίσιο. Και εδώ, μπορούμε να γελάσουμε ελεύθερα με την καρδιά μας. Τέτοια ανέκδοτα, σπανίζουν.
Ας ασχοληθούμε λοιπόν απολογιστικά με τους διαιτητές του περασμένου Σαββατοκύριακου, προκαταβολικά από χθες με τον αυριανό κι αυτούς του επόμενου Σαββατοκύριακου και ας μη γκρινιάζουμε. Όπως το «Μακεδονικό» είναι ένα ζήτημα που η δική μας ανυπαρξία επέτρεψε επί 25 χρόνια να παραμείνει πρόβλημα… μόνο για μας, για κάνα Μητροπολίτη και μερικούς άλλους που δεν είναι… ριψάσπες –sic- έτσι και το «ελληνικό ποδόσφαιρο» έχει παραμείνει κάτι που μόνο εμείς αποκαλούμε τέτοιο. Ποδόσφαιρο. Για πάνω από τα δύο τρίτα του πλανήτη είναι de facto και… erga omnes, «ένα παιχνίδι με διαιτητές που παίζεται στην Ελλάδα». Αυτό.
(Το χειρότερο; Δε βλέπω να διοργανώνεται και κάνα… συλλαλητήριο σχετικώς. Να βρεθεί λύση, ρε αδερφέ…)