«Ποιος να σκεφτεί ότι θα ήταν αυτή η τελευταία αγκαλιά τους στο κινητό μου; 6.2.2020», έγραψε στη λεζάντα της φωτογραφίας η σύζυγος του αξέχαστου ηθοποιού Αλίκη Κατσαβού - Η ιστορία του ηθοποιού που αποτέλεσε το απόλυτο σύμβολο του αυθόρμητου γέλιου, του έρωτα και μιας έντιμης ντόλτσε βίτα.
Ο Κώστας Βουτσάς έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές μέρες γεμίζοντας με θλίψη την οικογένειά του αλλά και τους δικούς του ανθρώπους.
Η σύζυγός του Αλίκη Κατσαβού θέλοντας να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του αγαπημένου ηθοποιού ανέβασε πριν από μερικές ώρες στον λογαριασμό της στο Instagram μια πολύ όμορφη φωτογραφία με τους δύο άνδρες της ζωής της, τον Κώστα Βουτσά και τον μικρό Φοίβο.
«Ποιος να σκεφτεί ότι θα ήταν αυτή η #τελευταία_αγκαλια τους στο κινητό μου; ? 6.2.2020», έγραψε χαρακτηριστικά στη λεζάντα που συνόδεψε τη φωτογραφία η Αλίκη Κατσαβού.
Υπενθυμίζουμε πως ο Κώστας Βουτσάς έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα τις περασμένης Τετάρτης στην ΜΕΘ του νοσοκομείου «Αττικόν», όπου νοσηλευόταν για μέρες με λοίμωξη του αναπνευστικού.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
70 χρόνια εραστής των γυναικών και της τέχνης
Λαϊκό παιδί, ωραίος τύπος, προσγειωμένος άνθρωπος, ο σπουδαίος ηθοποιός που λάτρεψαν γενιές και γενιές στο πανί, στο γυαλί, στο πάλκο, πάλεψε παλικαρίσια, όπως σε όλη του τη ζωή. Αυτή τη φορά, ωστόσο, στην έσχατη μάχη δεν κατάφερε να βγει νικητής. Ο Κώστας Βουτσάς, από τους πιο καταξιωμένους Ελληνες κωμικούς και από τους πιο ευγενικούς και τρυφερούς ανθρώπους, έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια. Άφσε πίσω του μια 70χρονη καλλιτεχνική ζωή γεμάτη μοναδικές στιγμές, ευχάριστες αναμνήσεις και σπαρταριστό γέλιο. Περισσότερο, όμως, κληροδοτεί μια παρακαταθήκη θετικής ενέργειας, πάθους για τη ζωή, μνημειώδους αισιοδοξίας και απαράμιλλου ήθους.
Θεσσαλονίκη, αρχές Οκτωβρίου 1984. Η πόλη ζει στον ρυθμό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Ενα από αυτά τα νοτισμένα στην υγρασία του Θερμαϊκού βράδια, στο θρυλικό Καφέ «Ντορέ», επικρατεί συνωστισμός γύρω από τραπέζια γεμάτα μακαρονάδες, σούπες και τασάκια. Μια νέα φουρνιά διανοούμενων, σκηνοθετών, ηθοποιών, τεχνικών και κριτικών του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και κάμποσοι φοιτητές, σχεδόν αυτοσαγηνεύονται από τον αισθησιασμό των υπαινικτικών επιχειρημάτων και των επιδέξιων λεκτικών παιχνιδιών τους γύρω από την κινηματογραφική τέχνη. Αρκετοί σνομπάρουν δεικτικά το εγχώριο παλιό εμπορικό σινεμά και τους ευρύτατης λαϊκής απήχησης πρωταγωνιστές του, λες και μεγάλωσαν βλέποντας μόνο Λουί Μαλ και Φρανσουά Τριφό. Ασε που ανατριχιάζουν περιφρονητικά στο άκουσμα της λέξης «βιντεοκασέτα». Στο βάθος της αίθουσας κάθεται ο υπερεμπορικός, μεγάλος σταρ, με ανθεκτική διάρκεια στην υπηρεσία της τέχνης του, 53χρονος τότε, Κώστας Βουτσάς. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, όπως σε όλη του τη ζωή άλλωστε, είναι μαζεμένος κάπως μέσα στο σακάκι του -«το άσθμα, βλέπεις, τα καταραμένα βρογχικά από τη φτώχεια, την πείνα και τις κακουχίες στα νιάτα μου», λέει-, ενώ ούτε καν προσποιείται πως θέλει να αιχμαλωτίσει το αυτί των συνδαιτυμόνων και ακροατών του. Αμεσος, ειλικρινής, ευγενικός, οικείος, ανοιχτός και προσιτός στις προσεγγίσεις με αγνώστους πολύ πριν ανακαλυφθούν οι σέλφι. Ενας ακομπλεξάριστος τύπος που γίνεται ένα με τον καθένα, χαρίζει γενναιόδωρα χιούμορ και εφηβικό κέφι για τη ζωή. Ταυτόχρονα, σαν θερμόαιμος «ξυπόλητος πρίγκηψ» ρίχνει κάθε τόσο μια ματιά με τα τσαχπίνικα πράσινα μάτια του σε όποια κομψή γυναικεία παρουσία που, στο στυλ της εποχής με κολάν, βάτες και ξασμένο μαλλί μπαίνει στο ιστορικό στέκι πλάι στον Λευκό Πύργο.
Είναι η χρονιά που πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ο έρωτας του Οδυσσέα», του σκηνοθέτη Βασίλη Βαφέα, ερμηνεύοντας έναν απαιτητικό ρόλο με τον οποίο ξεφεύγει από τη δαλιανίδεια τυποποίηση των προηγούμενων δεκαετιών. Διόλου αυτοαναφορικός, δεν σχολιάζει καθόλου την ταινία στην οποία παίζει, αλλά κουβεντιάζει αμερόληπτα, έχοντας πάντα έναν καλό λόγο για τις ταινίες των άλλων που συμμετέχουν στο φεστιβάλ, τους σκηνοθέτες Νίκο Περάκη και Χρίστο Σιοπαχά, τον ηθοποιό Νίκο Καλογερόπουλο. Παράλληλα, όταν αφήνει στην άκρη τα καλαμπούρια, ξεδιπλώνει τεκμηριωμένα τις απόψεις του για την πολιτική, την τέχνη του, την κοινωνία. Ο Κώστας Βουτσάς είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, σπουδαγμένος στα σχολεία της ζωής, ένας αθόρυβα ενεργός πολίτης που δεν χρειάζεται εξωραϊσμούς, αισθητικά άλλοθι και επιμελημένες μεταμφιέσεις της γνησιότητάς του. Εχει ήδη εδώ και πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα σφραγίσει όλους τους ρόλους που έχει υποδυθεί με πληθωρικά παιγνιώδεις, άμεσα μπριόζικες και φυσικές ερμηνείες.
«Κααατίνα, σαλαμάκι!»
Εχει καταγραφεί στη μεγάλη οθόνη ως ο τεντιμπόης Μπίσμπιρας στον «Κατήφορο» και ως ο κατά συρροήν μετεξεταστέος του Γυμνασίου Ρένος Καρανίκας στην ταινία «Νόμος 4000». Εχει χαρίσει ατέλειωτα γέλια σε ρόλους που προκάλεσαν πανζουρλισμό, με ατάκες που έχουν αφήσει εποχή στις αίθουσες, σαν τις «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;», «Κααατίνα, σαλαμάκι!», «φσσσστ μπόινγκ» στο μιούζικαλ «Κάτι να καίει», «αψού! γείτσες! …στώ!» στην ταινία «Κορίτσια για φίλημα». Ασπρόμαυρος ή χρωματιστός στο πανί, αλλά πάντα χαρισματικός, με το αμίμητο υφολογικό του στυλ έχει δώσει σχήμα στους ερμηνευτικούς κώδικες της κωμωδίας και στο τάιμινγκ της φάρσας, κερδίζοντας μαζική αποδοχή από το κοινό που τον βλέπει σαν τον δικό του φιλαράκο της διπλανής πόρτας. Ετσι ακριβώς τον αντιμετωπίζουν εκείνο το γεμάτο υγρασία βράδυ στο «Ντορέ». Οχι απλώς σαν εγγύηση γέλιου, αλλά ως έναν ολοζώντανο, δραστήριο και αυθεντικό άνθρωπο που βιώνει την παρουσία του σε εκείνο το Φεστιβάλ Κινηματογράφου σχεδόν σαν αποκαλυπτική εμπειρία. Τελικά κερδίζει με το σπαθί του και για τον «Οδυσσέα» του, εκείνες τις μέρες το Ειδικό Βραβείο Ερμηνείας, στην πόλη που μεγάλωσε, τη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, από την οποία όταν έφυγε νεαρός, στον σταθμό του τρένου για την Αθήνα άρπαξε μια πέτρα που είχε γίνει μαύρη από τα λάδια της ατμομηχανής και την πέταξε μακριά. Εριξε, έτσι, συμβολικά, μαύρη πέτρα πίσω του για να μη γυρίσει εκεί ξανά όπως έφυγε, ανώνυμος και μπατίρης.
Πρόσφυγες στα λατομεία Υμηττού
Γεννημένος στην Αθήνα από πατέρα Θρακιώτη και μητέρα Κεφαλονίτισσα, πέρασε στερημένα παιδικά χρόνια. Οι γονείς του πατέρα του ήταν πρόσφυγες από τους Επιβάτες, την παραλιακή κωμόπολη της Σηλυβρίας στην Ανατολική Θράκη. Μετά τον ξεριζωμό του 1922 εγκαταστάθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό του Κοπανά, στα σύνορα του Βύρωνα με τον Υμηττό, γύρω από τα λατομεία. Εκεί αντίκρισε το πρώτο φως του κόσμου ο μικρός Κώστας. Τον βάφτισαν με αυτό το όνομα στη μνήμη του μεγαλύτερου αδελφού του, Κώστα, ή χαϊδευτικά Κώτσου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 6 του χρόνια από δάγκειο πυρετό. Η οικογένεια Σαββοπούλου -όπως είναι το πραγματικό επίθετο του Κώστα Βουτσά- τα ’φερνε πολύ δύσκολα βόλτα, μένοντας σε ένα μικρομάγαζο στον Βύρωνα, έναν παγωμένο ενιαίο χώρο με μια μικρή τουαλέτα, της οποίας την πρόσοψη κάλυπταν με χαρτόνια. Λες και δεν τους έφτανε η φτώχεια, ο εργάτης και κομμουνιστής πατέρας του αντιμετώπιζε, λόγω των ιδεολογικών του πεποιθήσεων, αφόρητες διώξεις. Είδαν κι απόειδαν οι άνθρωποι, τα μάζεψαν κι έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη, με την ελπίδα για μια νέα αρχή με λίγη περισσότερη τύχη. Ο Κώστας ήταν μόλις 4 ετών και λίγο μεγαλύτερος ο αδελφός του Αριστείδης όταν εγκαταστάθηκαν σε ένα ταπεινό υπόγειο διαμερισματάκι στην πλατεία Δικαστηρίων στη συμπρωτεύουσα. Ο πατέρας του δούλευε ως οδοποιός στις ασφαλτοστρώσεις της πόλης, αλλά και πάλι τα οικονομικά της οικογένειας, στην οποία προστέθηκε και η μικρή κόρη Ελενίτσα, παρέμεναν πενιχρά. Αναγκαστικά τα ανήλικα αγόρια βγήκαν στη βιοπάλη για να συμπληρωθεί το οικογενειακό εισόδημα.
Στη Θεσσαλονίκη με κασελάκι και τσιγάρα
Ο μικρός Κώστας, στα 9 του χρόνια, ζώστηκε το κασελάκι και βγήκε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης πουλώντας τσιγάρα. Η ανάγκη τον οδήγησε να σκαρφίζεται διάφορα τεχνάσματα -μέχρι και τον αβανταδόρο στους παπατζήδες έκανε- για την επιβίωση. Εκεί διδάχτηκε ένα πρώτο μάθημα ζωής. Χρόνια αργότερα, πετυχημένος και δημοφιλής πια, εκμυστηρευόταν: «Οταν έχεις ζήσει τη φτώχεια, το πρώτο που μαθαίνεις είναι ο εαυτός σου. Και δεν ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι. Ποιος είσαι πραγματικά. Οχι ποιος νομίζεις ότι είσαι. Οταν άρχισα να βγάζω πολλά χρήματα και να γίνομαι γνωστός, κοιταζόμουν στον καθρέφτη και ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν, ένιωθα λες και κουβαλάω ακόμα το κασελάκι μου στη Θεσσαλονίκη». Του έμελλε σε τρυφερή ηλικία, κοντά στην ανέχεια να προστεθούν οι στερήσεις, οι βομβαρδισμοί, οι διώξεις, οι εκτελέσεις των πέτρινων χρόνων της ναζιστικής κατοχής. Με τον πατέρα του στην ΕΑΜική αντίσταση, μαζί με τον αδελφό του οργανώθηκαν στα Αετόπουλα της ΕΠΟΝ. Παράλληλα με τις μικροδουλειές στα πεζοδρόμια ανέλαβε να μοιράζει τις αυτοσχέδιες προκηρύξεις που έφτιαχνε ο πατέρας του. Με μια παρέα γαβριάδες ανέβαινε στον εξώστη των κινηματογράφων και τις σκόρπιζε από ψηλά μέχρι αυτές να προσγειωθούν στα κεφάλια του φιλοθεάμονος κοινού. Κατέβαιναν μετά τρέχοντας να διαφύγουν με ελιγμούς από τα κυνηγητά και όσοι δεν προλάβαιναν μπούκαραν στην πλατεία και παρίσταναν τους αμέριμνους θεατές. Εκεί θα έπαιρνε ένα ακόμη μάθημα ζωής. Θα γνώριζε το ρίσκο, η ανάληψη του οποίου συμπτωματικά τότε συγγένευε με τον χώρο που βρισκόταν το πανί της μεγάλης οθόνης. Το οπτικό μέσο στο οποίο αργότερα θα μεγαλουργούσε.
Αυτοσχέδιο θεατρικό μεθύσι στην κατασκήνωση της Μηχανιώνας
Μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο, έφηβος πια, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Εκανε πρωταθλητισμό στην ταχύτητα και το άλμα εις μήκος στον Βυζαντινό Αθλητικό Σύλλογο της Θεσσαλονίκης. Το σαράκι, όμως, της ηθοποιίας είχε φωλιάσει μέσα του από τότε που σε μια κατασκήνωση στη Μηχανιώνα υποδύθηκε σε ένα θεατρικό σκετσάκι τον μεθυσμένο, από πίκα για ένα άλλο παιδί που ερμήνευε άθλια τον ρόλο. Λύγισαν από τα γέλια οι λιγοστοί θεατές που παρακολούθησαν την παράσταση με το αυτοσχέδιο σκέρτσο του Κώστα. Κέρδισε το χειροκρότημα του κοινού και αυτό ήταν. Γράφτηκε στη Δραματική Σχολή Τριανταφυλλίδη «Μακεδονικό Ωδείο» της Θεσσαλονίκης, η οποία δεν ήταν επισήμως αναγνωρισμένη. Του αρκούσε, όμως, ότι κοντά στη γνώση της υποκριτικής φοιτούσαν τα πιο όμορφα, φιλάρεσκα ή ψωνισμένα κορίτσια της πόλης. Εξυπνο παιδί στο να ιχνηλατεί ευκαιρίες, δεν θα έχανε το πλεονέκτημα να βρίσκεται κοντά τους. Εξάλλου για τον ίδιο οι γυναίκες δεν ήταν πάθος αλλά αποστολή, όπως αφοπλιστικά εξομολογούνταν κατά καιρούς, λέγοντας γεμάτος υπερηφάνεια: «Η γυναίκα διευθύνει τον κόσμο, όχι οι άνδρες».
Απόλυτος καρδιοκατακτητής
Πιστοποίησε τις πεποιθήσεις του ως καρδιοκατακτητής, διεκδικώντας την αγκαλιά τους, χωρίς να λογαριάζει τύπους, συμβάσεις και σχόλια. Ερωτεύτηκε εξαντλητικά μετά βασάνων, μαρτυρίων και δακρύων, ενώ από το κρεβάτι του πέρασαν, όπως ισχυριζόταν χωρίς κανέναν κομπασμό, περισσότερες από εκατό γυναίκες. Τελικά παντρεύτηκε τέσσερις φορές. «Το ελιξίριο της νεότητάς μου», τόνιζε σε κάθε ευκαιρία όταν είχε ήδη διαβεί ηλικιακά την 8η δεκαετία, «είναι η δουλειά και οι γυναίκες της ζωής μου». Με την πρώτη του σύζυγο, την Ερικα Μπρόγερ, απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα. Αλλες δύο κόρες, τη Θεοδώρα και τη Νικολέτα, απέκτησε στον δεύτερο γάμο του με τη Θεανώ Παπασπύρου. Από τον γάμο του με την Εύη Καραγιάννη δεν απέκτησε παιδιά, αλλά μεγάλωσε σαν δικό του παιδί τον γιο της συζύγου του από προηγούμενο γάμο της, τον γνωστό σήμερα ηθοποιό Ανθιμο Ανανιάδη. Τέσσερα χρόνια ακριβώς πριν, ένα μεσημέρι του Σαββάτου 27 Φεβρουαρίου 2016, στα 85 του χρόνια ντύθηκε για τέταρτη φορά γαμπρός και ανέβηκε τα σκαλιά του Δημαρχείου Αθηνών με την κατά 39 χρόνια νεότερη αγαπημένη του Αλίκη Κατσαβού. Ο γάμος τους έγινε από τον δήμαρχο Γιώργο Καμίνη με μάρτυρες-κουμπάρες τη Μάρθα Καραγιάννη και την Ντόρα Ντούμα. Πέντε μήνες αργότερα το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον Φοίβο. Οπως σε όλες τις γέννες των παιδιών του, ο ηθοποιός ήταν μέσα στην αίθουσα τοκετού για να αγκαλιάσει πρώτος το νεογέννητο. Ο Κώστας Βουτσάς υπήρξε ανέκαθεν ένας αθεράπευτα αισιόδοξος άνθρωπος που αψηφούσε σχεδόν ποιητικά τον πανδαμάτορα χρόνο και τη φθαρτότητα της ύλης.
Με τα θεατρικά μπουλούκια
Σεμνός όμως και ντροπαλός απέναντι στην οικογένειά του εκείνα τα χρόνια της νιότης του, έκρυβε από τον πατέρα του -που μόλις είχε επιστρέψει από την εξορία και δούλευε πάλι- ότι ήθελε να γίνει θεατρίνος. Του ζητούσε δειλά κάθε βδομάδα ένα μικρό χαρτζιλίκι – όσα έβγαζε πουλώντας χύμα κάρβουνα τα κατέθετε στον οικογενειακό κορβανά- δήθεν για να κουρευτεί. Επαιρνε ένα ψαλίδι και έκοβε άτσαλα τα μαλλιά του, αλλά με τα χρήματα συμπλήρωνε τα δίδακτρα της σχολής. Οταν το έμαθε ο πατέρας του, λίγο έλειψε να τον σκοτώσει, αλλά ο ίδιος είχε πλέον χαράξει το μονοπάτι των ονείρων του. Αποφοίτησε το 1952. Πήγε φαντάρος και αμέσως εντάχθηκε στα θεατρικά μπουλούκια που περιόδευαν στην επαρχία. Γνώρισε ταλαιπωρίες, ελλείψεις και κακουχίες σε αυτές τις καλλιτεχνικές περιπλανήσεις, ανεβάζοντας κάθε μέρα κι άλλο έργο σε αυλές ερειπωμένων σχολείων, σιλό στρατοπέδων, αποπνικτικά καφενεία με ομάδες καταδικασμένες να διαλυθούν στην πρώτη αποτυχία. Αλλά μαζί τους πήρε ένα επιπλέον μάθημα. Στα μπουλούκια έμαθε τι πάει να πει θέατρο, υπομονή, αυτοκυριαρχία, γνώρισε την αυλαία, την υπόκλιση, το χειροκρότημα ή την αποδοκιμασία. Εκεί συνειδητοποίησε τι θα πει ηθοποιός, θεατρίνος χωρίς βεντετισμούς και διογκωμένο «εγώ» μέσα στην κοινότητα μιας ομάδας.
Στη δίχρονη θητεία του σε αυτό το σχολείο του θεατρικού σανιδιού εξέλιξε το έμφυτο χάρισμά του στον αυτοσχεδιασμό, στον συγχρονισμό, στην πρίμα βίστα ανάγνωση ενός κειμένου για να ζωντανέψει έναν χαρακτήρα. Και ένιωθε αληθινή αγαλλίαση όταν έξω από τις παγωμένες αποθήκες και τα γλιτσερά πανδοχεία που κατέλυε το μπουλούκι, όπου το χωνί διαλαλούσε στα χωριά «απόψε στην παράσταση οι γελοίοι Νικήτας Πλατής, Κώστας Δούκας και Κώστας Σαββόπουλος!». Τότε που «γελοίος» σήμαινε απλώς αστείος. Ούτε φανταζόταν τότε ο νεαρός Σαββόπουλος -που άλλαξε το επώνυμό του σε Βουτσάς από το παρατσούκλι του βαρελοποιού παππού του, όταν τα βαρέλια τα έλεγαν βουτσιά, ότι κάποτε θα γέμιζε ασφυκτικά τα θέατρα, θα έσπαγε ταμεία στους κινηματογράφους και θα κόντευε να γκρεμίσει την Επίδαυρο από κοσμοσυρροή στις παραστάσεις κωμωδιών του Αριστοφάνη τις οποίες εγκωμίασαν οι επώνυμοι και πιο απαιτητικοί κριτικοί. Λογικά και δεν διανοούνταν εκείνα τα φεγγάρια ότι από φτωχαδάκι θα έφτανε να αμείβεται πλουσιοπάροχα, αποτελώντας το ένα σκέλος εκ των χρυσοφόρων τριών «Β» της Φίνος Φιλμ: Βουγιουκλάκη, Βλαχοπούλου, Βουτσάς.
Με την Κίτσα που έγινε Μαρινέλλα
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή έγινε στο παρατημένο και σε άθλια κατάσταση «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης» με το έργο «Ανθος του γιαλού». Εκεί τον ξεχώρισε η έμπειρη πρωταγωνίστρια του μουσικού θεάτρου Καλή Καλό, κατά κόσμον Καλλιόπη Δαμβέργη, η οποία εξαιτίας της ένταξής της στο ΚΚΕ είχε παλιότερα συλληφθεί και εκτοπιστεί στην Ικαρία. Τον Κώστα τον επέλεξε για το διαβολεμένο κέφι του στη σκηνή, τις εντυπωσιακές χορευτικές φιγούρες του και τα άλματά του σχεδόν μέχρι το ταβάνι του θεάτρου. Μαζί του, επειδή ο Κώστας ήταν σχετικά φάλτσος, διάλεξε και την καλλίφωνη νεαρή Κίτσα Παπαδοπούλου, η οποία αργότερα θα γινόταν γνωστή ως Μαρινέλλα. Τους πρότεινε να τους κατεβάσει στην Αθήνα με συμβόλαιο για θεατρικές παραστάσεις, η Μαρινέλλα, όμως, είχε πάρει τον δρόμο για το μουσικό πάλκο στο πλευρό του Καζαντζίδη, ενώ ο πάντα σε εγρήγορση και φιλόδοξος Κώστας Βουτσάς ανέβηκε μεμιάς στο τρένο, μη πιστεύοντας στο λαχείο που του έτυχε ξαφνικά, στον σταθμό Λαρίσης για το κοντινό θέατρο «Περοκέ» για να εμφανιστεί στην επιθεώρηση «Πάρε κόσμε». Εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα το μακρινό 1958 και βίωσε μέρες παρόμοιες των νεανικών του χρόνων, γεμάτες πείνα και αφραγκία. Ηταν και στα μέλια με τη Στέλλα Στρατηγού προτού πέσει με ζήλο στην καψούρα με τη Σπεράντζα Βρανά, ενώ δεν είχε λεφτά για νοίκι, πόσο μάλλον για φαγητό. Κι από πάνω η επιτροπή αδειοδότησης για την άσκηση επαγγέλματος τον απέρριπτε κατ’ επανάληψη ως ακατάλληλο για ηθοποιό, προτρέποντάς τον να γίνει κλητήρας σε τράπεζα. Δεν απογοητεύτηκε, δεν υπέκυψε, δεν συμβιβάστηκε, δεν ξεφτιλίστηκε με παρακάλια. Ηταν ένα ακόμη μάθημα ζωής που πήρε και το τήρησε ευλαβικά σε όλη του τη ζωή. Να πιστεύει στις δυνάμεις του και να μην εξαρτάται από κανέναν. Ηταν εκείνο το κασελάκι με τα τσιγάρα στη Θεσσαλονίκη που τον έσπρωχνε στα τελευταία προπύργια της αντοχής. Πίστευε με σθένος ότι η καθιέρωση και η αναγνώριση δεν θα αργούσαν. Χωρίς να υποχωρήσει στο ελάχιστο από τα πιστεύω του, έμεινε διά βίου προσηλωμένος στην ΑΕΚ, στο ΚΚΕ και αενάως λάτρης του γυναικείου φύλου.
Σταθμός η γνωριμία με τον Δαλιανίδη
Αρχισε σταδιακά να εμφανίζεται στο θέατρο «Ακροπόλ» και παράλληλα να παίρνει μικρούς ρόλους σε ταινίες. Σημαδιακό ρόλο στην καριέρα του έμελλε να παίξει ο παλιός του γνώριμος από τη Θεσσαλονίκη Γιάννης Δαλιανίδης, ένα υιοθετημένο παιδί που πήρε το όνομα της θετής του μητέρας και δούλευε ως χορευτής σε καμπαρέ. Με ευαισθησία, όραμα και πρωτοπόρες ιδέες, ο Δαλιανίδης ως σκηνοθέτης δεν δίσταζε να αναζητήσει ανθρώπους που θα ενσάρκωναν ερμηνευτικά τις καινοτομίες και τους πειραματισμούς του στη μεγάλη οθόνη. Ο Βουτσάς δεν ήταν ωραίος για ζεν πρεμιέ αλλά διέθετε ζωηράδα, χάρη και συνεργασιμότητα για κάτι παραπάνω από απλός καρατερίστας. Ηταν ικανός να διαβάσει διαγωνίως ένα σενάριο και να το αποδώσει ταχύτατα με αξιοθαύμαστη γλαφυρότητα και ακρίβεια. Ιδανικός για να ενσαρκώσει, στα 30 του, το ατίθασο σκανδαλιάρικο νιάτο των 60s, που γουστάρει κλαμπ, πάρτυ, ουίσκι, σέικ, γκόμενες, φλιπεράκια και πόκα, πάντα με μια πλακατζίδικη αλλά και συνάμα εύθραυστη ερμηνευτικά νότα, στο αφελές στυλ «ν’ ανοίξω ένα κλαμπάκι να γίνει τσ’ ανωμαλίας». Τον πρότεινε ο Δαλιανίδης και ο Φίνος με το αδιαμφισβήτητο εμπορικό του κριτήριο τον καλοδέχτηκε στα γραφεία της οδού Χίου στον Αγιο Παύλο ως τον άνθρωπο που υπολόγιζε ότι θα έφερνε εισιτήρια. Τον επιβεβαίωσε άμεσα και χωρίς πολύ κόπο είτε σε πρώτους είτε σε δεύτερους ρόλους. Στον επόμενο τόνο η συμμετοχή του Βουτσά σε μια σειρά από τεχνικολόρ αστραφτερές κωμωδίες του Δαλιανίδη, γυρισμένες σε κοσμοπολίτικα μέρη, με μια μουσικοχορευτική διάσταση που προσέγγιζε τη συνταγή του αμερικάνικου μιούζικαλ -αν και σήμερα φέρνουν περισσότερο στο Μπόλιγουντ παρά στο Χόλιγουντ- γέννησαν έναν λαμπερό αλλά ταυτόχρονα προσιτό στο κοινό σταρ.
Οταν τα βρόντηξε στον Φίνο
Δεν καβάλησε το καλάμι ο έντιμος Βουτσάς. Παρέμεινε ένα ευαίσθητος και αλληλέγγυος άνθρωπος. Τα βρόντηξε στον Φίνο επειδή δεν του άρεσε ο τρόπος που συμπεριφερόταν στον Κώστα Χατζηχρήστο την εποχή που ο σπουδαίος κωμικός είχε υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια. Ηταν η αφορμή για να αποδράσει από εκεί. Συναντήθηκε τότε κρυφά με τον παραγωγό Κώστα Καραγιάννη μέσα σε ένα Φιατάκι, σαν παράνομο ζευγάρι, όπου εκείνος του πρότεινε συμβόλαιο 350.000 για κάθε ταινία όταν ο Φίνος του έδινε 250.000 δραχμές. Απιαστα λεφτά για εκείνη την εποχή. Υπέγραψε, αλλά η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια και το αποτέλεσμα ήταν να γυρίζει ο Κώστας Βουτσάς ταινίες ταυτόχρονα και στον Φίνο και στην Καραγιάννης Καρατζόπουλος.
Στο μεταξύ ο κινηματογράφος έφθινε λόγω της επιθετικής προέλασης της μικρής οθόνης, η οποία είχε επιβληθεί επί δικτατορίας στην Ελλάδα, με τον Βουτσά, αν και ανοιχτά αντιχουντικό, να γίνεται με το ζόρι δεκτός στη μοναδική τότε κρατική τηλεόραση επειδή ήταν σταρ και να γράφει εκεί ένα τεράστιο σουξέ σε θεαματικότητες με τον «Ονειροπαρμένο». Το ένστικτο του παιδιού που πείνασε και στερήθηκε τον οδηγούσε πάντα στις σωστές επαγγελματικές επιλογές. Ακόμη κι όταν έκανε λάθη, κατάφερνε να επανέλθει χάρη στην αγάπη που έτρεφε στο πρόσωπό του το κοινό. Οταν το 1986 ανέβασε στο θέατρο «Γκλόρια» -μάλλον χωρίς πνευματικά δικαιώματα- τη διασκευασμένη και μεταφρασμένη στα ελληνικά παράσταση «Πούπσι», η οποία μετέφερε την αμερικάνικη κωμωδία «Τούτσι» σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Πόλακ, με πρωταγωνιστή τον Ντάστιν Χόφμαν, κόντεψε να καταστραφεί οικονομικά παρά τα κοντά 100.000 εισιτήρια που έκοψε στα ταμεία. Την επόμενη σεζόν με την παράσταση «Η γλυκιά Ούτσι» ρέφαρε με μια ερμηνευτική απόδοση εφάμιλλη, αν όχι καλύτερη, του Χόφμαν. Βαθμιαία ξεδίπλωσε το πηγαίο κωμικό του ταλέντο σε όλα τα θεατρικά είδη, όπως πρόζα, επιθεώρηση, μιούζικαλ, αρχαία κωμωδία, και ρίχτηκε σχεδόν με τα μούτρα στις βιντεοταινίες διαμηνύοντας σε όσους μουρμούριζαν ότι αυτές δεν αρμόζουν στο κύρος του, ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην Ιστορία.
Γενναίος και ονειροπόλος
Τα τελευταία χρόνια συνέχισε να δουλεύει ακατάπαυστα στο θέατρο σαν σταχανοβίτης εργάτης ταγμένος σε έναν ανώτερο σκοπό. Δεν ήθελε, πεισματικά, να εγκαταλείψει την τέχνη του και να θεωρηθεί σαν πνιγμένος ναυαγός της που ξεβράστηκε σε αφιλόξενη στεριά. Ωστόσο μετακόμισε από το σπίτι του στο Κολωνάκι, δυο βήματα από το θέατρο «Παλλάς», στο σπίτι του στη Μύκονο, όπου δεν έκανε πολλές εμφανίσεις, αλλά το σανίδι δεν το παράτησε. Αντιστεκόταν. Γενναίος αλλά και ονειροπόλος, επιχειρούσε να εστιάσει στο μέλλον εκπέμποντας ρωμαλέα κουράγιο στον εαυτό του και στους συνομηλίκους του. «Εφυγε» με μια ευλογημένη έξοδο προς τον ουρανό μετά από μια βαθιά υπόκλιση στο πλατύ κοινό τριών γενιών, στο οποίο μοίρασε απλόχερα κέφι, γέλιο, χαρά, αλλά και θάρρος, δύναμη και αποφασιστικότητα καθ’ όλη τη μακρόχρονη καριέρα του.
Δεν έμενε, σημαίνοντας με την αποχώρησή του ένα τέλος εποχής και τρόπου σκέψης, παρά να τον χειροκροτήσουν όλοι μέχρι να πονέσουν οι παλάμες τους. Γιατί απέναντι στην αναπόφευκτη θνητότητα αντέταξε με χαμόγελο το «να προσθέτεις ζωή στον χρόνο σου, όχι χρόνο στη ζωή σου».