Ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ συγκλονίζει με ένα κείμενο που δημοσίευσε, τονίζοντας ότι ο ρατσιστικός ιός είναι πιο θανατηφόρος από την πανδημία που περνάμε εδώ και μερικούς μήνες.
Ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ τοποθετήθηκε για τις φυλετικές διακρίσεις και τον ρατσισμό στις ΗΠΑ, με το κείμενο που δημοσιεύτηκε στους «Los Angeles Times» να αποτυπώνει ανάγλυφα τα συναισθήματα της αφροαμερικανικής κοινότητας.
Το συγκλονιστικό κείμενό του, που δημοσιεύθηκε το Σάββατο 30 Μαΐου, στέκεται «στον ρατσιστικό ιό που είναι πιο θανατηφόρος από τον κορωνοϊό» και καταλήγει με μια ευχή: «Αυτό που θέλω εγώ να δω είναι όχι η βιασύνη στην κρίση, αλλά η βιασύνη στη δικαιοσύνη».
Αναλυτικά όσα έγραψε ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ στους «Los Angeles Times»:
«Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή σου όταν είδες το video, όπου ένας λευκός άνδρας πατάει στον λαιμό με το γόνατο τον Τζορτζ Φλόιντ, ενώ αυτός φώναζε «δεν μπορώ να αναπνεύσω»;
Αν είσαι λευκός, πιθανότατα μουρμούρισες ένα τρομαγμένο «ω θεέ μου» ενώ κουνούσες το κεφάλι σου σε αυτή την απαράδεκτη αδικία. Αν είσαι μαύρος, πιθανότατα σηκώθηκες στα πόδια σου, έβρισες και ίσως είπες κάτι (σίγουρα ήθελες να πετάξεις κιόλας κάτι) ενώ φώναζες «όχι άλλες μαλ***». Τότε θυμάσαι τους δύο λευκούς φύλακες που κατηγορούνται για τη δολοφονία του Αχμάντ Άρμπερι ενώ περπατούσε στη γειτονιά του, τον Φεβρουάριο. Κι αν δεν έβγαινε στη δημοσιότητα το video πριν από μερικές εβδομάδες, θα την γλίτωναν.
Πώς αυτοί οι αστυνομικοί στη Μινεάπολις υποστηρίζουν ότι ο Τζορτζ Φλόιντ αντιστεκόταν στη σύλληψη, ενώ το video δείχνει το αντίθετο. Πώς ο αστυνομικός που πατούσε τον Τζορτζ Φλόιντ στον λαιμό δεν είναι ένα στερεότυπο εκνευρισμένου τύπου, αλλά ένας ορκισμένος αστυνομικός που δείχνει ήρεμος και στεναχωρημένος από αυτό: ενσαρκώνεται η εγκληματικότητα του κακού.
Ίσως σκέφτεσαι την Κάρεν στο Central Park, που κάλεσε την Αστυνομία υποστηρίζοντας ότι ο μαύρος άνδρας που της ζήτησε να βάλει λουρί στον σκύλο της, την απειλούσε. Ή ο μαύρος φοιτητής του Yale που ενώ κοιμόταν στο κοινό δωμάτιό του, καταγγέλθηκε από έναν λευκό φοιτητή. Γιατί συνειδητοποιείς πως δεν είναι απλά ένας «μαύρος εγκληματίας» αυτός που στοχοποιείται, αλλά όλο το φάσμα των μαύρων από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Yale.
Αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν θα πρέπει όλοι οι μαύροι πολίτες να φοράνε κάμερες στο κορμί τους, κι όχι οι αστυνομικοί.
Τι βλέπεις όταν αντικρίζεις εξαγριωμένους μαύρους διαδηλωτές να μαζεύονται έξω από τα αστυνομικά τμήματα με σηκωμένες γροθιές; Αν είσαι λευκός μπορεί να σκέφτεσαι «αυτό σίγουρα δεν είναι το social distancing». Μετά παρατηρείς ότι τα μαύρα πρόσωπα λεηλατούν τον «στόχο» και σκέφτεσαι «αυτό απλά πληγώνει τον σκοπό τους». Μετά βλέπει το αστυνομικό τμήμα να φλέγεται και κουνάς το δάχτυλό σου, λέγοντας «αυτό πηγαίνει πίσω όλο τον σκοπό».
Δεν είσαι λάθος, αλλά δεν είσαι ούτε και σωστός. Η μαύρη κοινότητα είναι συνηθισμένη στον θεσμικό ρατσισμό που κληρονομείται στην εκπαίδευση, το σύστημα δικαιοσύνης και τις δουλειές. Κι ενώ όλοι κάνουμε όλα τα συμβατικά πράγματα για να κοινητοποιήσουμε την κοινωνική και πολιτική προσοχή -γράψε όμορφα και διορατικά κείμενα στο «Atlantic», εξηγήστε τη συνεχιζόμενη καταστροφή στο CNN, υποστηρίξτε υποψήφιους που υπόσχονται την αλλαγή- η ψαλίδα με τα δυσκολίας κλείνει.
Αλλά ο κορονοϊός κατατροπώνει τις συνέπειες όλων, καθώς πεθαίνουμε σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους λευκούς, είμαστε οι πρώτοι που χάνουμε τις δουλειές μας, και βλέπουμε πως οι ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να μας αποτρέψουν από το να ψηφίσουμε. Ακριβώς όπως αποκαλύπτεται η γλοιώδης κοιλότητα του θεσμικού ρατσισμού, φαίνεται πως έχει ανοίξει η… κυνηγετική περίοδος για τους μαύρους. Αν υπήρχε μία αμφιβολία, τα τελευταία τιτιβίσματα του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαιώνουν την εθνική τάση αφού αποκάλεσε τους διαδηλωτές ως κακοποιούς και άξιους να πυροβοληθούν.
Ναι, οι διαδηλωτές χρησιμοποιούνται συχνά ως δικαιολογία για να εκμεταλλευτεί κάποιος το γεγονός, όπως όταν οι φίλαθλοι πανηγυρίζουν την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος από την ομάδα της πόλης τους, καίγοντας αυτοκίνητα και καταστρέφοντας τις βιτρίνες καταστημάτων. Δεν θέλω να δω καταστήματα να λεηλατούνται και κτήρια να καίγονται. Αλλά οι Αφροαμερικανοί ζουν σε φλεγόμενα κτήρια για πολλά χρόνια, πνίγονται από τους καπνούς ενόσω οι φλόγες τούς πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο. Μοιάζει αόρατο -ακόμη κι όταν πνίγεσαι από αυτό- μέχρι να αφήσεις το φως να μπει μέσα. Τότε, το βλέπεις παντού. Όσο αφήνουμε αυτό το φως να λάμπει, έχουμε μια ελπίδα να καθαρίσουμε (την ατμόσφαιρα) όπου αυτό φτάνει. Αλλά πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί, γιατί παραμένει πάντα στον αέρα (αυτή η κατάσταση).
Επομένως, ίσως η βασική ανησυχία της μαύρης κοινότητας αυτή την στιγμή δεν είναι αν οι διαδηλωτές διατηρούν τις αποστάσεις ασφαλείας των δύο μέτρων ή αν κάποιοι απεγνωσμένοι έκλεψαν μερικά μπλουζάκια ή ακόμη αν ένα αστυνομικό τμήμα φλέγεται, αλλά στο αν τα παιδιά, οι σύζυγοι, τα αδέλφια και οι πατεράδες τους θα δολοφονούνται από αστυνομικούς ή αυτούς που θέλουν να γίνουν αστυνομικοί ενώ έχουν πάει απλά μια βόλτα για περπάτημα ή με το αυτοκίνητο.
Ή το κατά πόσο το να είσαι μαύρος σημαίνει ότι θα πρέπει να βρίσκεις καταφύγιο στο σπίτι σου για το υπόλοιπο της ζωής σου επειδή ο ρατσιστικός ιός που προσβάλλει τη χώρα είναι πιο θανατηφόρος από τον κορονοϊό.
Αυτό που πρέπει να δεις, όταν αντικρίζεις μαύρους διαδηλωτές την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ και του κορονοϊού είναι άνθρωποι που φτάνουν στα άκρα, όχι επειδή θέλουν ανοιχτά τα μπαρ και τα κέντρα αισθητικής, αλλά επειδή θέλουν να ζήσουν. Να αναπνεύσουν.
Το χειρότερο όλων είναι πως περιμένουν να δικαιολογήσουν την οργισμένη συμπεριφορά μας κάθε φορά που το καζάνι βράζει. Σχεδόν πριν από εβδομήντα χρόνια, ο Λάνγκστον Χιους ρωτούσε στο ποίημά του: «τι συμβαίνει σε ένα όνειρο που αναβάλλεται; Ίσως κρεμά σαν ένα βαρύ φορτίο. Ή μήπως εκρήγνυται;». Πριν από πενήντα χρόνια, ο Μάρβιν Γκέι τραγούδησε στο «Inner City Blues»: «Κάνε με να θέλω να φωνάξω, έτσι όπως κάνουν τη ζωή μου».
Και σήμερα, παρά τις παθιασμένες ομιλίες ηγετών που είχαν καλές προθέσεις, λευκών και μαύρων, θέλουν να σιγήσουν τις φωνές μας, να κλέψουν την αναπνοή μας.
Οπότε, το τι βλέπεις όταν αντικρίζεις έναν μαύρο διαδηλωτή εξαρτάται από το αν μένεις σε αυτό το φλεγόμενο κτήριο ή βλέπεις τηλεόραση με ένα μπολ γεμάτο πατατάκια στα πόδια σου, ενώ περιμένεις το «NCIS» να ξεκινήσει.
Αυτό που θέλω εγώ να δω είναι όχι η βιασύνη στην κρίση, αλλά η βιασύνη στη δικαιοσύνη».