Θα έδινε όχι μόνο τη ζωή του, αλλά θα έσβηνε το όνομά του κι ό,τι πέτυχε, για να έχει άλλη μια ανάσα το παιδί του.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι σημαδεύουν ολόκληρες γενιές. Ο Κόμπι ήταν από εκείνους, που μετά από χρόνια θα λένε οι σημερινοί 30αρηδες στα παιδιά κι αργότερα στα εγγόνια τους. Όπως λέμε εμείς για τον Τζόρνταν, όπως μας έλεγαν για μυθικούς αστέρες των εποχών τους οι προγενέστεροι. Ως εκ τούτου κι επειδή τον ζήσαμε, θεωρούσα πως λίγα πράγματα μπορεί να πει κανείς για τον Μπράιαντ. Ακόμα λιγότερα, συγκλονισμένος από την τραγωδία…
Δεν πίστευα ότι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, θα έβρισκα τόσο πολλές φωτογραφίες του, που να μου κάνουν εντύπωση. Θαρρούσα ότι είχα πλήρη εικόνα, αλλά βλέπεις όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζει κατεύθυνση και το βλέμμα. Η πιο συγκλονιστική φωτογραφία είναι μια από τον καιρό που έπαιζε, με την Τζιάννα να κάνει «χάι φάιβ» με τον μπαμπά της.
Δεν θα προσεγγίσω το θέμα από την πλευρά του δημοσιογράφου, ο οποίος σχολιάζει τη δράση ενός μπασκετμπολίστα. Το θεωρώ απρόσφορο μέσο, τι να γράψουμε εμείς για τον Κόμπι. Θα δω την πλευρά του πατέρα. Υπάρχει, αλήθεια, πιο ευτυχισμένη στιγμή, από το να έχεις την κόρη σου να σε παρακολουθεί να δουλεύεις, να αντιλαμβάνεται πόσο σπουδαίος είσαι σε αυτό που κάνεις και την ώρα που ο κόσμος έχει μάτια μόνο για σένα, εσύ να της δίνεις στα κρυφά το χέρι, για να πάρεις την επιβράβευση;
Ο Κόμπι έπρεπε να νιώθει ο απόλυτος… βασιλιάς. Ο ανίκητος, ο άτρωτος. Κι αν δεν το ένιωθε αυτός, ποιος να το νιώσει; Έπρεπε να είχε τουλάχιστον μια απάντηση για κάθε ερώτηση, να είχε λύσει όλα τα προβλήματα που μας ταλανίζουν και να πήγαινε σε άλλο επίπεδο τη ζωή του. Κι όμως…
Την καταραμένη στιγμή, με την Τζιάννα αγκαλιά, ενδεχομένως πέρασε για δέκατα του δευτερολέπτου η σκέψη ότι είναι αδύναμος να τη σώσει. Κι όπως κάθε πατέρας, θα έδινε όχι μόνο τη ζωή του, αλλά θα έσβηνε το όνομά του κι ό,τι πέτυχε, για να έχει άλλη μια ανάσα το παιδί του.
Λένε πως όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος χάνεται η ιστορία (εν προκειμένω δεν είναι ακριβής η σκέψη, γιατί θα συζητάμε πολλά χρόνια για τον Κόμπι). Όταν πεθαίνει ένα παιδί χάνεται το μέλλον (εδώ δεν έχει σημασία το όνομα, δυστυχώς ισχύει). Όχι πως θα ήταν μικρή απώλεια, αυτή του Κόμπι, αλλά αν συνδυάσει κανείς το γεγονός ότι «έφυγε» αγκαλιά με την κόρη του, εκείνη που τον πρόλαβε να παίζει, εκείνη που πρέπει να τον θαύμαζε όσο κανείς, εκείνη που ακολουθούσε τα βήματά του, τότε μιλάμε για μια τραγωδία ανείπωτη.
Γι’ αυτό και το τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου, το «κάποτε θα ‘ρθουν» απέκτησε τεράστια σημασία για μένα, όταν έκανα παιδιά. Μέχρι τότε απλά με μάγευε η φωνή του και τραγουδούσα μηχανικά τους στίχους. Από τότε και μετά, οι στίχοι χτυπάνε σαν σφαίρες. «… Γιατί, αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».
Διαβάζω τις αναρτήσεις φίλων, που συγκλονισμένοι κι οι ίδιοι, λένε πόσο «περαστικοί» είμαστε, πως χρειάζεται μια στιγμή για να σβήσουν όλα, πως είναι ανόητο να μην προσφέρουμε αγάπη κι αγκαλιές στα παιδιά μας, γιατί αύριο ποιος ξέρει… Αυτό το συναίσθημα θα κυριαρχήσει, όσο κρατά το μούδιασμα. Η ζωή προχωρά, μπορεί σήμερα όλοι να συζητούν για τον Κόμπι, αύριο η καθημερινότητα
θα υπερνικήσει το συναίσθημα και θα κάνουμε τα ίδια λάθη, θα προσπερνάμε τη φωνή των παιδιών μας, βυθισμένοι στον παραλογισμό της δουλειάς και στο κυνήγι της επιβίωσης. Έτσι θα γίνει, στο μεσοδιάστημα ας δώσουμε δυο φιλιά παραπάνω στα παιδιά μας, κέρδος (όλων) είναι.
Αντί επιλόγου: Το ΝΒΑ δεν έδειξε τα αντανακλαστικά που περιμέναμε. Τεράστιος οργανισμός, δεν αντιλήφθηκε ότι το «παιχνίδι» είναι πάνω απ’ όλους, όταν είναι ανθρώπινο. Έπρεπε να αναβληθούν όλοι οι αγώνες, αλλά βλέπετε κι εκείνοι που διοικούν τον μεγαλύτερο αθλητικό οργανισμό άνθρωποι είναι και κάνουν διαχειριστικά λάθη.
Υ.Γ.: Μαζί με τον Κόμπι και την Τζιάννα σκοτώθηκαν άλλοι επτά άνθρωποι. Την ίδια ώρα που οι εννέα επιβαίνοντες του ελικοπτέρου περνούσαν σε άλλη διάσταση, 39 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην Τουρκία, πάνω από 80 στην Κίνα από τον ιό. Ο θάνατος είναι ίσος, η διαχείρισή του από τους εν ζωή παραμένοντες είναι διαφορετική. Κανείς δεν ασχολήθηκε (ας πούμε) με τον πιλότο. Όχι παράλογο…