Ο «κοντός» (Μπριάντε Ουέμπερ) κι ο «ψηλός» (Ουίλι Ριντ) άφησαν υποσχέσεις, έδειξαν στοιχεία, αλλά αναχώρησαν εσπευσμένα από το λιμάνι.
Υπάρχει ένα δόγμα που λέει ότι για να βρεις έναν παίκτη, ο οποίος να είναι πολύ καλός και να μην είναι ταυτόχρονα πολύ ακριβός, κάποιο θέμα υπάρχει. Το περίφημο «ό,τι πληρώνεις παίρνεις». Αυτό το δόγμα επιβεβαιώνεται σε αρκετές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα αυτές των Ριντ και Ουέμπερ. Δύο παίκτες που άφησαν πολλές υποσχέσεις, έδειξαν ότι διαθέτουν ταλέντο, ότι μπορούν να σταθούν στον Ολυμπιακό, αλλά μία που τους είδαμε, μία που δεν θα τους ξαναδούμε.
Ο Μπριάντε Ουέμπερ εμφανίστηκε πέρυσι σε 8 παιχνίδια στην Ευρωλίγκα, από τα οποία ήταν βασικός στα 7, άρα δεν ήταν ότι δεν τον πίστεψαν. Είχε μέσο όρο συμμετοχής 24.16’’, προσφέροντας 11.6 πόντους (με 46.2% από το τρίποντο), 4.6 ριμπάουντ (παρότι γκαρντ), 2.6 ασίστ, 1 κλέψιμο για 2.8 λάθη. Ο μέσος όρος αξιολόγησής του ήταν διψήφιος (10.3).
Κορυφαία εμφάνισή του αυτή κόντρα στη Ζαλγκίρις (26 πόντοι, 4 ριμπάουντ, 1 ασίστ, 2 κλεψίματα), ήταν διψήφιος στα τέσσερα τελευταία παιχνίδια του, ενώ στα τέσσερα πρώτα είχε από 6-8 πόντους ανά ματς.
Ο Ουίλι Ριντ εμφανίστηκε φέτος σε 11 παιχνίδια στην Ευρωλίγκα, εκ των οποίων σε 1 ήταν βασικός. Είχε μέσο όρο συμμετοχής 11.01’’, προσφέροντας 6.5 πόντους (με 66.7% στο δίποντο κι 60% στις βολές), 2.8 ριμπάουντ, 0.3 ασίστ, 0.1 κλειψίματα για 0.7 λάθη. Ο μέσος όρος αξιολόγησής του ήταν 7.
Από τους 11 αγώνες στους 4 ήταν διψήφιος, ενώ καλύτερη εμφάνιση ήταν αυτή κόντρα στη Ρεάλ με 11 πόντους κι 6 ριμπάουντ. Εξίσου καλός ήταν απέναντι στην Μπαρτσελόνα (15 πόντοι, 4 ριμπάουντ), δείχνοντας ότι είναι παίκτης… μεγάλων αγώνων.
Είναι πρόδηλο ότι υπάρχει απόκλιση στη στατιστική απεικόνιση της παρουσίας του «κοντού» και του «ψηλού», αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος διακοπής της συνεργασίας δεν ήταν αγωνιστικός. Η συμπεριφορά τους στις προπονήσεις, εξωαγωνιστικοί λόγοι, υποχρέωσαν τους «ερυθρόλευκους» να τους δείξουν την έξοδο, επιβεβαιώνοντας ότι αν κάποιος είναι εξίσου καλός μέσα κι έξω από τις τέσσερις γραμμές, κοστίζει παραπάνω από αυτό που (ενδεχομένως) μπορούν να πληρώσουν οι ελληνικές ομάδες.