Δυο παρατηρήσεις με αφορμή την ήττα των Ερυθρόλευκων στην Μαδρίτη από την Ρεάλ.
Η μονομαχία του Ολυμπιακού στη Μαδρίτη, είναι από εκείνες που μπορεί κανείς να προσπεράσει εύκολα. Η ήττα φαντάζει ως το αναμενόμενο αποτέλεσμα, οπότε δεν υπάρχει λόγος για στεναχώριες και υπερβολικές αντιδράσεις. Πόσοι δηλαδή θα κερδίσουν την πανίσχυρη Ρεάλ στην έδρα της; Οι προπονητές συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τέτοιου είδους αγώνες χαμηλού διακυβεύματος, για να κρατάνε σε εγρήγορση τους μπασκετμπολίστες τους, παρέχοντας τους παράλληλα τα κατάλληλα κίνητρα ώστε να βελτιώσουν τις αδυναμίες τους. Οι Ερυθρόλευκοι έφυγαν από την Ισπανία με το κεφάλι σκυμμένο, όμως δεν εκτροχιάστηκαν από τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμός τους. Επιπλέον τους παρουσιάζεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να εμπεδώσουν την μεγάλη αξία της άμυνας.
Σε γενικές γραμμές ο Ολυμπιακός προσπάθησε – για την ακρίβεια προσπάθησε αρκετά, επικρατώντας μάλιστα σε ορισμένους επιμέρους τομείς του παιχνιδιού. Θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε οτιδήποτε διαφορετικό. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι τέσσερις παράγοντες του Dean Oliver – αντιπροσωπεύουν μαθηματικές ποσότητες, οι οποίες μας βοηθάνε να εκτιμήσουμε τον τελικό νικητή μιας οποιασδήποτε αναμέτρησης. Σε παρένθεση καταγράφονται οι αντίστοιχοι συντελεστές βαρύτητας.
Οι Πειραιώτες κατέβασαν περισσότερα επιθετικά rebound (ORB%). Υπέπεσαν σε λιγότερα λάθη, ενώ εκτέλεσαν παραπάνω ελεύθερες βολές (το πιο αποδοτικό σουτ στο σύγχρονο μπάσκετ). Παρόλα αυτά ηττήθηκαν κατά κράτος στην κατηγορία του efg% (σταθμισμένη ευστοχία), η οποία δυστυχώς αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα. Το 73,6% της Ρεάλ μοιάζει κυριολεκτικά αδιανόητο (ο μέσος όρος της = 59,5%) και καταδεικνύει τα ζητήματα που αντιμετώπισαν οι φιλοξενούμενοι στην άμυνα. Φυσικά στο μπάσκετ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και η «βραδιά». Με άλλα λόγια, από ένα σημείο και μετά οι Μαδριλένοι είχαν αρχίσει να βλέπουν το καλάθι σαν βαρέλι – σούταραν με 65,6% στα δίποντα και με 56,5% στα τρίποντα (σε 23 προσπάθειες). Όπως αντιλαμβάνεστε τα συγκεκριμένα ποσοστά δεν επιτρέπουν καμία άλλη συζήτηση. Συμβαίνουν αυτά.
Η αλήθεια βέβαια είναι , ότι οι Ερυθρόλευκοι έχασαν τον προσανατολισμό τους στα μετόπισθεν. Ας δούμε μερικές χαρακτηριστικές φάσεις.
1) Πίεση στην μπάλα
Οι αθλητές του David Blatt δεν άσκησαν ποτέ την απαιτούμενη πίεση στην μπάλα, ώστε να απενεργοποιήσουν την επικοινωνία των περιφερειακών της Ρεάλ με τους σουτέρ της αδύνατης πλευράς. Οι αντιδράσεις τους ήταν συστηματικά αργές και κομματάκι ράθυμες.
O Tavares προσποιείται το screen και ο Fernandez εφορμά προς τα μέσα. Ο Παπανικολάου μετακινείται σωστά προς την ρακέτα για να αναχαιτίσει το ρολάρισμα του ψηλού. Μέχρι εδώ όλα καλά. Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν πιέζει τον χειριστή, για να αποτραπεί η skip πάσα στην αδύνατη πλευρά. Στο επόμενο στιγμιότυπο, η βοήθεια στο short roll του Ayon έρχεται από το λάθος σημείο. Η ευθύνη είναι του Πρίντεζη – ως τελευταίος παίκτης της αδύνατης πλευράς. Αντ’ αυτού, αμφότεροι οι Πρίντεζης/Παπανικολάου κλείνουν προς το ζωγραφιστό. Ο Παπ προφέρει αμυντική βοήθεια σε απόσταση μιας πάσας – κάτι που στο σύγχρονο μπάσκετ απαγορεύεται αυστηρά. Τέτοιες τοποθετήσεις καταμαρτυρούν κυρίαρχα έλλειψη συγκέντρωσης.
2) Αντιμετώπιση των screens.
Χαμηλός βαθμός αξιολόγησης και σε αυτόν τον τομέα. Παρατηρείστε πως οι Σπανούλης/Μάντζαρης αδυνατούν να σπάσουν τα screen των γηπεδούχων, τρακάροντας ουσιαστικά πάνω στα σώματα των αντιπάλων. Τα τρίποντα που προκύπτουν, είναι εντελώς αμαρκάριστα. Φυσικά το φταίξιμο δεν ανήκει μονάχα σε αυτούς – οι φάσεις είναι ενδεικτικές.
Οι κόκκινοι guard έδειχναν να βρίσκονται συνεχώς ένα βήμα πίσω. Πιθανώς η απουσία ενέργειας να οφείλεται στους συνεχόμενους αγώνες ή στην υπερπροσπάθεια κόντρα στην Baskonia. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν ένα σωρό περιστατικά στα οποία οι χειριστές της Ρεάλ επιλέγουν να κινηθούν αντίθετα από το screen, κατορθώνοντας έτσι να κόψουν την ελληνική άμυνα στα δύο.
Το επόμενο στιγμιότυπο, νομίζω αποτελεί μια γλαφυρή αναπαράσταση της αμυντικής πραγματικότητας που κουβεντιάζουμε. Σπανούλης/Βεζένκοφ επιχειρούν να στήσουν μια παγίδα στο χαμηλό Post. Ο Reyes απλώς γυρίζει το σώμα του, βάζει την μπάλα στο παρκέ και σκοράρει απέναντι σε δυο αντιπάλους. Κακό σημάδι.