Τα προβλήματα του plus/minus και οι καλύτερες πεντάδες της Ευρωλίγκας.
Το δεύτερο μέρος του κειμένου αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο μια μικρή εισαγωγή στο προηγμένο στατιστικό του plus/minus. Συζητήσαμε για την μαθηματική λογική στην οποία εδράζεται η δημιουργία του, αναφερθήκαμε στις ανάγκες που φιλοδοξεί να καλύψει, ενώ στο τέλος μελετήσαμε κάποιες εφαρμογές του στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Στο σημερινό άρθρο θα προχωρήσουμε την ανάλυση μας ένα βήμα πιο πέρα – θα εξετάσουμε τις καλύτερες πεντάδες της διοργάνωσης και με αφορμή το δίδυμο Καλάθης/Σπανούλης, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε ενδεχόμενες αδυναμίες του εν λόγω μοντέλου. Μην ξεχνάτε άλλωστε πως δεν υπάρχει «τέλειο» στατιστικό. Όλα ανεξαιρέτως αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα.
Για τις αδυναμίες του plus/minus και τους Σπανούλη/Καλάθη
Μια εύλογη απορία που προκύπτει από την μέχρι τώρα κουβέντα μας, είναι η ακριβής κατάταξη των δύο Ελλήνων guard – πάντοτε υπό το πρίσμα του plus/minus. Κατά γενική ομολογία, αντιπροσωπεύουν ατομικά ότι καλύτερο έχουν να επιδείξουν οι ομάδες τους – πως γίνεται λοιπόν να εμφανίζονται χαμηλότερα από αθλητές όπως ο Strelnieks ή ο Langford; Επιπλέον όπως θα θυμάστε, στην λίστα παρεμβάλλονται ένα σωρό άλλοι παίκτες. Είναι ο Σπανούλης χειρότερος πχ. από τον Brooks;
Η σύντομη απάντηση είναι όχι. Παρόλα αυτά έχει σημασία να κατανοήσουμε τις αιτίες που γεννάνε αυτού του είδους τα περίεργα ευρήματα. Οι αριθμοί είναι απολύτως αντικειμενικοί, στο βαθμό που διαβάζονται σωστά από τον ερευνητή. Τα δύο λοιπόν βασικά ζητήματα του plus/minus είναι τα εξής:
- Η ατομική απόδοση δεν είναι ανεξάρτητη από εκείνη της ομάδας. Με άλλα λόγια αν ένας συμπαίκτης του Καλάθη υποπέσει σε κάποιο λάθος, τότε αυτό έχει αντίκτυπο και στο plus/minus του τελευταίου. Το στατιστικό που μελετάμε δεν διαχωρίζει στον υπολογισμό του, τις ξεχωριστές ενέργειες κάθε μπασκετμπολίστα.
- Τα συνολικά λεπτά συμμετοχής διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο. Είναι λογικό ο στατιστικός δείκτης ενός αθλητή που αγωνίζεται λιγότερο, να είναι περισσότερο ευάλωτος σε ακραίες μεταβολές. Ένα καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Strelnieks, ο οποίος έχει ήδη χάσει ορισμένα παιχνίδια λόγω του πρόσφατου τραυματισμού του. Τα μικρά δείγματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα για την εξαγωγή συμπερασμάτων, καθώς δεν αντιπροσωπεύουν τον γενικό πληθυσμό.
Το πλεονέκτημα βέβαια του plus/minus συγκριτικά με το PIR, είναι πως ακριβώς επειδή συμπεριλαμβάνει την απόδοση όλης της ομάδας, μπορεί να αποτυπώσει αριθμητικά παράγοντες που δεν καταγράφονται στο κλασικό box score. Υπάρχει πιθανότητα η παρουσία ενός παίκτη να επιδρά ευεργετικά, χωρίς απαραίτητα ο ίδιος να σκοράρει πολλούς πόντους ή να μοιράζει μεγάλο αριθμό assists. Τα καλά screen είναι παράμετρος που αναμφίβολα βοηθά την επίθεση ενός συλλόγου. Η τήρηση του spacing – δηλαδή η ιδιαίτερη τοποθέτηση πχ. του Σπανούλη στον χώρο, εντάσσεται επίσης σε αυτήν την κατηγορία. Καμία πληροφορία δεν είναι άχρηστη – όλες συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα.
Μία πολύ ωραία μέθοδος για να παρακάμψουμε τα παραπάνω προβλήματα, είναι να εξετάσουμε τις διάφορες πεντάδες που χρησιμοποιούν οι προπονητές. Ρίξτε μια ματιά στον παρακάτω πίνακα.
Με βάση όλα όσα έχουμε συζητήσει, νομίζω πως είμαστε σε θέση να διαγνώσουμε ορθότερα την κατάσταση. Η Bayern – παρά την χαμηλή βαθμολογική της θέση – διαθέτει την τρίτη καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης. Το σχήμα φαντάζει οξύμωρο, μέχρι να συνδυαστεί με τα λεπτά συμμετοχής (μόλις 19). Το εν λόγω μικρό δείγμα ενδέχεται να παρήγαγε στατιστικά παραπροϊόντα. Επιπλέον από τον Ολυμπιακό (5η θέση) απουσιάζουν οι Strelnieks/Leday, οι οποίοι για κάποιο λόγο εμφανίζονται πολύ υψηλότερα στο ατομικό plus/minus. Οι συνθήκες του αγώνα παίζουν σημαντικό ρόλο. Όπως παρατηρείται ο Σπανούλης προφανώς συμμετέχει στην συγκεκριμένη πεντάδα. Αντίστοιχα οι καλύτεροι πέντε του Παναθηναϊκού (Καλάθης/Lojeski/Thomas/Langford/Lasme) φέρουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Νικ Καλάθη. Διόλου τυχαία επίσης διαπιστώνουμε την ωφέλιμη παρουσία του διδύμου Thomas/Lojeski – η ικανότητα τους στο περιφερειακό σουτ αναβαθμίζει αδιαμφισβήτητα την επιθετική ανάπτυξη του Τριφυλλιού.
Εν κατακλείδι η ταπεινή μου γνώμη είναι πως πάντοτε, πρέπει να στεκόμαστε με κριτική ματιά απέναντι στα στατιστικά μοντέλα. Είναι απολύτως απαραίτητο, να κατανοούμε πρώτα από όλα την μαθηματική λογική που οδήγησε στην δημιουργία τους. Από την άλλη είναι λάθος να τα απορρίπτουμε εξαρχής. Ο εμπειρισμός αποτελεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τον χειρότερο δυνατό σύμβουλο.