Σε μια μεταβατική και παράξενη χρονιά, ο Γιώργος Βόβορας είχε τη στήριξη της διοίκησης, αλλά τα έκανε όλα λάθος κι έφτασε στο… διαζύγιο.
Πριν ακόμα σκεφτούν οι διοικούντες τον Παναθηναϊκό να δώσουν τα ηνία στον μέχρι πρότινος βοηθό προπονητή, ο Γιώργος Βόβορας είχε κερδίσει την εκτίμηση των φίλων της ομάδας. Του έλαχε ο κλήρος να αναλάβει την ομάδα στη… μετά Γιαννακόπουλο εποχή, με το μπάτζετ να μειώνεται δραματικά, όμως ταυτόχρονα του έλαχε και μια μοναδική ευκαιρία, την οποία ξόδεψε αλόγιστα. Αυτό δεν τον κάνει λιγότερο καλό προπονητή…
Ναι, δεν είχε την άνεση να πάρει παίκτες από το… πάνω ράφι, όμως είχε έναν πολύ ισχυρό κορμό (Παπαπέτρου, Παπαγιάννης, Μήτογλου, Μπέντιλ κτλ.), αλλά κυρίως δεν είχε εξ ορισμού στόχο το… φάιναλ φορ. Κανείς δεν είχε τις ίδιες απαιτήσεις με παλιότερες εποχές (αναφέρομαι στα διαστήματα που ήταν στον «πράσινο» πάγκο προπονητές όπως ο Πεδουλάκης, ο Πιτίνο, ο Ιβάνοβιτς, κτλ., κι όχι στην εποχή Ομπράντοβιτς), άρα ο πήχης χαμήλωσε.
Κακό το ότι το «Νίκος Γκάλης» ήταν άδειο, καθώς η ομάδα έπαιρνε παραδοσιακά ενέργεια από την εξέδρα, καλό το ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πίεση. Κι αυτή είναι η λέξη κλειδί, για κάθε νέο προπονητή, για πρωτοεμφανιζόμενο στην Ευρωλίγκα. Μηδενική πίεση, που όμως δεν συμπεριλαμβάνει και την εσωτερική πίεση.
Ο κόουτς Βόβορας ξόδεψε χρόνο, που δεν είχε, για να περιμένει τον Λαπροβίτολα. Από τη στιγμή που το πορτοφόλι δεν ξεχειλίζει από χρήματα, από τη στιγμή που η σεζόν (λόγω πανδημίας) ήταν ιδιαίτερη κι όλοι έψαχναν μπασκετική στέγη, δεν είχε την άνεση να περιμένει ως την τελευταία στιγμή, για να εισπράξει το «όχι» από τον παίκτη της Ρεάλ.
Δεν υπήρχε «plan B» κι αυτό φάνηκε από την επιλογή Τζάκσον, τη μεσοβέζικη λύση Σάικς, για να καταλήξει στον Μακ. Όλα αυτά, υπό την ανατρεπτική (καταστροφική) ιδέα της μετατροπής του Σαντ-Ρος σε πόιντ γκαρντ. Αν δεν όριζε την τύχη μιας ομάδας και δεν οδηγούσε σε απόλυση, θα είχε πλάκα η ιστορία, αλλά το να επιχειρείς στην πρώτη σου σεζόν ως πρώτος προπονητής, να φτιάξεις πλέι μέικερ, δεν είναι άγνοια κινδύνου, είναι αυτοκαταστροφική διαδικασία.
Συνυπολογίστε στην αστοχία Όγκαστ, αλλά και στο ότι ο Φόστερ δεν έδειξε αυτά που περίμενε ο κόουτς Βόβορας κι έχετε ακόμα μεγαλύτερο μέρος της εικόνας. Όχι όλη την εικόνα. Προσθέστε πως δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να πείσει τους παίκτες του να παίξουν άμυνα, ότι ξενέρωσε τον Μήτογλου, τον οποίο χρησιμοποιούσε μόνο ως «5», αλλά κυρίως ότι δεν πήρε μέτρα αυτοπροστασίας.
Βλέπεις την ομάδα σου, ότι δεν είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, παίζεις με το Λαύριο, που δεν έχει τίποτα να χάσει, που είναι σε καταπληκτικό φεγγάρι, που έχει μόνο να κερδίσει πράγματα και πας να παίξεις με τον Νέντοβιτς 30 λεπτά στο παρκέ; Μηδένισε, ρε κόουτς, το κοντέρ, βάζοντας μέσα τον Καλαϊτζάκη (πότε θα παίξει, αν όχι τώρα;), τον Ματζούκα, για να δούμε τα… προσεχώς. Αν δεν βάλεις τώρα τον Βουγιούκα, που λείπει κι ο αντίπαλος σέντερ, πότε θα τον βάλεις; Αλήθεια, γιατί τον πήρες, αν δεν σκόπευες να τον χρησιμοποιήσεις.
Οι προπονητές κρίνονται εξ αποτελέσματος. Ο Βόβορας κρίθηκε γιατί δεν είχε… αφήγημα. Τι ήθελε να φτιάξει; Ομάδα, που θα κυνηγήσει μια θέση στα πλέι οφ της Ευρωλίγκας; Να βάλει νεαρούς παίκτες στην εξίσωση; Να παίξει μοντέρνο μπάσκετ; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βγήκαν στο παρκέ. Ο Παναθηναϊκός είναι ομάδα δίχως αφήγημα, ομάδα που δεν καταλαβαίνει κανείς τι κυνηγά, για να ξέρει κι αν πετυχαίνει ή όχι.
Όπως έκανε και στις τέσσερις γραμμές του παρκέ, ακολουθούσε το ρεύμα κι όπου τον έβγαζε. Τον πέταξε στα βράχια κι είναι κρίμα, γιατί -επιμένω- δεν είναι κακός προπονητής…