Ο Χρήστος Μαρμαρινός μίλησε για την εμπειρία του στην Εθνική ομάδα του Κοσόβου.
Μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη έδωσε ο Χρήστος Μαρμαρινός στο Web Radio της ΕΟΚ, μιλώντας για την εμπειρία του στον πάγκο της Εθνικής Κοσόβου.
Παράλληλα, ο international scout των Σακραμέντο Κινγκς, αναφέρθηκε και στη χώρα των Βαλκανίων, τις υποδομές που (δεν) έχει, αλλά και για την αντιμετώπιση που είχε ως Έλληνας.
Οι δηλώσεις που έκανε ο Χρήστος Μαρμαρινός:
Για το πώς βρέθηκε στο Κόσοβο: «Με προσέγγισε μέσω ενός παλιού μου παίκτη ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι. Κάναμε δύο συνεντεύξεις τότε και αποφασίσαμε να κάνουμε τη συνεργασία. Ήταν σαν να μπαίνεις σε μια… χρονομηχανή, να γυρίζεις πίσω 50 χρόνια και να βλέπεις πώς ήταν τα πράγματα πριν την ανάπτυξη του μπάσκετ στην Ελλάδα. Ήταν πολύ ιδιαίτερη αυτή η περίοδος».
Για τον λόγο που αποφάσισε να πάει εκεί: «Το σκέφτηκα και το ζύγισα καλά. Ουσιαστικά αν πας να δουλέψεις σε μια τέτοια χώρα πρέπει να έχεις λίγο τη σκέψη του ιεραπόστολου. Πας σε ένα μέρος που αθλητικά είναι πάρα πολύ πίσω, δεν υπάρχουν τόσο καλές υποδομές, η σκέψη και η κουλτούρα που έχουν για το μπάσκετ είναι επίσης πάρα πολύ πίσω και λες ότι θα πας σε ένα τέτοιο μέρος με την προϋπόθεση να βοηθήσεις την ανάπτυξη του αθλήματος και να δώσεις μια ευκαιρία σε ανθρώπους εκεί αν δουν κάτι διαφορετικό. Αν το δεις καθαρά επαγγελματικά, δε νομίζω να αξίζει τον κόπο. Είχα ένα κομμάτι… ρομαντισμού που με έκανε να μπω σε αυτήν τη διαδικασία».
Για το αν είχαν αμφιβολίες οι Κοσοβάροι για τον ίδιο, λόγω και της σχέσης Ελλάδας-Σερβίας: «Είχαν τεράστιες αμφιβολίες, δεύτερες και τρίτες σκέψεις, με έβλεπαν πάρα πολύ επιφυλακτικά. Χρειάστηκε πολύς κόπος και επικοινωνία για να τους πείσω για το διαφορετικό και χρειάστηκαν πάρα πολλές επαφές και σε διπλωματικό επίπεδο τις οποίες βοήθησα να γίνουν. Πλέον υπάρχει μια επαφή και επικοινωνία μεταξύ των δύο χωρών. Πριν την παρουσία μου, ήταν ελάχιστες οι περιπτώσεις επικοινωνίας μεταξύ Κοσόβου και Ελλάδας.
Μου το έλεγαν και οι βοηθοί μου ότι άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίον έβλεπαν τους Έλληνες. Μου άρεσε πολύ που βοήθησα να αλλάξει αυτό. Για να καταλάβετε, στη περσινή μετάδοση του Final-4 της Ευρωλίγκα για την κοσοβάρικη τηλεόραση, ένας απ’ τους σχολιαστές ήταν συνεργάτης μου στην Εθνική και πήγε με μια φανέλα του Ολυμπιακού με το όνομά του, την οποία του την είχα δώσει, και έκανε μετάδοση με αυτήν. Ήταν κάτι που δε θα περίμενε κανείς να συμβεί στο Κόσοβο πριν μερικά χρόνια».
Για το τι βρήκε στο Κόσοβο: «Είχα δύο μαυροβούνιους που ήταν μαυροβουνιακής καταγωγής, αλλά μεγαλωμένοι στο Κόσοβο, οι οποίοι δε μιλούσαν αλβανικά, μόνο σέρβικα. Υπήρχαν κάποιοι Σέρβοι στο σέρβικο κομμάτι του Κοσόβου, όπου θα μπορούσαμε να καλέσουμε κάποιους, αλλά θα είχαν περισσότερο θέμα οι Σέρβοι στην κοινότητά τους, παρά οι Αλβανοί για να τους δεχτούν.
Οπότε είχαμε παιδιά μαυροβουνιακής καταγωγής. Κάναμε τις προπονήσεις στα αγγλικά για όσους καταλάβαιναν. Οι συνθήκες ήταν… τριτοκοσμικές, το γήπεδο είχε απίστευτες τρύπες. Ήταν δύο γήπεδα μαζί, όπου το ένα είχε καεί ολοσχερώς, ήταν “κουφάρι” και το είχαν κάνει πάρκινγκ και δίπλα ακριβώς ήταν η αρένα στην οποία παίζαμε. Είχε απίστευτο κρύο, μες στο γήπεδο ήταν πολύ δύσκολα, προσπαθούσαν να φέρουν κάποια αερόθερμα να το θερμάνουν, αλλά με τίποτα.
Παίκτες δε γνώριζαν ούτε τα βασικά απ’ τις προπονήσεις, ο γυμναστής ήρθε τη μία φορά και ήταν εξαφανισμένος τις υπόλοιπες, οι βοηθοί δεν ήξεραν να κάνουν βίντεο, από στατιστική ανάλυση ούτε τα βασικά. Μιλάμε για πράγματα που γινόντουσαν στην Ελλάδα απ’ τη δεκαετία το ’70. Μάλιστα, υπήρχε παίκτης που του είπε ένας συνεργάτης μου για τον Μάικλ Τζόρνταν και του απάντησε “Ο μόνος Μάικλ που ξέρω εγώ είναι ο Μάικλ Τζάκσον”. Ήξεραν μόνο τις ομάδες και τους παίκτες που υπήρχαν στην περιοχή. Μόνο με 3-4 ονόματα και είχαν παίξει στο εξωτερικό μπορούσα να επικοινωνήσω κάπως και να έοχυμε μια επαφή στους υπόλοιπους».
Για το αν «γκρέμισε» στερεότυπα στο Κόσοβο: «Η χώρα είναι πίσω, δεν πίστευα ότι μπορεί να είναι τόσο πίσω. Δεν πίστευα ότι μπορεί να υπάρχουν τόσοι πολλοί οπλισμένοι, δεν πίστευα ότι μπορεί να ήταν τόσο άνετοι με ωμά περιστατικά βίας, τα οποία θα μάς σόκαραν εμάς. Τα στερεότυπα που “γκρέμισα” ήταν σχετικά με το πώς έβλεπαν τον Έλληνα, προσπάθησα πάρα πολύ με το γραφείο των σχέσεων που έχουν οι κοσοβάροι εδώ να ενισχύσω όσο το δυνατόν περισσότερο τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο.
Το “άνοιγμα” που έκανα ήταν για να δείξω πώς είναι το δικό μας μπάσκετ, ο δικός μας τρόπος σκέψης και να τον περάσω σ’ αυτούς, ούτως ώστε να μπει ένας “σπόρος” εδώ για το μέλλον. Ήξερα, όμως, πως ό,τι προσπάθεια και να κάνω θα βρει τοίχο. Πολλοί μου έλεγαν “Πώς είναι δυνατόν να μη μπορούμε να κερδίσουμε τη Λιθουανία, ένα κράτος με πληθυσμό τόσο όσο εμείς;”».
Για την νοοτροπία τους: «Είναι οπαδοί της νίκης, όπως όλοι οι Βαλκάνιοι. Είναι αδιανόητο. Κάναμε την πρώτη εκτός έδρας νίκη στη ιστορία τους, απέναντι στο Λουξεμβούργο, και νομίζω ότι τόσο δεν έχουν χαρεί ούτε οι οπαδοί του Ολυμπιακού όταν πήραν την Ευρωλίγκα. Ήταν τρεις μέρες… μεθυσμένοι. Πήραν ρεπό απ’ τις ομάδες τους, ήταν εθνική εορτή το ότι κέρδισαν το Λουξεμβούργο. Μετά μπορεί να χάναμε απ’ τη Δανία και ερχόταν η… καταστροφή. Ήταν πραγματικά πολύ περίεργη η όλη συνθήκη. Ήταν πολύ καλύτερο να κερδίσουν το Γιβραλτάρ, απ’ το να παίξουν στα ίσα με την Ισλανδία για παράδειγμα».
Για το αν είναι μια διέξοδος ο αθλητισμός στο Κόσοβο: «Όταν τούς αναγνώρισε η FIBA το 2015, μέχρι και σήμερα μιλούν γι’ αυτό. Είναι τεράστιο γι’ αυτούς. Έχουν ολυμπιονίκη στο τζούντο, όπου τα δυναμικά σπορ τούς ταιριάζουν πάρα πολύ σαν ψυχοσύνθεση και σωματότυπο. Η Εθνική τους στο ποδόσφαιρο έχει πάρα πολύ μεγάλο μπάτζετ, όπου οι 19 απ’ τους 21 παίκτες έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Προσπαθούν να διοργανώσουν πανευρωπαϊκά 3×3, πανευρωπαϊκά Γ’ κατηγορίας U16, πράγματα που θα τους βάλουν στον “χάρτη” και θα ακούσει η Ευρώπη ότι υπάρχει κι ένα κράτος που λέγεται Κόσοβο».
Για το τι κρατάει απ’ την παρουσία του εκεί: «Το μόνο που δεν κέρδισα ήταν χρήματα. Αυτό που κρατάω είναι σχέσεις με κάποιους ανθρώπους στην προσπάθεια που έγινε κάπως να ενωθούμε κάτω απ’ το μπάσκετ, σαν μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Κρατάω και τις εμπειρίες που είδα, το πόσο πολλή βοήθεια θέλουν αυτοί οι άνθρωποι και δεν ξέρουν καν πώς να τη δεχτούν αυτήν τη βοήθεια.
Είναι εντυπωσιακό, πραγματικά είναι σαν μια χρονομηχανή. Είναι πολλά χρόνια πίσω. Παρ’ ότι υπάρχουν χρήματα, ο μεγάλος όγκος της κατανομής του πληθυσμού είναι σε αδιανόητο επίπεδο υπανάπτυκτος σε θέμα μπασκετικής και αθλητικής κουλτούρας. Θέλει πολύ καιρό, πολλή παιδεία και εκπαίδευση, για να μπορέσει να περάσει αυτό στη βάση».
Για την ιστορία που του έχει μείνει: «Είναι μια ιστορία που συνηθίζω να λέω σε φίλους μου, ειδικά στο εξωτερικό, για να δείξω το επίπεδο της προετοιμασίας αυτής της ομάδας σε πνευματικό επίπεδο κυρίως. Παίζουμε ουσιαστικά όλη τη χρονιά απέναντι στη Σλοβακία, η οποία έχει παίκτες πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Όποιος κέρδιζε περνούσε στην επόμενη φάση.
Κεκλεισμένων των θυρών, covid, «φούσκα» στην Πρίστινα. Έχει γίνει μια βδομάδα προετοιμασίας, έχουμε δώσει βίντεο scouting, scouting reports, βάλαμε πρωινές προπονήσεις, ό,τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Καταλάβαινα ότι θα ήταν αδύνατον τα παιδιά ν’ αφομοιώσουν την πληροφορία. Πολλά παιδιά στην Εθνική, 25-27 χρονών, ήταν η πρώτη φορά που έμπαιναν σε αεροπλάνο. Ρωτάω όλη την ομάδα “Πιστεύετε ότι είμαστε έτοιμοι;”, λένε “Ναι, κόουτς, έχουμε κάνει την καλύτερη προετοιμασία”, αυτά που λένε όλοι πάντα. Ρώτησα, λοιπόν, τον βασικό playmaker της ομάδας μας, που είναι δάσκαλος και μορφωμένος, ποιον παίκτη μαρκάρει. Ένα γκαρντ που είχε η Σλοβακία λεγόταν Άμπρααμ και το άλλο λεγόταν Κράιτσοβιτς.
Μόλις ρώτησα τον νεαρό playmaker αυτό, είχε “κολλήσει’. Οπότε οι έμπειροι από πίσω προσπαθούσαν να του πουν ψυθιριστά, όπου άλλος έλεγε τον έναν, άλλος τον άλλον. Δεν άκουγε καλά το παιδί, οπότε αφού περίμενε μερικά δευτερόλεπτα προσπαθώντας ν’ ακούσει όσο το δυνατόν καλύτερα τι του έλεγαν, είπε “Αμπράμοβιτς”, εννοώντας και τα δύο ονόματα. Ήταν απίστευτο».
Για την… αγορά παίκτη που μάζευε πατάτες: «”Αγοράσαμε” έναν παίκτη απ’ τον πατέρα του, ο οποίος ήταν 2.15 και δεν είχε πιάσει ποτέ μπάλα στη ζωή του. Την πρώτη φορά που μπήκε στο γήπεδο, του δώσαμε τη μπάλα, του είπαμε να τη βάλει στο καλάθι, και την κάρφωσε γιατί δεν ήξερε πώς αλλιώς να τη βάλει. Πάμε, λοιπόν, στο πατέρα του να του πούμε να έρθει να κάνει ο γιος του προπόνηση και λέει “Όχι, εμένα ποιος θα με βοηθήσει να βγάλω τις πατάτες; Είναι ο μόνος εργάτης ο γιος μου”.
Τον ρωτήσαμε λοιπόν πόσα θέλει για να πάρει έναν εργάτη και εν τέλει η Ομοσπονδία τού έδωσε 100 ευρώ τον μήνα για να πάρει εργάτη και ν’ αφήνει τον γιο του να κάνει προπόνηση. Μετά από 2 χρόνια αποφάσισε ο γιος του ότι του αρέσει καλύτερα το χωράφι απ’ το μπάσκετ και το άφησε».