Πώς η αποκάλυψη της περσινής Ευρωλίγκας πέρασε και δεν «ακούμπησε» στον Ολυμπιακό. To10.gr αναλύει…
Σχεδόν από το πουθενά λοιπόν, προέκυψε σοβαρό πρόβλημα με τον Axel Toupane στον Ολυμπιακό. Ο παίκτης εμφανίζεται δυσαρεστημένος σχετικά με το ζήτημα των πληρωμών αλλά και τον ιδιαίτερο ρόλο του στην ομάδα. Τελικά η περίφημη χθεσινή συνάντηση μεταξύ των ιδιοκτητών και του μπασκετικού τμήματος, δεν πήγε και τόσο καλά όπως έσπευσαν να μας ενημερώσουν ορισμένοι.
Σε μερικές μόνο ώρες, μετράμε ήδη δύο αποχωρήσεις (μαζί με του Webber). Κατά την ταπεινή μου άποψη και με δεδομένη την έλλειψη πληροφοριών από τα «ενδότερα» του συλλόγου, είναι συχνά προτιμότερο σε αυτές τις περιπτώσεις να παραμένουμε μακριά από σενάρια, τα οποία ως επί το πλείστον εκπορεύονται από την φαντασία ή τις πεποιθήσεις μας. Κατά συνέπεια στο σημερινό κείμενο θα εξετάσουμε την φετινή πορεία του Γάλλου, υπό το πρίσμα των όσων συνέβησαν εντός των τεσσάρων γραμμών του παρκέ.
Για να απαντήσουμε στην ερώτηση «γιατί ο Toupane απέτυχε στο Λιμάνι», οφείλουμε καταρχάς να αναλύσουμε τι ακριβώς μπασκετμπολίστα απέκτησαν οι Ερυθρόλευκοι. Δεν σας κρύβω πως όταν ανακοινώθηκε η μεταγραφή του, θεώρησα ότι ο Ολυμπιακός προχώρησε σε μια σπουδαία κίνηση. Ο Γάλλος αντιπροσωπεύει ένα σύγχρονο, αθλητικό, πολύ – εργαλειακό wing, πλήρως εναρμονισμένο με τα πρότυπα που κυριαρχούν στην αμερικάνικη λίγκα. Το κλειδί της χρησιμότητας του, βρίσκεται πρώτα από όλα στην άμυνα. Εξαιτίας της τρομερής σωματοδομής του μπορεί να καλύψει ουσιαστικά δύο θέσεις (τόσο το «2», όσο και το «3»), ανταποκρινόμενος με επιτυχία σε μια πλειάδα αμυντικών αποστολών. Επιπλέον διακρίνεται από την ικανότητα του να υπηρετεί την τακτική των διαρκών αλλαγών στα screens, δίχως να παραχωρεί οποιουδήποτε είδους miss match στον αντίπαλο. Η αθλητικότητα του αποτελεί το κλειδί – είναι σχεδόν αδύνατο να τον χτυπήσεις στα πόδια και ταυτόχρονα, εξαιρετικά δύσκολο να τον σπρώξεις χαμηλά στο Post. Δεν υπάρχουν πολλοί παίκτες στην Ευρώπη, με τη δεξιότητα να αμύνονται εξίσου καλά και στις δύο γραμμές.
Στον Ολυμπιακό βέβαια, ο David Blatt δεν το εμπιστεύτηκε ποτέ. Αυτό άλλωστε καταδεικνύει και ο σταθερά μειούμενος χρόνος συμμετοχής του από το ξεκίνημα της σεζόν. Πριν όμως στρέψουμε τα βέλη μας στον προπονητή ή επιρρίψουμε ευθύνες στον ίδιο τον αθλητή, είναι σημαντικό να θυμηθούμε πως η απόδοση των επαγγελματιών μπασκετμπολιστών, κρίνεται με βάση τη στοχοθεσία που θέτει αποκλειστικά η διοίκηση. Ποιος ήταν άραγε ο φετινός στόχος των Ερυθρολεύκων; Εάν οριοθετήθηκε αυστηρά στην επιστροφή στο F4, τότε πιθανώς ο Toupane να μην επιβεβαίωσε τις προσδοκίες ενός οργανισμού που φιλοδοξούσε να πρωταγωνιστήσει. Ενδεχομένως φυσικά, να του ζητήθηκαν διαφορετικά πράγματα από αυτά που δυνητικά μπορούσε να προσφέρει. Θα φτάσουμε και εκεί, λίγο παρακάτω.
Τώρα αν η τρέχουσα σεζόν είχε λάβει εξαρχής τα χαρακτηριστικά μιας μεταβατικής, προπαρασκευαστικής περιόδου, με το βλέμμα των ανθρώπων της ομάδας στο μακροπρόθεσμο μέλλον, τότε η ένταση της κριτικής είναι σαφώς αδικαιολόγητη. Εφόσον δεν υπάρχει η πίεση του αποτελέσματος, διαθέτουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε τον χρόνο να τρέξει ώστε να θωρακίσουμε τις απόψεις μας, αναφορικά με την αξία του κάθε παίκτη. Τέλος ο ισχυρισμός που αναρωτιέται κατά πόσο ο Γάλλος ήταν ή όχι επιλογή του Blatt, είναι κατά τη ταπεινή μου γνώμη τουλάχιστον παραληρηματικός. Οι σοβαροί οργανισμοί ανά τον κόσμο, δεν αναθέτουν απαραίτητα την στελέχωση στον εκάστοτε coach. Αντίθετα θεωρούν ότι και άλλοι άνθρωποι γνωρίζουν από μπάσκετ, χωρίς αναγκαστικά να ασκούν το επάγγελμα του προπονητή. Συμβαίνουν όλη την ώρα, τέτοια αδιανόητα πράγματα στο εξωτερικό.
Ας περάσουμε λοιπόν στο πονεμένο κομμάτι της επίθεσης, που αποτελεί κατά την προσωπική μου άποψη την αιτία του συγκεκριμένου κακού. Ο Toupane δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς, τον αθλητή που θα περιμένει υπομονετικά την μπάλα στην αδύνατη πλευρά για να εκτελέσει για τρεις. Σίγουρα κάποιες φορές ο ρόλος του ταυτιζόταν με εκείνο του executive shooter, αλλά ποτέ δεν εξαντλούνταν σε αυτόν. Ο πρωταγωνιστής μας μοιάζει περισσότερο με έναν κλασικό slasher – έχει την ικανότητα να επιτεθεί με ντρίμπλα και να χρησιμοποιήσει τα screens των συμπαικτών του, για να εφορμήσει κάθετα στο ζωγραφιστό. Από την περσινή του παρουσία στη Ζαλγκίρις, είναι φανερό πως αρέσκεται να παίζει με τη μπάλα στα χέρια του και κατά συνέπεια, να μην λειτουργεί αποκλειστικά ως στατικός σουτέρ.
Επιπλέον η Λιθουανική επίθεση δημιουργούσε συχνά πυκνά τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να εκμεταλλευτεί τα χαρίσματα που έφερνε στο τραπέζι. Η κυκλοφορία της μπάλας από την μια πλευρά του γηπέδου στην άλλη, υποχρέωνε τις αντίπαλες άμυνες να καταφεύγουν στην περίφημη close out άμυνα – με τον Toupane να δείχνει πάντοτε έτοιμος να τιμωρήσει την εν λόγω ανισορροπία.
Στο Λιμάνι βέβαια, οι συνθήκες που συνάντησε ήταν ολότελα διαφορετικές. Ο σύλλογος έχει δομηθεί και κυρίως έχει επιτύχει, με τη βοήθεια ορισμένων αγωνιστικών σταθερών. Το μονοπώλιο της μπάλας ανήκει πρωτίστως (και δικαιολογημένα) στον Σπανούλη, ενώ αμέσως μετά η ανάπτυξη στρέφεται στο αγαπημένο χαμηλό Post (Πριντεζης/Milutinov). Η απαλλαγή από αυτές, συνήθως απαιτεί χρόνια. Επιπρόσθετα στην εσωτερική άτυπη ιεραρχία των ξένων, ήταν σαφές ότι ο Goss διατηρούσε ξεκάθαρο προβάδισμα.
Με λίγα λόγια δεν περίσσευαν αρκετές μπάλες για τον Γάλλο, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να αποκόπτεται από τη ροή της υπόλοιπης επίθεσης. Όταν ένας μπασκετμπολίστας δεν αισθάνεται σημαντικός για την ομάδα του, αυτό επηρεάζει την απόδοση του σε όλες τις εκδηλώσεις του εντός του παρκέ. Αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να αδιαφορεί στην άμυνα και να τραβάει προσπάθειες από τα μαλλιά στην επίθεση. Η ουσία είναι ότι η ανυπομονησία του Ολυμπιακού, φαίνεται πως ήδη του κοστίζει ανυπολόγιστα. Αυτή τη στιγμή το μόνο που χρειάζεται είναι ψυχραιμία και εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδιασμού για την επόμενη ημέρα.