Τα θετικά στοιχεία και η χρησιμοποίηση του Σπανούλη στο τέλος των κλειστών αγώνων.
Νομίζω ότι η μέχρι στιγμής φετινή πορεία του Ολυμπιακού, έχει ξεπεράσει κυριολεκτικά κάθε προσδοκία. Το νέο εγχείρημα φαίνεται πως χτίζεται σε στέρεες βάσεις, με τα θετικά αποτελέσματα να προσφέρουν μια πρώτη αίσθηση επιβεβαίωσης για την καθημερινή δουλειά που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό του οργανισμού.
Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που καταδεικνύουν την ποιότητα του μπασκετικού προγράμματος που εφαρμόζεται στο Λιμάνι. Ας προσπαθήσουμε να τους κωδικοποιήσουμε, με τη υποσημείωση ότι δεν γίνεται φυσικά να εξαντληθούν στα πλαίσια του παρόντος κειμένου.
Η σταθερή βελτίωση του Nikola Milutinov. Ο Σέρβος γίγαντας βρίσκεται σε τρομακτική κατάσταση και εξελίσσεται σταδιακά, σε ένα από τους σημαντικότερους αθλητές της κόκκινης αρμάδας. Επιπρόσθετα η φιλοσοφία του David Blatt, έχει κατορθώσει να αναδείξει ακόμα περισσότερο την ικανότητα του στη πάσα, προσθέτοντας έτσι ένα έξτρα βέλος στην φαρέτρα των Ερυθρόλευκων.
Η απόδοση του διδύμου Σπανούλης/Πρίντεζης. Εδώ η διαχείριση από την πλευρά του coach, κρίνεται εξαιρετική. Γενικώς μην θεωρείτε δεδομένο, ότι ένας μπασκετμπολίστας μπορεί να αγωνίζεται στο επίπεδο του Σπανούλη στην ηλικία των 36 ετών.
Ο Κώστας Παπανικολάου. Ο Έλληνας forward παίζει πιθανώς το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας του, καθώς ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του 3 + D ρόλου που του έχει αναθέσει ο προπονητής του. Εξαιρετικός στα μετόπισθεν, με ενεργή συμμετοχή στην επίθεση. Στα αξιοσημείωτα, το γεγονός πως σουτάρει με 43,7% στο τρίποντο (ποσοστό καριέρας 38,5%).
Ο Jannis Strelnieks. Από την αρχή της σεζόν, ο Λετονός παρουσιάζει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο και αντιπροσωπεύει το κλειδί, της μέχρι τώρα επιτυχημένης πορείας των Πειραιωτών. Με αυτόν στο παρκέ ο Ολυμπιακός σκοράρει 100,5 πόντους ανά 100 κατοχές, ενώ δέχεται μόλις 92,3. Όταν κάθεται στο πάγκο τα νούμερα μεταβάλλονται δραματικά – 97,8 πόντους ανά 100 κατοχές στην επίθεση και 98,4 στην άμυνα. Επίσης εκτελεί με 50% στο τρίποντο.
Επιπλέον ο οργανισμός διαθέτει κατά την γνώμη μου δυο Αμερικανούς με αρκετά υψηλό ταβάνι (Goss/LeDay), οι οποίοι – αν όλα πάνε καλά – θα αποτελέσουν κομμάτι του σκληρού πυρήνα της ομάδας για τα επόμενα χρόνια. Σαφώς δεν είναι έτοιμοι να ηγηθούν σήμερα, όμως σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει πάντοτε να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την επένδυση που πραγματοποιήθηκε για κάθε μεταγραφή. Οι έμπειροι μπασκετμπολίστες κοστίζουν ακριβά. Το συγκεκριμένο ζήτημα μας δίνει νομίζω την αφορμή, για να συζητήσουμε το φλέγον θέμα της χρησιμοποίησης του Σπανούλη στο τέλος κλειστών αγώνων.
Δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθουμε σε τεχνικές λεπτομέρειες. Ο David Blatt πράττει κατά την άποψη μου απολύτως σωστά. Έχουμε αναφερθεί ξανά σε παλαιότερο κείμενο στην επιζήμια μεροληψία του παρόντος. Άπαντες – οι φίλαθλοι, οι μάντατζερς, οι παίκτες, οι ιδιοκτήτες – επιθυμούν την νίκη σήμερα. Μάλιστα η εν λόγω επιθυμία είναι τόσο ισχυρή, ώστε πολλές φορές είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν το άμεσο μέλλον του συλλόγου. Παρόλα αυτά το στοιχείο που εξασφαλίζει σε καθοριστικό βαθμό την επιτυχία, δεν είναι άλλο από τον υποτιμημένο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Ο Blatt εκπαιδεύει τον Goss για την επόμενη ημέρα, η οποία αναπόφευκτα δεν θα περιλαμβάνει τον Βασίλη Σπανούλη. Κάποια στιγμή ο αρχηγός θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Τι θα γίνει τότε; Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι το πρόβλημα εγκαίρως και να προετοιμάζεσαι κατάλληλα για να το αντιμετωπίσεις. Ο ΑμερικανοΙσραηλινός coach προσπαθεί να αποφύγει την μεροληψία του παρόντος – πιθανώς να του κοστίσει κάποιες νίκες ή το πλεονέκτημα έδρας στα playoffs, όμως τα προσδοκώμενα κέρδη δικαιολογούν κίνδυνο των επιλογών του.
Το ρίσκο της απόφαση του είναι μη συμμετρικό – η ζυγαριά δηλαδή γέρνει προς τη μια κατεύθυνση. Ακόμα και αν το project Goss δεν αποδώσει τελικά καρπούς, η μεθοδολογία είναι σωστή και πρέπει απαραίτητα να διατηρηθεί. Σε ένα χρόνο από τώρα, μπορεί να κουβεντιάζουμε σε τελείως διαφορετική βάση.
Στην Ελλάδα βέβαια είμαστε λιγάκι ξεροκέφαλοι. Επειδή για παράδειγμα ο Goss αστόχησε στο τελευταίο σουτ κόντρα στην Φενέρ ή επειδή ο LeDay αισθάνεται προς το παρόν πιο άνετα στο «4», σπεύδουμε να καταργήσουμε στα γρήγορα πάνω από 50 χρόνια επιστημονικής έρευνας γύρω από τα συγκεκριμένα ερωτήματα.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Να θυμάστε πως σαν άνθρωποι διαθέτουμε πολύ όμορφους τρόπους για να καταγράψουμε σε ένα φύλλο χαρτί όλα εκείνες τις παραμέτρους που γνωρίζουμε και παρατηρούμε. Παρόλα αυτά δεν έχουμε ανακαλύψει καμία μέθοδο για να υπολογίσουμε την βαρύτητα των παραγόντων που αγνοούμε και ταυτόχρονα, αδυνατούμε να προβλέψουμε. Όσα βλέπουμε, είναι όσα υπάρχουν – μόνο που αυτή η πρόταση, είναι εντελώς λάθος.