Κατά μία έννοια και τηρουμένων πάντα των αναλογιών η φετινή ΑΕΚ μοιάζει αρκετά με τον Ολυμπιακό. Η πιο ακριβοπληρωμένη μεταγραφή της είναι ο προπονητής της, ο οποίος έχει τον απόλυτο έλεγχο της μεταγραφικής δραστηριότητας της ομάδας. Σε ό,τι αφορά την ΑΕΚ, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο επί εποχής Μάκη Αγγελόπουλου. Για πρώτη […]
Κατά μία έννοια και τηρουμένων πάντα των αναλογιών η φετινή ΑΕΚ μοιάζει αρκετά με τον Ολυμπιακό. Η πιο ακριβοπληρωμένη μεταγραφή της είναι ο προπονητής της, ο οποίος έχει τον απόλυτο έλεγχο της μεταγραφικής δραστηριότητας της ομάδας. Σε ό,τι αφορά την ΑΕΚ, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο επί εποχής Μάκη Αγγελόπουλου.
Για πρώτη φορά συμβαίνει και κάτι ακόμα. Ο ιδιοκτήτης της ΚΑΕ δεν δείχνει να έχει διάθεση να υπερβεί το μπάτζετ που έχει εξ αρχής οριστεί. Τις άλλες φορές όλο και κάποιος Καρλ Ίνγκλις, Ποπς Μενσά Μπονσού, Μπραντ Νιούλεϊ, Μάνι Χάρις ερχόταν. Ακριβοί παίκτες, δηλαδή, που έρχονταν κατόπιν προσωπικής επιθυμίας του Μάκη Αγγελόπουλου και καθ’ υπέρβαση των αρχικώς προϋπολογισθεισών δαπανών, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν το δικό του πόθο να φτιαχτεί μια λαμπερή ομάδα, που θα είναι ανταγωνιστική στο υψηλό επίπεδο και θα κάνει γκελ στον κόσμο. Φέτος… τίποτα.
Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό. Ή μάλλον, τρεις λόγοι. Πρώτον, όλα αυτά τα χρόνια η ΑΕΚ ως εταιρεία μπαίνει σταθερά μέσα στο τέλος κάθε σεζόν κατά αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ευρώ. Κι αυτό το έλλειμμα το καλύπτει από την τσέπη του ο Μάκης Αγγελόπουλος. Όσο ακραιφνής ΑΕΚτσής κι αν είναι (που είναι), όσο συναισθηματικά κι αν βλέπει αυτό το εγχείρημα (που το βλέπει), δεν παύει να είναι επιχειρηματίας και το μπάσκετ επαγγελματικό άθλημα. Ξέρει καλά πως αν κάποια στιγμή δεν μπει φρένο στα μεγάλα ελλείμματα, στο τέλος δεν θα αντέξει.
Δεύτερον, η ανταπόκριση των φίλων της ΑΕΚ συνεχίζει να είναι μικρή, σταθερά μικρότερη του αναμενομένου. Αυτό είναι το μεγάλο παράπονο του Αγγελόπουλου και το έχει εκφράσει και δημοσίως σε συνεντεύξεις του. Φέτος έλπιζε ότι θα υπήρχε κάποια πρόοδος μετά την εξαιρετική περσινή σεζόν, κατά την οποία η ομάδα κέρδισε δύο τρόπαια και έδειξε πως επιστρέφει οριστικά στην ελίτ των μεγάλων. Παρ’ όλα αυτά, τα εισιτήρια διαρκείας έχουν τεθεί σε κυκλοφορία εδώ και πάνω από ένα μήνα και έχουν διατεθεί λιγότερα από 500. Την ίδια ώρα ο Παναθηναϊκός έχει πουλήσει πάνω από 3.500. Για να γίνονται και οι συγκρίσεις…
Τρίτον, ο Μάκης Αγγελόπουλος περιμένει πως σύντομα η Πολιτεία θα ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει με το ΟΑΚΑ και θα αποδεχθεί την πρόταση της ΚΑΕ ΑΕΚ για αξιοποίηση του Ποδηλατοδρομίου. Με άλλα λόγια, αν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του, είναι πιθανό μέσα σε αυτή τη σεζόν η ΑΕΚ να αρχίζει να χτίζει το γήπεδό της, για το οποίο θα απαιτηθούν κονδύλια. Κι αυτά τα κονδύλια θα πρέπει από κάπου να εξοικονομηθούν.
Ο Μπάνκι και οι κινήσεις του
Με αυτά τα δεδομένα, αποφασίστηκε να γίνει μία και μοναδική οικονομική υπέρβαση: στο θέμα του προπονητή. Προσελήφθη σχεδόν με τα διπλά χρήματα από αυτά που αρχικά προϋπολογίστηκαν για τη θέση ο Λούκα Μπάνκι, ένας εγνωσμένης αξίας προπονητής, με πλούσιες παραστάσεις από το κορυφαίο επίπεδο και εξαιρετική γνώση της αγοράς, και του δόθηκε εν λευκώ η εντολή σχηματισμού της ομάδας εντός ενός συγκεκριμένου, περιορισμένου σε σχέση με πέρυσι, οικονομικού πλαισίου.
Κι από τις κινήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα (μοναδική εξαίρεση αποτελεί η μεταγραφή του Χάρη Γιαννόπουλου, που έκλεισε πριν προσληφθεί ο προπονητής), φαίνεται πως ο Ιταλός έχει πετύχει δύο πράγματα.
Πρώτον, διατήρησε έναν κορμό από πέρυσι, κάτι που δεν ήταν αυτονόητο όταν ήρθε. Θυμίζουμε πως τελειώνοντας η περασμένη σεζόν, μόλις δύο παίκτες είχαν κλειστά συμβόλαια και για την επόμενη: οι Σάκοτα και Λαρεντζάκης. Στην πορεία, ωστόσο, ενεργοποιήθηκε η οψιόν του Ξανθόπουλου, έμειναν ο Χάντερ και ο Καββαδάς, ενώ όλα δείχνουν ότι θα μείνει και ο Τζέιμς. Συνεχίζουν, δηλαδή, έξι παίκτες από την περσινή 12άδα. Κάτι που κομίζει αυτονόητα οφέλη στο κομμάτι της ομοιογένειας. Ειδικά η γραμμή των ψηλών είναι ίδια με την περσινή, με μοναδική διαφοροποίηση την προσθήκη του Ρόμπερσον αντί του Μαυροειδή.
Δεύτερον, αντί των έμπειρων περσινών μισθοφόρων (Γκριν, Χάρις, Πάντερ) ο Μπάνκι επέλεξε να φέρει άγνωστα νεαρά παιδιά, που ήταν και πιο προσιτά οικονομικά (κάτι ανάλογο έκανε και ο Μπλατ στον Ολυμπιακό με τους Ουίλιαμς-Γκος και ΛεΝτέι). Αυτή επιλογή, βεβαίως, εμπεριέχει το ρίσκο της απειρίας, δεδομένου ότι οι Ράταν-Μέις και Ρόμπερσον έρχονται για πρώτη φορά στην Ευρώπη μετά από επαγγελματική καριέρα μόλις ενός έτους στη G-League, ο δε Γκρίφιν έχει πιο πολλές παραστάσεις μεν, αλλά κι αυτός τώρα αρχίζει να ανεβαίνει επίπεδο.
Όμως και οι τρεις έχουν φρέσκα πόδια και πολύ υψηλό κίνητρο, δεδομένου ότι η ΑΕΚ τούς δίνει την ευκαιρία να ξεπεταχτούν, να κάνουν γνωστό το όνομά τους και να διεκδικήσουν υψηλότερα συμβόλαια ή ακόμα και μια θέση στο ΝΒΑ, που για όλα αυτά τα παιδιά είναι όνειρο ζωής. Αυτό είναι σε πολλές περιπτώσεις προτιμότερο από την εμπειρία μπαρουτοκαπνισμένων παικτών, που έρχονται έχοντας στο μυαλό τους μόνο τα χρήματα, και σε αυτό ποντάρουν ο Μπάνκι και η Ένωση.
Το αν θα βγουν, θα το μάθουμε όλοι μαζί σε λίγους μήνες. Πάντως ο Ράταν-Μέις είναι πραγματικά κάλος παίκτης και υπό μία έννοια είναι επιτυχία της ΑΕΚ, που κατάφερε να τον υπογράψει, παρότι πρόσφατα είχε σε 10 αγώνες των summer leagues (Σακραμέντο και Λας Βέγκας) με τους Λέικερς 9 πόντους και 5 ασίστ κατά μέσο όρο. Συνήθως τέτοιοι παίκτες περιμένουν για να υπογράψουν two-ways συμβόλαια με ομάδες του ΝΒΑ, όπως έκανε πέρυσι με σχεδόν ίδια νούμερα στα summer leagues ο Μάρκους Πέιτζ, τον οποίον διεκδίκησε ανεπιτυχώς η Ένωση.
Τον Γκρίφιν τον είδαμε πέρυσι στον Κολοσσό και διαπιστώσαμε ότι είναι επίσης καλός παίκτης, ενώ ο Ρόμπερσον είναι αλήθεια πως κάνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα και τα ερωτηματικά στην περίπτωσή του είναι περισσότερα. Πάντως μπαίνει σε μια γραμμή ψηλών έτοιμη από πέρυσι κι αυτό θα τον βοηθήσει και τον ίδιο.
Συνοψίζοντας (και καθώς περιμένουμε το «τριάρι» που θα πάρει ο Μπάνκι, αλλά και να κλείσει οριστικά ο Τζέιμς), θα έλεγε κανείς πως η φετινή ΑΕΚ παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αποτελεί ένα κράμα νέων, αλλά και πιο έμπειρων παιδιών, υπό την καθοδήγηση ενός καταξιωμένου προπονητή, που είναι ένα μεγάλο στοίχημα για όλους.
Δύσκολα, όμως, μπορεί να προβλέψει κανείς από τώρα αν αυτό το στοίχημα θα κερδηθεί…