Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται κάποια στιγμή να δώσει μια σοβαρή εξήγηση ως προς το γιατί επέλεξε να συνεργαστεί με τον Πάνο Καμμένο και τις παρακρατικές πρακτικές του
Από τα βασικά πράγματα τα οποία θα πρέπει να κάνει κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να δώσει εξηγήσεις και να κάνει αποτίμηση και αυτοκριτική ως προς το γιατί επέλεξε όχι απλώς να συνεργαστεί με τον Πάνο Καμμένο, αλλά και να αποδεχτεί – και ενίοτε να ενστερνιστεί – τις πρακτικές παραδικαστικού ή παρακρατικού κυκλώματος στις οποίες επιδόθηκε ο αρχηγός των Ανεξαρτήτων Ελλήνων.
Γιατί είναι προφανές ότι σε αυτή την πολιτική συνεργασία, ανάμεσα σε ένα κόμμα που υποτίθεται ότι προερχόταν από τη ριζοσπαστική αριστερά και σε ένα κόμμα με θέσεις που μόνο ως ακροδεξιές και εθνικιστικές σχέσεις, τα προβλήματα δεν περιορίζονταν μόνο στις αποκλίνουσες πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις, όπου αποκορύφωμα ήταν η αντιδιαμετρική τοποθέτηση ως προς τη Συμφωνία των Πρεσπών, που άλλωστε οδήγησε και στη διάλυση της συνεργασίας.
Υπήρξε και το πρόβλημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συνεργαστεί με έναν πολιτικό που όταν δεν προσπαθούσε να εξυπηρετήσει επιχειρηματίες, μεθόδευε παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη και τους διωκτικούς μηχανισμούς, σε συνεργασία με τη σύζυγό του.
Γιατί ο απολογισμός του Πάνου Καμμένου δεν περιορίζεται στην εθνικιστική ρητορική του, στις συντηρητικές θέσεις πάνω σε ζητήματα δικαιωμάτων ή στο απίστευτο κιτς που συνόδευσε τη θητεία του στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Περιλάμβανε ακόμη τις στενές σχέσεις με εμπόρους όπλων και περιστατικά όπως το να βγάζει φωτογραφίες μαζί τους το πρωί και το βράδυ να εμφανίζεται, μετά της συζύγου του, σε ακριβό ιδιωτικό καζίνο στο Λονδίνο.
Περιλάμβανε τη μεθόδευση για πωληθούν όπλα του Ελληνικού Στρατού στη Σαουδική Αραβία με πιθανό προορισμό τον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη.
Περιλάμβανε το γεγονός ότι ο Πάνος Καμμένος ήταν ουσιαστικά στο επίκεντρο μιας προσπάθειας να πιεστεί ένας ισοβίτης να δώσει τη «σωστή κατάθεση», μαζί με τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, τον δημοσιογράφο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, προσπάθεια που περιλάμβανε την τότε προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πειραιά Ε. Τζίβα και έναν αξιωματικό του Λιμενικού Σώματος, τον Π. Χριστοφορίδη που θεωρούσε ότι στα «ανακριτικά καθήκοντα» περιλαμβάνεται και η άσκηση πίεσης να δώσει κάποιος μια κατάθεση ακόμη και εάν αυτή δεν αντιστοιχούσε στην αλήθεια, εφόσον αυτό εξυπηρετούσε πολιτικούς και επιχειρηματικούς σχεδιασμούς.
Περιλάμβανε την προσπάθεια να διωχτούν με αβάσιμες κατηγορίες δημοσιογράφοι που απλώς δημοσίευσαν επικριτικά άρθρα, προσπάθεια που περιλάμβανε την κ. Τζούλη, σύζυγο του κ. Καμμένου, περίπου να δίνει εντολές στους αξιωματικούς να προχωρήσουν σε συλλήψεις.
Αναρωτιέται κανείς ποια σχέση μπορούν να έχουν όλα αυτά με αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «αριστερή διακυβέρνηση».
Το γεγονός ότι ο πολιτικός κύκλος του Πάνου Καμμένου τελείωσε και ότι πλέον το να υπογράφει ως πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων είναι σχεδόν ανέκδοτο, εφόσον το κόμμα δεν υπάρχει, δεν αναιρεί την ανάγκη να δοθούν εξηγήσεις από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια και από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Και τα πράγματα κάνει ακόμη χειρότερα η διαπίστωση ότι ως προς τη χρήση τέτοιων βαθιά καθεστωτικών πρακτικών δεν περιορίστηκε απλώς στα όσα έκανε ο Πάνος Καμμένος.
Το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έρχονται στο φως στοιχεία για το ρόλο του κ. Παπαγγελόπουλου, που επίσης μικρή σχέση είχε με αυτό που θα λέγαμε «αριστερό ήθος», μόνο τυχαίο δεν είναι.
Μάλιστα, είναι ενδεικτικό του πόσο «συντροφικές» ήταν οι σχέση στην «πρώτη φορά Αριστερά» είναι και το γεγονός ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος ήταν έτοιμος να «δώσει» κανονικά τον κ. Καμμένο και τις παραδικαστικές και παρακρατικές πρακτικές του.
Και βέβαια δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το ρόλο του Νίκου Παππά.
Εάν υπάρχει μια φιγούρα στο επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ που κυρίως εκπροσωπεί αυτή τη «μετάλλαξη» μιας αριστεράς που αποφάσισε να μιμηθεί τις πρακτικές των «συστημικών» κομμάτων, αυτός είναι ο Νίκος Παππάς.
Και το βλέπουμε αυτό τώρα στις αποκαλύψεις για το πώς εμπλεκόταν σε υποθέσεις επιχειρηματιών, αναφερόταν στην κυβέρνηση ως «το μαγαζί» και παραδεχόταν ότι υπήρχαν κέντρα που «έκαναν δουλειές».
Όμως υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο. Και αυτός είναι η ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα.
Όλα αυτά τα πράγματα δεν συνέβαιναν απλώς.
Δεν ήταν παραλειπόμενα του κυβερνητικού έργου.
Όλα αυτά αφορούσαν τον πυρήνα του κυβερνητικού έργου, κορυφαία στελέχη, την καθημερινότητα της κυβέρνησης.
Συζητιόνταν σε συσκέψεις και στα διαλείμματα των υπουργικών συμβουλίων.
Και όλα αυτά τα γνώριζε ο Αλέξης Τσίπρας.
Τα γνώριζε άμεσα, τα γνώριζε και από τις καταγραφές που από ό,τι φαίνεται έκανε η ΕΥΠ του Γιάννη Ρουμπάτη. Και γι’ αυτό πρέπει να δώσει εξηγήσεις.
Εάν δεν ενέκρινε τέτοιες πρακτικές, τότε πρέπει να εξηγήσει γιατί δεν δοκίμασε έγκαιρα να βάλει φραγμό σε αυτές, πριν εξελιχτούν σε μια πραγματικά τοξική κατάσταση και γιατί δεν απομάκρυνε τα πρόσωπα που εμπλέκονταν σε αυτές.
Εάν τις ενέκρινε, τότε πρέπει να δώσει εξηγήσεις γιατί μια κυβέρνηση της Αριστεράς έπρεπε να υιοθετήσει πρακτικές που αποπνέουν κυνισμό της εξουσίας και καμιά σχέση δεν έχουν με τις παραδόσεις του αριστερού κινήματος.
Και έχει ιστορική ευθύνη να δώσει αυτές τις εξηγήσεις.
Γιατί στο πρόσωπό του κάποια στιγμή επικεντρώθηκε η ελπίδα ενός ολόκληρου λαού.
Γιατί χιλιάδες άνθρωποι πίστεψαν ότι μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα.
Γιατί υποτίθεται ότι θα έφερνε άλλο ήθος στην εξουσία.