Η κοινοτοπία ότι ο Τύπος είναι η Τέταρτη Εξουσία δεν βγήκε τυχαία. Αντανακλούσε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφωνόταν η δημοσιότητα ως αναπόσπαστη πλευρά των ίδιων ιστορικών διεργασιών που μας έδωσαν πέραν του καπιταλισμού, τον κοινοβουλευτισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Σήμερα, που όλα αυτά περνούν μια βαθιά κρίση, συμπαρασύρονται στη δίνη της και τα ΜΜΕ, που ολοένα και περισσότερο ξεχνούν τον βαθιά θεσμικό ρόλο που μπορούν να έχουν.
Παρότι έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τα ΜΜΕ ως μηχανισμούς χειραγώγησης ενίοτε δε και αποβλάκωσης, ιστορικά η πραγματική σχέση με το κοινό τους ήταν πολύ πιο αμφίδρομη. Για την ακρίβεια, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτός που πραγματικά αποφάσιζε ήταν ο αναγνώστης. Τα έντυπα όπως και τα άλλα ΜΜΕ είχαν «γραμμή», την οποία και προσπαθούσαν να περάσουν, αλλά αυτή αντιστοιχούσε και ένα συγκεκριμένο κοινό το οποίο με τη σειρά του την αποδεχόταν, την εμπέδωνε και ενίοτε την επέβαλε. Οι εφημερίδες ή ακόμη και τηλεοπτικά κανάλια αγωνιούσαν για το εάν μπορούσαν να κρατήσουν τον αναγνώστη ή το θεατή και αυτό ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια με τα οποία χάραζαν τη στρατηγική και έκαναν τις επιλογές τους.
Με τη σειρά τους οι αναγνώστες ή οι θεατές συχνά πυκνά έκαναν αισθητή την απαίτησή τους, επιδοκίμαζαν επιλογές με τις οποίες συμφωνούσαν αλλά και διαμαρτύρονταν όταν τα ΜΜΕ παρέκκλιναν από τη «γραμμή» ή από την αναμενόμενη ποιότητα. Από τους διαδηλωτές να καίνε φύλλα εφημερίδων του «Συγκροτήματος Λαμπράκη» προδικτατορικά, επειδή πήγε να στηρίξει τους αποστάτες, μέχρι τα ανεβοκατεβάσματα των τηλεθεάσεων αργότερα, τα παραδείγματα είναι πολλά.
Με αυτή την έννοια, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τα ΜΜΕ ανήκαν και στους αναγνώστες ή θεατές τους, ακριβώς στη βάση αυτής της αμφίδρομης σχέσης. Αυτό ήταν που έδινε, στην πραγματικότητα, και έναν θεσμικό ρόλο στα ΜΜΕ. Εκπροσωπούσαν και διαμόρφωναν ταυτόχρονα τα ρεύματα και τις διαφορετικές λογικές που διαπερνούσαν τις κοινωνίες, εξασφαλίζοντας συχνά ότι εκφράζονται με τρόπο συγκροτημένο και αρθρωμένο. Αυτός η συμβολή στην καλύτερη άρθρωση των πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων, ήταν που έκανε τα ΜΜΕ έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες των σύγχρονων δημοκρατιών.
Ακόμη περισσότερο, καλύπτοντας όχι μόνο την πολιτική ειδησεογραφία ή το αστυνομικό δελτίο, αλλά και τις τέχνες, τα γράμματα, την κίνηση ιδεών, τον αθλητισμό, τα ΜΜΕ μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να παράγουν πολιτισμό, να επηρεάζουν τη σχέση μας με ένα μεγάλο φάσμα από πολιτισμικά πεδία.
Μόνο που αυτή η συνθήκη βαίνει προς ουσιαστικά αναίρεση τα τελευταία χρόνια, μέσα από ένα συνδυασμό παραγόντων. Από τη μια είχαμε την άνοδο του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εδώ είχαμε μια μεγάλη ανατροπή στους όρους συγκρότησης της δημοσιότητας, ακριβώς επειδή δημιουργήθηκε μια καινούρια δημόσια σφαίρα ούτε ακριβώς δημόσια, ούτε εντελώς ιδιωτική, αλλά στο σημείο όπου τέμνονται το δημόσιο και το ιδιωτικό. Αυτή η διαρκής έκθεση πρακτικών, μορφών λόγου που προέρχονταν από τις πιο ιδιωτικές μορφές επικοινωνίας, στη δημόσια σφαίρα, αυτή η ιδιότυπη δημοσιοποίηση του ιδιωτικού χώρου και ιδιωτικοποίηση του δημόσιου λόγου, αυτή η υποκατάσταση του λόγου από το κουτσομπολιό και την κραυγή (ή την δήθεν ανάλυση επιπέδου καφενείου) είχε διαλυτικά αποτελέσματα για το πώς λειτουργούν τα ΜΜΕ, ειδικά στον Ελλαδικό χώρο. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που πλέον θεωρείται αυτονόητο πώς εάν κάτι εμφανιστεί στα κοινωνικά δίκτυα συνιστά είδηση, η αντίληψη της επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας πρακτικών ή απόψεων με βάση τους κανόνες των κοινωνικών δικτύων, η αντιγραφή του κραυγαλέου, το διαρκές «σου είπα, μου είπες», πλέον έχουν περάσει όχι απλώς στο δημοσιογραφικό λόγο, αλλά πολύ περισσότερο και στο σχεδιασμό και τη διοίκηση των ΜΜΕ.
Σε όλα αυτά προσθέστε και την παράμετρο της οικονομικής κρίσης. Η οικονομική κρίση έπληξε άμεσα τα ΜΜΕ, εφόσον τους στέρησε μεγάλο μέρος των διαφημιστικών εσόδων, αλλά ταυτόχρονα άλλαξε και τους όρους του παιχνιδιού. Διαμόρφωσε νέες πολώσεις και νέες απαιτήσεις ρητής συστράτευσης, πολύ πέραν των παλαιότερων απαιτήσεων της «γραμμής» (μια που εντός της παραδοσιακά υπήρχαν περιθώρια διαφοροποίησης).
Πάνω από όλα έφερε νέους παίκτες στα ΜΜΕ που δεν ήταν ούτε παραδοσιακοί «εκδότες» ούτε καν «επενδυτές» που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να βγάλουν χρήματα από ένα δημοσιογραφικό προϊόν που να «πουλάει». Οι νέοι παίκτες ήθελαν ΜΜΕ να ασκούν επιρροή, αδιαφορώντας συχνά για την ποιότητα της παρεχόμενης ενημέρωσης, αφού το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να μπορούν να εξασφαλίζουν μέσω της κατοχής ΜΜΕ ότι θα μπορούσαν να προωθούνται άλλες επιδιώξεις τους.
Συνηθίσαμε, αυτή τη σχέση να την ονομάζουμε «διαπλοκή» και να την αντιμετωπίζουμε ως την προσπάθεια άσκησης επιρροής από τη μεριά των επιχειρηματιών ιδιοκτητών των ΜΜΕ πάνω στην πολιτική εξουσία. Μόνο που αυτό είναι η μισή αλήθεια, ή, για την ακρίβεια, είναι η αλήθεια που βολεύει τους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας.
Γιατί μπορεί οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ να ήθελαν να ασκήσουν επιρροή, προσφέροντας σε αντάλλαγμα θετική και αρνητική δημοσιότητα, ανάλογα με την περίπτωση, από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα ΜΜΕ εξαρτώνται με έναν τρόπο από την πολιτική εξουσία. Από τις διαδικασίες αδειοδότησης και άσκησης εποπτικού ελέγχου, μέχρι την κατανομή της κρατικής διαφήμισης, οι μορφές εξάρτησης είναι ποικίλες, όπως και τα εργαλεία της άσκησης πίεσης επί των ΜΜΕ.
Αυτό διαμορφώνει το παράδοξο να έχουμε ΜΜΕ πολύ πιο ιδιωτικά ως προς την ιδιοκτησία και τον προσανατολισμό, αλλά και πολύ εναγκαλισμένα από πολιτικά ή κρατικά κέντρα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τα προβλήματα που έφερε στην ποιότητα της ενημέρωσης η κυριαρχία της φυσιογνωμίας των κοινωνικών δικτύων, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια τριπλή συνθήκη κρίσης των ΜΜΕ και της ενημέρωσης σήμερα.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνικό, αλλά διεθνές. Μόνο που στην Ελλάδα έχει πάρει ιδιαίτερα έντονη μορφή. Έτσι, στην Ελλάδα ενώ έχουμε ισχυρούς παίκτες στο χώρο των ΜΜΕ, με την έννοια της κλίμακας των κεφαλαίων που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν, μέχρι τώρα αυτό δεν οδηγεί σε μια άλλη κατάσταση, με ΜΜΕ που να διεκδικούν το δικό τους θεσμικό ρόλο, αλλά σε ακόμη μεγαλύτερη υποταγή σε πολιτικά κέντρα και ένταξη στο πεδίο των καθημερινών πολιτικών και κομματικών ανταγωνισμών. Αυτό οδηγεί σε φαινόμενα όπως η «τυφλή» στράτευση ΜΜΕ όχι σε παρατάξεις ή ιδεολογικά ρεύματα, αλλά σε ηγεσίες και πολιτικούς παράγοντες.
Όμως, μια τέτοια κατεύθυνση είναι στην πραγματικότητα συνταγή για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων για να παραμείνουν στάσιμα. Αντίθετα, εάν κανείς κοιτάξει στο εξωτερικό θα δει ότι ιδίως στο χώρο της ενημέρωσης κατεξοχήν διατηρούν κύρος και απήχηση τα μέσα εκείνα που επιμένουν στο ρόλο τους και διατηρούν έναν βαθμό ανεξαρτησίας από αυτού του είδους την πολιτική και επιχειρηματική αντιπαράθεση.
Να το πω διαφορετικά: είναι πολύ σημαντικό τα ΜΜΕ να θυμηθούν το ρόλο τους, το θεσμικό ή πραγματικά «συστημικό» ρόλο τους για να παίξουμε με τις λέξεις. Να θυμίσουν στους πολιτικούς ότι ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης υπερβαίνει τα όρια του κομματικού παιχνιδιού και ότι είναι εδώ για να καταγράψουν και να σχολιάσουν όχι μόνο τις τρέχουσες αντιπαραθέσεις αλλά και τις επόμενες και τις μεθεπόμενες. Κοντολογίς να θυμίσουν ότι άλλη η διάρκεια μιας πολιτικής ηγεσίας και άλλη ενός μέσου που διεκδικεί να διαμορφώσει ξανά μια δημόσια σφαίρα που να πατάει στην τεκμηρίωση, στην ουσιαστική διαπάλη ιδεών, στη διαρκή ανασημασιοδότηση των βασικών ιδεολογικών ρευμάτων.
Χρειαζόμαστε να έχουμε ΜΜΕ που να αισθάνονται ότι λογοδοτούν σε κάτι παραπάνω από τον εκάστοτε βραχύ πολιτικό υπολογισμό, ότι δεν είναι εδώ απλώς για να εξυπηρετούν τον όποιο πολιτικό σήμερα μπορεί να «απαιτήσει», ότι απολογούνται όχι απλώς στο κοινό τους σήμερα, αλλά στον ιδεότυπο δημόσιας σφαίρας που θεωρούν αναγκαίο.
Κοντολογίς, χρειαζόμαστε ΜΜΕ που να έχουν και το διαρκές αίσθημα ευθύνης αλλά και τη στωικότητα που αναλογεί στο θεσμικό ρόλο που τους αναλογεί, αλλά και την επίγνωση ότι οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται αλλά η ανάγκη για ποιοτική και ουσιαστική ενημέρωση παραμένει.
Και τότε μπορεί να έχουμε όχι μόνο καλύτερη ενημέρωση αλλά και καλύτερη δημοκρατία.