Καλό θα είναι οι υπουργοί να αποφεύγουν τις προσβολές προς μια κοινωνία που έχει νιώσει στο πετσί της τι σημαίνει φτώχεια.
Αδυνατώ να καταλάβω γιατί θα μπορούσε ένας υπουργός να βγει και να πει ότι «με 200 ευρώ επιβιώνεις».
Θέλω να πω ότι θα πρέπει κάποιος να μην έχει καμιά επίγνωση του τι συμβαίνει στη χώρα για να πει κάτι τέτοιο.
Να μην έχει πάει ποτέ να ψωνίσει τρόφιμα, να μην γνωρίζει πόσο κάνει μια φρατζόλα ψωμί, ένα λίτρο γάλα, ένα κιλό κρέας.
Να μην ξέρει πόσο κάνει το εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, να μην έχει αγοράσει ποτέ ένα σουβλάκι, να μην ξέρει πόσο κάνει ένα πακέτο τσιγάρα, μια μπύρα.
Να μην έχει πληρώσει ποτέ ενοίκιο, να μη γνωρίζει πόσο κοστίζει μια κάρτα για κινητό, να μην ξέρει πόσο κοστίζει το ηλεκτρικό ρεύμα και η θέρμανση ακόμα και για μια μικρή γκαρσονιέρα.
Προφανώς και μπορεί κάπου να υπάρχει μια μελέτη που κάνοντας διάφορες υποθέσεις (που στην πραγματικότητα ποτέ δεν επαληθεύονται) θα υποστηρίζει ότι με 200 ευρώ δεν πεθαίνεις από την πείνα, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα στην πραγματική ζωή.
Όμως, όλα αυτά είναι ένα σύμπτωμα ευρύτερο και αφορά ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής ελίτ της χώρας (όλων των κομμάτων): μια αδυναμία να κατανοήσουν πώς ζουν οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα.
Το είχαμε δει και τα προηγούμενα χρόνια όταν έρχονταν διάφοροι, εκπρόσωποι της Τρόικας αλλά και εγχώριοι «ειδικοί» και έλεγαν ότι στην Ελλάδα πρέπει να γίνουμε «ανταγωνιστικοί ως προς το κόστος εργασίας.
Με αυτές, όμως, τις λογικές και φτάσαμε να θεωρούμε «καταπολέμηση της ανεργίας» τις θέσεις μερικής απασχόλησης των 300 και 400 ευρώ.
Όμως, με τέτοιους μισθούς ούτε μπορεί να ζήσει κανείς με αξιοπρέπεια, ούτε να πάρει μπροστά η αγορά.
Τέτοιοι μισθοί δεν σημαίνουν μόνο εξαθλίωση των εργαζομένων, αλλά και υποτονική αγοραστική κίνηση και μαγαζιά που αναγκάζονται να κλείσουν.
Εάν θέλουμε πραγματικά ανάπτυξη που να αφορά την κοινωνία και όχι απλώς τους «οικονομικούς δείκτες», τότε πρέπει να ξεφύγουμε οριστικά από τη λογική των μισθών πείνας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας.
Και καλό είναι στην κυβέρνηση να θυμούνται ότι η δυσαρέσκεια της προηγούμενης δεκαετίας, αυτή που έριξε κυβερνήσεις και έφθειρε κόμματα, με τελευταίο παράδειγμα τον Τσίπρα, δεν αφορούσε ότι δεν είχαμε «επιτελικό κράτος».
Αφορούσε την ανεργία, την απώλεια αγοραστικής δύναμης, την αίσθηση εξαθλίωσης.
Αυτό είναι το πραγματικό πολιτικό στοίχημα.