23 χρόνια πέρασαν από τη δολοφονία του Τάσου Ισαάκ. Δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Από μια σύμπτωση η 11η Αυγούστου ήταν και τότε Κυριακή, στο όχι και τόσο μακρινό 1996.
Η Κύπρος, πάντα διαιρεμένη, θυμόταν για άλλη μια φορά το πραξικόπημα και την εισβολή.
Τη βία, την κατοχή και τη διχοτόμηση.
Τότε είχαν πάρει μια πρωτοβουλία οι ενώσεις των μοτοσικλετιστών να κάνουν μια μεγάλη αντικατοχική πορεία.
Ήθελαν ειρηνικά να αμφισβητήσουν την κατοχή και είχαν φωνάξει και μοτοσικλετιστές από άλλες χώρες.
Έπεσαν όλοι επάνω τους για να τους αποτρέψουν, τους κατηγόρησαν ότι δεν σκέφτονταν τις επιπτώσεις, ότι η λύση θα έρθει από τις διαπραγματεύσεις και τη διεθνή κοινότητα.
Τις ίδιες διαπραγματεύσεις που εδώ και πάνω από 40 χρόνια δεν έχουν λύσει το πρόβλημα και την ίδια διεθνή κοινότητα που αδιαφορεί για το ζήτημα.
Οι πιο πολλοί έκαναν πίσω.
Κάποιοι όμως επέμειναν.
Μπήκαν στη «νεκρή ζώνη» της «πράσινης γραμμής». Από την άλλη πλευρά τους περίμεναν άνθρωποι του Ψευδοκράτους και έποικοι.
Μερικοί εγκλωβίστηκαν στα συρματοπλέγματα και άρχισαν να τους ξυλοκοπούν ανελέητα.
Ο Τάσος Ισαάκ δεν είχε εγκλωβιστεί, όμως έτρεξε να βοηθήσει ένα σύντροφό του.
Τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου.
Γιατί ήθελε να δει την πατρίδα του ενωμένη ξανά.
Γιατί δεν άντεχε να βλέπει ένα συρματόπλεγμα να χωρίζει την πατρίδα του.
Γιατί λαχταρούσε μια Κύπρο όπου όλοι οι κάτοικοί της θα μπορούσαν να κινούνται σε όλο το νησί.
Στη φωτογραφία από την ώρα του χαμού του φαίνεται το σύνθημα στο μπλουζάκι του: «Οι Μοτοσικλετιστές τολμούν-Απελευθέρωση η ΜΟΝΗ λύση».
Μετά την κηδεία του, μέσα στη συγκίνηση και την οργή ο Σολωμός Σολωμού θα προσπαθήσει να κατεβάσει την τουρκική σημαία από ένα φυλάκιο.
Ανέβηκε στον ιστό της σημαίας και θα περάσει και αυτός στην ιστορία, χτυπημένος από μια σφαίρα από το απέναντι τουρκικό φυλάκιο.
Έχουν γραφτεί πολλά για το Κυπριακό. Περίπλοκο κουβάρι και μεγάλες οι ευθύνες από όλες τις πλευρές.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πέρα από όλα τα διπλωματικά παιχνίδια και τις σύνθετες διατυπώσεις είναι και υπόθεση ανθρώπων.
Ανθρώπων που εξακολουθούν να βλέπουν την πατρίδα τους χωρισμένη.
Δεν ξέρω εάν θα λυθεί και με ποιο τρόπο το Κυπριακό.
Ξέρω, όμως, ότι τέτοια θέματα δεν κρίνονται μόνο στο τραπέζι της διπλωματίας αλλά και στην αποκοτιά εκείνων που βάζουν το δίκιο πάνω από όλα.
Όπως έκαναν ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού.
Είναι αυτό που περιέγραψε χρόνια πριν ο Δώρος Λοΐζου, ο Κύπριος αγωνιστής ποιητής που έπεσε στις 30 Αυγούστου του 1974 δολοφονημένος από τους φασίστες της ΕΟΚΑ Β και είχε γράψει εκείνο το συγκλονιστικό «Τραγούδι του λεύτερου».
«Θα ρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα φορέσω το πρόσωπο ανάποδα
και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα
να ρεζιλέψω τους οπαδούς του συρματοπλέγματος,
να βάλω φωτιά στην Πρεσβεία του Θανάτου.
Θαρθούν οι γνωστικοί
να μου βάλουν τρικλοποδιά,
γιατί τους διώχνω τους πελάτες απο τα μαγαζιά.
Θαρθούν οι «ειδικοί αστυνομικοί»
να μου σπάσουν τα πλευρά
γιατί βάζω οργή και φωτιά στα παιδιά.
Θαρθούν οι κόκκινοι
να μου κοκκινίσουν το μούτρο
γιατί είμαι πιο κόκκινος απ’ αυτούς.
Θαρθούν οι λευκοί
να μου μαυρίσουν το μάτι
γιατί είμαι πιο λευκός απ’ αυτούς.
Θαρθούν οι φωτισμένοι
να μου αλλάξουν τα φώτα
γιατί είμαι πιο φωτισμένος απ’ αυτούς.
Θαρθούν
οι γελοίοι, οι σοβαροί, οι ανατολικοί, οι δυτικοί,
οι προτεστάντες, οι καθολικοί, οι δικοί, οι οχτροί,
οι διαόλοι, οι θεοί,
τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί
που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής,
Μα εγώ, θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο, ανάποδα
και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα
να διεκδικήσω: Ψωμί και Ελευθερία.»
(Δώρος Λοΐζου, Το τραγούδι του λεύτερου)