Σβήνει το πυροτέχνημα για «μοντάζ» στις συνομιλίες του καταδικασμένου πρωτόδικα σε ισόβια για την υπόθεση του Noor-1 Μάκη Γιαννουσάκη και του αξιωματικού του Λιμενικού Παναγιώτη Χριστοφορίδη, που παρουσιάστηκαν το καλοκαίρι του 2017 στην ιστοσελίδα του Unfollow.
Το 2017 δημοσίευσα στη σελίδα του περιοδικού Unfollow συνομιλίες ανάμεσα στον καταδικασμένο πρωτόδικα σε ισόβια για την υπόθεση Noor-1 Μάκη Γιαννουσάκη και τον αξιωματικό του Λιμενικού Σώματος Παναγιώτη Χριστοφορίδη.
Σε εκείνες τις συνομιλίες αποκαλυπτόταν, με τον πλέον εμφανή και αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι ο αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος ασκούσε πίεση στον Γιαννουσάκη για να εμπλέξει αυθαίρετα σε αυτό τον εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη.
Οι συνομιλίες εκείνες έκαναν λόγο για επιχειρηματίες που ενδιαφέρονταν για να δώσει ο Γιαννουσάκης μια τέτοια κατάθεση και συσχέτιζαν την υπόθεση με μια προσπάθεια να χτυπηθεί η οικογένεια Μητσοτάκη.
Παράλληλα, έφερα στο φως στοιχεία που έδειχναν ότι ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος είχε συνομιλήσει με τον Γιαννουσάκη, κάτι που ο ίδιος το παραδέχτηκε αργότερα.
Η αποκάλυψη των συνομιλιών αυτών προκάλεσε πολιτικό πάταγο, συζητήθηκαν στη Βουλή και υπήρξε μέχρι και αίτημα της αντιπολίτευσης για τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής, που απορρίφθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Οι συνομιλίες αυτές βρέθηκαν αναρτημένες στο διαδίκτυο. Ήταν προφανές στην απλή ακρόαση ότι επρόκειτο για συνεχόμενα αποσπασμάτων συνομιλιών (κι όχι του συνόλου της).
Αυτό το προφανές γεγονός, παρουσιάζεται σήμερα ως «αποκάλυψη» περί τάχα συρραφής που υποτίθεται ότι αλλοιώνει την ουσία των διαλόγων.
Επικαλούνται μάλιστα πόρισμα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛΑΣ που εξέτασε το ηχητικό υλικό, το οποίο εγώ ο ίδιος είχα παραδώσει μετά τον εντοπισμό του στο διαδίκτυο, ως όφειλα, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προ της δημοσιοποίησης του.
Μόνο που στο πόρισμα τους τα εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛΑΣ διαπιστώνουν ότι αυτό που μπορούσε ν αντιληφθεί ακόμη κι ο πιο… βαρήκοος ακροατής.
Ότι δηλαδή καταγράφονται τμήματα των συζητήσεων, που μπορεί να διήρκεσαν πολύ περισσότερο χρόνο, κι όχι το σύνολο τους. Όμως, την ίδια στιγμή δεν υπάρχει καμιά ένδειξη αλλοίωσης του περιεχομένου των συνομιλιών, τόσο στο τι λέει ο κάθε συνομιλητής όσο και στην ακολουθία του κάθε διαλόγου.
Άρα έχουμε συνομιλίες, κάθε μια με αρχή μέση και τέλος, χωρίς αλλοίωση των λεγομένων ή της ακολουθίας του διαλόγου, που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο. Αυτό το υλικό βρήκα στο διαδίκτυο, πρώτα τo παρέδωσα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στη συνέχεια δημοσίευσα στην ιστοσελίδα του Unfollow, κάνοντας παράλληλα έρευνα και ρεπορτάζ και συλλέγοντας και άλλα στοιχεία, όπως για παράδειγμα τα στοιχεία που αποδείκνυαν τις συνομιλίες του υπουργού Εθνικής Άμυνας με τον Μάκη Γιαννουσάκη.
Κι όμως παρότι μιλάμε για τέτοιο υλικό, που εντοπίστηκε στη δημόσια σφαίρα και το οποίο δεν έχει ενδείξεις αλλοίωσης, υπάρχουν δημοσιογράφοι που αυτή τη στιγμή απειλούνται με δίωξη επειδή έκαναν το δουλειά τους και αποκάλυψαν ένα θέμα, το οποίο απασχόλησε μετά κατ’ επανάληψη την ίδια τη Βουλή.
Είναι σαφές ότι η επίκληση της λέξης «μοντάζ» (με τους συνειρμούς που κάνει με τη «μονταζιέρα») από τη μεριά του γνωστού συστήματος συμφερόντων στόχο έχει να αποσείσει τις ευθύνες του για την μεγάλη μεθόδευση.
Το συγκεκριμένο σύστημα συμφερόντων προσπαθεί να εμφανισθεί, χωρίς να είναι, θύμα αλλοίωσης συνομιλιών, υποτιμώντας την νοημοσύνη όλων με δήθεν κλαυθμούς κι οδυρμούς για «πλαστές συνομιλίες».
Γιατί το σύστημα αυτό συμφερόντων γνωρίζει ότι τα περί μοντάζ αφορούν ένα «τυπικό» σημείο της παράθεσης των τμημάτων των διαλόγων σε ένα κοινό αρχείο και όχι την ουσία όσων διαμείβονται στα αποσπάσματα συνομιλιών που έχουν ρέοντα λόγο, χωρίς να υπάρχει πρόσθεση ή διαγραφή ούτε λέξης και χωρίς καμιά αλλοίωση.
Πιστεύουν ότι απευθύνονται σε αφελείς και ότι με μια προβολή της ανυπόστατης θέσης περί «μονταρισμένου υλικού» θα αναιρέσουν τα πραγματικά στοιχεία γι αυτούς, που προκύπτουν από τους απείραχτους διαλόγους και είναι σαφώς επιβαρυντικά.
Λες και το μοντάζ μπορεί να δημιουργήσει και να παράγει λέξεις και φράσεις που δεν άρθρωσαν ο αξιωματικός του λιμενικού κι ο συνομιλητής του.
Ενδεικτική αυτής της πρεμούρας να εμφανισθεί αυτό το υλικό ως δήθεν αλλοιωμένο είναι η δημοσίευση στις 21 Νοεμβρίου στην ιστοσελίδα zougla.gr του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, ενός ανθρώπου υπήρξε κατεξοχήν φορέα αναπαραγωγής κατασκευασμένων αφηγημάτων για την υπόθεση και ο οποίος, όπως αποκάλυψα, είχε ενεργό συμμετοχή στο συντονισμό της προσπάθειας να δώσει ο Γιαννουσάκης κατάθεση που να ενοχοποιεί τον Βαγγέλη Μαρινάκη.
Γράφει το κείμενο στη zougla.gr: «Σύμφωνα με όσα ακούγονταν σε αυτήν τη συνομιλία, ο αξιωματικός προσπαθούσε, με δόλια μέσα και χρησιμοποιώντας ονόματα από τον πολιτικό και τον επιχειρηματικό κόσμο, να πείσει τον Μάκη Γιαννουσάκη να εμπλέξει στην ιστορία του ναρκοπλοίου τον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη».
Και συμπληρώνει ότι τα στοιχεία αυτά «αποδομούν ολοκληρωτικά τη ρητορική που ήθελε επιχειρηματικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας να προσπαθούν να παγιδεύσουν τον κ. Μαρινάκη, μέσω του αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, για να τον εμπλέξουν σε μια ιστορία για την οποία δεν γνωρίζει τίποτα».
Μόνο που ήταν ο ίδιος ο αξιωματικός του Λιμενικού, αυτό που κατά τη «Ζούγκλα» δεν γνωρίζει τίποτα για την εμπλοκή επιχειρηματιών, ήταν αυτός που σε αναφορά του τον Αύγουστο του 2015 προς την Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά κ. κ Τζίβα είχε παραδεχθεί ότι στην προσπάθειά του να αποσπάσει κατάθεση του Γιαννουσάκη επικαλέσθηκε το όνομα του Δημήτρη Μελισσανίδη αλλά πιθανόν κι άλλων εφοπλιστών που ενδιαφέρονται για αυτή την υπόθεση και λέγοντάς του ότι «κι αν κλείσει φυλακή τον “χοντρό”» (o ίδιος διευκρινίζει στην ίδια αναφορά ότι αναφέρεται στον Ευάγγελο Μαρινάκη) από αυτό μπορεί να βγάλει πολλά λεφτά.
Δηλαδή, ο ίδιος ο αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος έχει παραδεχτεί, σε επίσημη αναφορά που συνέταξε ο ίδιος, ότι προκειμένου να αποσπάσει κατάθεση το 2015 από τον Μάκη Γιαννουσάκη, του είχε δώσει «ψεύτικες υποσχέσεις» και είχε χρησιμοποιήσει το όνομα του Δημήτρη Μελισσανίδη. Δηλαδή, είχε κάνει αυτό ακριβώς που ακούμε να κάνει στις υποτίθεται «αλλοιωμένες» και «προϊόν μοντάζ» συνομιλίες που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, όπου ακούγεται να μιλάει εξ ονόματος επιχειρηματιών και να ασκεί πίεση στον Γιαννουσάκη.
Σημειώνεται ότι ο κ. Χριστοφορίδης είχε βρεθεί στο πλευρό του κ Μελισσανίδη σε δίκη στον Πειραιά για άγνωστους εξωυπηρεσιακούς λόγους, ενώ φαίνεται ότι είχε κι άλλες επαφές μαζί του.
Όλα αυτά είναι μόνο ένα μικρό δείγμα των μεθοδεύσεων για να κατηγορηθεί με το… ζόρι για την υπόθεση «Noor-1» ο κ Μαρινάκης. Υπάρχουν ακόμη και τα άλλα στοιχεία που έφερα στο φως: οι τηλεφωνικές κλήσεις του κ Καμένου προς τον κ. Γιαννουσάκη, οι μεταμεσονύκτιες επισκέψεις της κ Τζίβα στην Αυλώνα κ.λπ.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι και νονός της νύκτας, συνεργάτης επιχειρηματία, είχε τηλεφωνήσει κι είχε επισκεφθεί ως οδηγός βυτιοφόρου με καύσιμα (σ.σ. είχε αναλάβει την τροφοδοσία πετρελαίου θέρμανσης στις φυλακές Αυλώνας) τον Μ. Γιαννουσάκη στο συγκεκριμένο σωφρονιστικό κατάστημα για να του εκφράσει το ενδιαφέρον εφοπλιστών για να «κατηγορήσει» τον Βαγγέλη Μαρινάκη.
Κατά συνέπεια μόνο για λόγους αφέλειας θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει το σενάριο περί «μονταρισμένων συνομιλιών».
Όπως επίσης αφελής είναι και όποιος πιστεύει ότι στο τέλος δεν γίνονται αντιληπτές οι πρακτικές κρατικών υπαλλήλων που στην πράξη λειτουργούν ως εντολοδόχοι επιχειρηματιών, εφοπλιστών, εκπροσώπων ΜΜΕ που μαζί με πολιτικούς και δυστυχώς ορισμένους δικαστικούς προσπαθούν να μεθοδεύσουν την εμπλοκή του Βαγγέλη Μαρινάκη σε μια ποινική υπόθεση με την οποία δεν έχει καμία σχέση με στόχο την ηθική εξόντωσή του.
Το ίδιο ισχύει και για τα κόλπα με νονούς της νύχτας, που αποκτούν ξαφνικά αλυσίδες πρατηρίων καυσίμων και λειτουργούν ως «μοχλοί πίεσης», αλλά και για τις απειλές προς κρατικούς λειτουργούς του τύπου «το κράτος είμαστε εμείς. Διάλεξε στρατόπεδο».
Όλα είναι γνωστά κι όλοι εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Όπως κι εκτίθενται και όλοι αυτοί –ανάμεσά τους και δικαστικοί λειτουργοί– που διαρρέουν με απροκάλυπτο και ταυτόχρονα επιλεκτικό και αποσπασματικό τρόπο υλικό «κλειστών» δικαστικών ερευνών, σπεύδουν να αρχειοθετήσουν τεκμηριωμένες καταγγελίες, υποβοηθούν τις μεθοδεύσεις και δρουν ως εάν κανείς να μην τους ελέγχει. Σε μια κατάσταση πρωτοφανή και μια εξόφθαλμη παρανομία με «άνωθεν κάλυψη» και για τις οποίες σύντομα ίσως ελεγχθούν…