Την ώρα που η κυβέρνηση περηφανεύεται για την «ανάπτυξη», η πραγματική οικονομία οδηγείται στην κατάρρευση.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από τη συχνή εμφάνιση του φαινομένου της «φούσκας».
Διογκώνονται τεχνητά οι τιμές περιουσιακών στοιχείων, η αγορά φαίνεται να πηγαίνει τρένο, διάφοροι βγάζουν τρελά κέρδη στη διαδρομή και μετά, μια ωραία πρωία η «φούσκα» σπάει και όποιος δεν είχε προλάβει να βγει έγκαιρα απλώς μαζεύει τη χασούρα.
Στην ελληνική περίπτωση, καταφέραμε να διαμορφώσουμε και ένα άλλο είδος «φούσκας». Την πολιτική φούσκα.
Αυτή που συνίσταται στην αντίληψη ότι πολιτική σημαίνει να φτιάχνεις τρεντ στο φέισμπουκ και το τουίτερ.
Στη χειρότερη εκδοχή της είναι η επιμονή να πιστεύει κανείς ότι τα τρεντ στο φέισμπουκ και το τουίτερ είναι πιο πραγματικά από την αληθινή ζωή.
Προφανώς και ισχύει ότι όλα τα κόμματα, ιδίως όταν ασκούν διακυβέρνηση, ως ένα βαθμό ψεύδονται και μάλιστα συνειδητά. Είναι ένας άτυπος «κανόνας του παιχνιδιού» στη δημοκρατία, που τον ξέρουν και οι κυβερνώντες και οι πολίτες.
Όμως, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχουμε να κάνουμε με ένα εντυπωσιακό παράδειγμα επιμονής στο «αφήγημα» (ενίοτε και παραλήρημα) ότι όλα πάνε καλά με την οικονομία και αυτή η κυβέρνηση θα φέρει την ανάπτυξη.
Αρχικά με αυτό τον τρόπο προσπάθησαν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι στην πραγματικότητα καμιά πολιτική δική τους δεν εφάρμοζαν, παρά μόνο αυτά που υπαγόρευσαν οι δανειστές που είχαν πάντοτε τον πρώτον και τον τελευταίο λόγο ό,τι και εάν έλεγαν οι κυβερνητικοί.
Όμως, από ένα σημείο και μετά το πράγμα ξέφυγε.
Γιατί πια είμαστε σε μια φάση όπου δεν κρίνονται όλα από τα μνημόνια.
Χρειάζεται και μια πολιτική για την επόμενη μέρα.
Πολιτική, όμως, δεν γίνεται απλώς με ανακοινώσεις, με ατάκες, με σποτ, με βιντεάκια.
Πολιτική, ειδικά για το χώρο της οικονομίας σημαίνει γνώση, επιλογές, ιεραρχήσεις, σχέδιο.
Κοντολογίς ό,τι στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ότι μπορούν να αντικαταστήσουν με «αφηγήματα». Και αποτυγχάνουν καθημερινά.
Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε:
Το Χρηματιστήριο καταρρέει γιατί η κυβέρνηση αρνείται να πάρει μέτρα για το ζήτημα των «κόκκινων δανείων».
Η «έξοδος στις αγορές» από «όνειρο θερινής νυκτός» κατέληξε σε «συντομότερο ανέκδοτο».
Η υποχώρηση της ανεργίας μεταφράζεται σε έναν πολλαπλασιασμό επισφαλών κακοπληρωμένων θέσεων μερικής απασχόλησης.
Η νεολαία συνεχίζει να φεύγει τρέχοντας για το εξωτερικό, ξέροντας ότι εδώ δεν υπάρχει μέλλον.
Οι ιδιωτικοποιήσεις βαφτίζονται «επενδύσεις».
Η κοινωνία αδυνατεί να πληρώσει ακόμη και οφειλές στο δημόσιο λίγων εκατοντάδων ευρώ, την ίδια ώρα που ο κάθε Λαυρεντιάδης μπορούσε να έχει συμπάθεια στην αντιμετώπιση των χρεών του.
Το χειρότερο: κανείς δεν πιστεύει ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα.
Όμως, όταν μια κοινωνία ολόκληρη καταλήγει να θεωρεί επιτυχία απλώς το να μην πάνε τα πράγματα χειρότερα, όταν δηλαδή δεν έχει θετικές προσδοκίες, τότε έχουμε χάσει και το τρένο και το στοίχημα.
Μια τέτοια κοινωνία κάποια στιγμή θα σταματήσει να έχει έμπνευση, θα γίνει ακόμη πιο κατακερματισμένη και πολύ πιο επιρρεπής στον ατομικό αγώνα για επιβίωση, μην μπορώντας να σκεφτεί πια με ποιο τρόπο θα μπορούσε να υπάρχει κοινή προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο.
Σε ένα τέτοιο έδαφος μπορεί να δημιουργηθούν όροι κοινωνικών εκρήξεων.
Για να έρθουν στο προσκήνιο τα πραγματικά προβλήματα και να ληφθούν επιτέλους μέτρα για μια διαφορετική οικονομική πολιτική.
Όμως, επειδή οι προηγούμενες κοινωνικές εκρήξεις τελικά ηττήθηκαν, με ευθύνη πρωτίστως αυτής της κυβέρνησης, είναι πιθανό και απλώς η απογοήτευση να γίνει κανιβαλισμός και να δούμε ακόμη χειρότερες καταστάσεις, ιδίως όταν η ακροδεξιά πάντα καραδοκεί.