Η εικόνα του χρηματιστηρίου σήμερα ήρθε να δώσει ένα ακόμη χτύπημα στο «αφήγημα» του ΣΥΡΙΖΑ.
Για όποιον δεν το κατάλαβε είχαμε άλλη μια μέρα υποχώρησης του χρηματιστηρίου.
Με πρωταθλήτριες στην κατάρρευση τις Τράπεζες. Αυτές που η κυβέρνηση μας διαβεβαιώνει ότι είναι σε άψογη κατάσταση και έτοιμες να αντέξουν κάθε δυσκολία.
Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.
Οι ελληνικές Τράπεζες έχουν περισσότερους σκελετούς στη ντουλάπα τους και από φτηνή αμερικάνικη ταινία τρόμου.
Παρότι χρηματοδοτήθηκαν με τεράστιες ποσότητες δημοσίου χρήματος, σε αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις, εξακολουθούν να έχουν τεράστιο πρόβλημα με τα «κόκκινα δάνεια».
Κάποια από τα «ανοίγματα» είναι καταναλωτικά, πολλά είναι στεγαστικά, αλλά τα πιο μεγάλα είναι επιχειρηματικά.
Το πρόβλημα των Τραπεζών ήταν μεγάλο και σύνθετο.
Για να λυθεί χρειάζεται γενναία κρατική παρέμβαση, πραγματική πίεση να πληρώσουν όσοι χρωστούν και έχουν τη δυνατότητα, αλλά και γενναία διαγραφή χρέους. Χρειάζεται επίσης, επειδή θα μπει δημόσιο χρήμα αναγκαστικά, δημόσιο έλεγχο.
Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις και οι δανειστές επέλεξαν να πέσει δημόσιο χρήμα, αλλά τελικά να πάρουν τον έλεγχο οι ιδιώτες.
Και αντί για γενναίες αποφάσεις πίστεψαν ότι μπορούσαν με μερικούς πλειστηριασμούς υπό την προστασία των ΜΑΤ και με αποσπασματικές πωλήσεις σε αρπακτικά funds να λύσουν το πρόβλημα.
Όμως, η ανοιχτή πληγή παρέμενε.
Και οι τράπεζες επί της ουσίας καινούρια έσοδα δεν είχαν, γιατί δάνειζαν πολύ λιγότερο, ενώ συχνά εμφάνιζαν έσοδα με διάφορες λογιστικές τεχνικές.
Όμως, η πραγματική κατάστασή τους παρέμενε τραγική. Ιδίως της Τράπεζας Πειραιώς που έχει συγκεντρώσει τα συσσωρευμένα προβλήματα των τραπεζών που απορρόφησε.
Όμως, οι διοικήσεις των Τραπεζών απλώς ήθελαν να μείνουν στη θέση τους και να συνεχίσουν να κάνουν παιχνίδι, γνωρίζοντας ότι υπό κανονικές συνθήκες και με τέτοια κατάσταση θα έπρεπε να πάρουν πόδι και στη θέση τους να διοριστούν επίτροποι του δημοσίου.
Ούτε είναι τυχαίο ότι ορισμένες δοκίμασαν να κάνουν παιχνίδι διαρρέοντας επιλεκτικά «φακέλους» προς μια κυβέρνηση που διαρκώς αναζητά σκάνδαλα για αντιπερισπασμό.
Την ίδια στιγμή οι Ευρωπαίοι έβλεπαν το πρόβλημα, πρότειναν διάφορα μέτρα, αλλά μετά έσπευδαν να προτείνουν διάφορες λύσεις που στην πραγματικότητα τις υπονόμευαν: «να μην είναι κρατική ενίσχυση», «να μπουν και ιδιώτες μέσα», «να έχουμε λόγο στο ποια δάνεια θα μεταφερθούν στην bad bank».
Από τη μεριά της η κυβέρνηση νοιαζόταν μόνο για την εικόνα της «καθαρής εξόδου» και τίποτα άλλο. Γιατί πώς θα πείσει ότι βγήκαμε από τα μνημόνια όταν θα χρειαστεί την έγκριση των δανειστών για οποιαδήποτε λύση στο θέμα των τραπεζών;
Όμως, τώρα που φαίνεται το πρόβλημα με το τραπεζικό κραχ, τρέχει να παρακαλάει για bad bank, παραβλέποντας βέβαια ότι ως λύση και περισσότερη μνημονιακή επιτήρηση θα φέρει και με ακόμη περισσότερους πλειστηριασμούς θα συνδυαστεί.
Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά η μεγάλη ανευθυνότητα αυτής της κυβέρνησης που μόνο προσανατολισμό έχει την παραμονή στην εξουσία.
Όσο ήταν αντιπολίτευση, ήταν πάντοτε κατά των αγορών και τις κατηγορούσε για την κρίση και την εξαθλίωση.
Όταν έγινε κυβέρνηση και ιδίως μετά τη συνθηκολόγηση του 2015 άλλαξε τροπάρι. Ο στόχος τώρα ήταν να είναι η κυβέρνηση Τσίπρα αυτή που θα μας «έβγαζε στις αγορές».
Πλέον, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν μιλά με κινήματα, αλλά με επενδυτές. Ο Τσακαλώτος, ο Χουλιαράκης, ακόμη και ο ίδιος ο Τσίπρας προσπαθούν να πείσουν τις «αγορές» ότι είμαστε ένας επενδυτικός προορισμός που συμφέρει.
Μόνο που με τις αγορές ή συγκρούεσαι ή συμμορφώνεσαι. Δεν μπορείς να παίξεις.
Εννοώ ότι είτε αποφασίζεις πραγματικά να μην υποταχθείς σε αυτές και να αρνηθείς την κοινωνική βία που εκπροσωπούν, πράγμα που θα σήμαινε να πήγαινες το ΟΧΙ μέχρι τέλους, να εθνικοποιούσες τις τράπεζες, να διέγραφες χρέος, αν χρειαζόταν ακόμη και να έρθεις σε ρήξη με την ΕΕ, είτε πας με τα νερά τους και αποδέχεσαι τους κανόνες του παιχνιδιού που συνεπάγονται.
Στη μία περίπτωση το ρίσκο είναι πραγματικό, αλλά εάν τα καταφέρεις αποκτάς άλλες δυνατότητες πολιτικής. Στην άλλη το ρίσκο είναι μικρότερο αλλά το κοινωνικό κόστος είναι μεγάλο.
Εάν πας, όμως, απλώς να παίξεις, τότε και οι κίνδυνοι και τα κόστη εκτινάσσονται.
Γιατί δεν σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Σε συντρίβουν. Και το μάρμαρο θα το πληρώσουμε όλοι μας.