Οι αναλυτές που έχουν μυρίσει γρασίδι μόνο σε πάρκο έπιασαν τα πληκτρολόγια να κρίνουν τον Μαρτίνς. Το μόνο που θα καταφέρουν είναι να αυξήσουν την τιμή στο γιαούρτι. Ο Μαρτίνς έχει πετύχει όσα δεν πέτυχε κανείς άλλος στο ίδιο χρονικό διάστημα στον Ολυμπιακό και επιτρέπει στην διοίκηση και τον κόσμο να συνεχίζουν να ονειρεύονται. Ίσως για αυτό τον στοχοποιούν...
Η ελληνική δημοσιογραφία είναι γεγονός ότι δεν είναι στα καλύτερά της. Εδώ και καιρό. Μάλιστα μια από τις πλέον συνηθισμένες «κατηγορίες» που τη στέλνουν στο… εκτελεστικό απόσπασμα του κοινού – στο οποίο και απευθύνεται ας μην το ξεχνάμε αυτό – είναι αυτή του «ξερολισμού».
Και τις περισσότερες φορές δικαίως βρίσκεται εκεί, καθώς εδώ και χρόνια έχει χαθεί το μέτρο, έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια…
Και η ευθύνη ανήκει σε πολλούς, ωστόσο το μεγαλύτερο μερίδιο χρεώνεται δικαίως στο σινάφι μας. Είναι τέτοια η εποχή και τέτοιος ο βομβαρδισμός πληροφοριών που δέχεται ο αναγνώστης, ο τηλεθεατής, ο ακροατής ανά πάσα στιγμή και για κάθε γεγονός που τον ενδιαφέρει που οι δημοσιογράφοι νιώθουν να ασφυκτιούν.
Δε ζούμε πια στη δεκαετία του ‘70 ή ακόμη και του ‘80 που η πληροφορία έφτανε στον τελικό προορισμό της μέσω των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Πλέον ακόμη και για την Κ17 ομάδας από την τρίτη κατηγορία του πρωταθλήματος της Βολιβίας μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να μάθει τα ονόματα των παικτών που διακρίθηκαν σε φιλικό αγώνα προετοιμασίας. Πολύ δε περισσότερο για τα γεγονότα «πρώτης γραμμής», όπως είναι οι αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ.
Στην εποχή που ζούμε η μάχη των μέσων ενημέρωσης γίνεται για τα κλικ. Όχι για την ενημέρωση.
Αν το πόπολο θέλει κώλους, αυτούς θα προβάλλουν. Αν το πόπολο εξακολουθεί να τσιμπάει με τίτλους “ΣΟΚ – ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΟΥΝ”, τέτοιους θα βάζουν.
Ακραία τα παραδείγματα, αλλά υπαρκτά. Ακόμη και στο «δικό μας» χώρο, αυτόν της αθλητικής ενημέρωσης. Παράλληλα βέβαια, υπάρχουν πάντα τα μεγάλα μπραντς, οι πρωτοκλασάτες φίρμες που τραβούν από μόνες τους το κοινό.
Τέτοιες είναι και οι “μεγάλες” ομάδες που κουβαλούν πίσω τους από μερικά εκατομμύρια παθιασμένων φίλων/αναγνωστών/ακροατών/τηλεθεατών/διαδικτυακών σέρφερ…
Επειδή η ψύχραιμη ματιά και ανάγνωση δεν ήταν ποτέ κάτι για το οποίο διακρινόμαστε ως λαός – σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στον αθλητισμό – παρατηρούμε έναν καθημερινό διαγωνισμό για το ποιος θα γράψει το πιο προκλητικό σχόλιο, ποιος θα πετάξει τη μεγαλύτερη… μπαρούφα.
Άλλωστε το ζητούμενο δεν είναι πια ούτε η ενημέρωση, ούτε η ανάλυση, αλλά τα clicks, τα views, τα interactions, η τηλεθέαση, η ακροαματικότητα, τα φύλλα που θα πουληθούν.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να διαβάζουμε αναλύσεις επί αναλύσεων για τον Ολυμπιακό και τις συνεχόμενες ήττες του από ΠΑΟΚ και Μίλαν, από ανθρώπους που απλώς είδαν τους αγώνες. Οι περισσότεροι μάλιστα από την τηλεόραση, όπως και η μεγαλύτερη πλειοψηφία του κοινού στο οποίο απευθύνονται.
Τι πιο απλό λοιπόν από το να «ξεσκίσουν» τον νέο προπονητή του Ολυμπιακού Μάρτινς; Προφανώς θεωρούν ότι έτσι μπορούν να πουλήσουν “ολυμπιακοφροσύνη” στη μεγαλύτερη πελατεία της χώρας.
Όταν δεν έχεις πληροφόρηση από τα αποδυτήρια, όταν δεν μπορείς να «μυρίσεις» την ομάδα και όταν οι εξειδικευμένες τεχνικές σου γνώσεις περιορίζονται στο FIFA, το PRO και το FM, είναι λογικό κι αναμενόμενο να καταλήγεις να γράφεις ό,τι να ‘ναι.
Αρκεί να προκαλείς. Το αν είναι καλός, τυχερός και εν τέλει επιτυχημένος προπονητής ο Μάρτινς θα το δείξει μόνο ο χρόνος. Και αυτός, ο χρόνος, ως τώρα δείχνει εντελώς διαφορετικά πράγματα απ’ όσα επιχειρούν να περάσουν οι απανταχού σχολιογράφοι – κυνηγοί των κλικ.
Ως τώρα ο Πορτογάλος προπονητής έχει δείξει πράγματα που ουδείς από τους προκατόχους του έχει καταφέρει. Ούτε εκείνοι που αποδείχθηκαν καθόλα επιτυχημένοι στο θρύλο.
Ακόμη κι ο νυν προπονητής της Μπαρτσελόνα Ερνέστο Βαλβέρδε ξεκίνησε την πορεία του στον Ολυμπιακό “κουβαλώντας” τον αποκλεισμό στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ από την Ανόρθωση.
Ακόμη και ο Ντούσαν Μπάγεβιτς στην πρώτη του χρονιά είδε τον Ολυμπιακό να μένει εκτός Ευρώπης από τη Φερεντσβάρος στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.
Αντιθέτως ο Μάρτινς έχοντας να διαχειριστεί μια 20άδα νέων ποδοσφαιριστών, σε ένα νέο περιβάλλον με υψηλές απαιτήσεις τόσο από το κοινό όσο και από τη διοίκηση, έχει καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των δύο.
Και των ανθρώπων που οραματίστηκαν και επένδυσαν στη δημιουργία μιας νέας ομάδας που θα πρωταγωνιστεί, αλλά και του κόσμου που βλέπει μια ομάδα να τον “γεμίζει” και να του επιτρέπει να ονειρεύεται!
Ισως τελικά να είναι αυτό που ενοχλεί.
Το γεγονός ότι χτίζεται μια ομάδα που δε χρειάζεται «προστάτες» και «ενδιάμεσους» για να ‘χει στο πλευρό της τη δύναμή της, τον πύρινό της κόσμο που δε λυγά ποτέ…