Για την ακρίβεια έδειχνε ότι ο πυρήνας της νεοναζιστικής ιδεολογίας της ήταν τελικά η δολοφονική βία κατά μεταναστών, συνδικαλιστών, αγωνιστών.
Τότε πολλοί είχαν πιστέψει ότι αυτές οι επιλογές της φασιστικής οργάνωσης (γιατί δεν επρόκειτο για «τυχαία περιστατικά» αλλά για ξεδίπλωμα ενός πολιτικού σχεδίου για την τρομοκράτηση όλων των δυνάμει αντιπάλων), θα ήταν και το τέλος της.
Η ποινική διαδικασία θα αποσάθρωνε την ηγετική της δομή και η κατακραυγή του κόσμου, ιδίως για τη δολοφονία Φύσσα, θα απομάκρυνε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της.
Όμως, αυτό δεν έγινε.
Η Χρυσή Αυγή έχει καταφέρει δυστυχώς να διατηρεί μεγάλο μέρος της εκλογικής της επιρροής και καταγράφεται ως τρίτο κόμμα σε αρκετές δημοσκοπήσεις.
Και αυτό παρότι έχουμε πια έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών που έχουν έρθει στο φως κυρίως από την εκπληκτική δουλειά των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και πολύ λιγότερο από τη δράση των διωκτικών αρχών, και που δείχνουν ότι πρόκειται για ιεραρχική εγκληματική οργάνωση συστηματικά εκπαιδευμένη για την άσκηση βίας.
Όμως, αυτό δεν θα έπρεπε να μας φαίνεται παράδοξο.
Ο φασισμός έχει πραγματικά βαθιές ρίζες και εάν δεν τις κατανοήσουμε δεν μπορούμε και να τον τσακίσουμε.
Λένε πολλοί πως τη Χρυσή Αυγή την τροφοδοτεί η φτώχεια, η ανέχεια και η ανασφάλεια που νιώθουν πολλοί άνθρωποι, ιδίως την περίοδο της κρίσης.
Μόνο που αυτό είναι η μίση αλήθεια και όπως όλες οι μισές αλήθειες καταλήγει να είναι ένα μεγάλο ψέμα.
Δεν γίνονται όλοι οι φτωχοί φασίστες, για την ακρίβεια οι περισσότεροι φτωχοί δεν γίνονται ούτε φασίστες ούτε ρατσιστές.
Ο ίδιος ο Παύλος Φύσσας, ένα εργατόπαιδο, έδειχνε με το παράδειγμά του ότι οι φτωχοί κάποιες φορές γίνονται αγωνιστές και όχι φασίστες.
Για να γίνουν οι φτωχοί φασίστες και ρατσιστές χρειάζεται ένα περιβάλλον λουμπενοποίησης, ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η απομόρφωση, η κατάρρευση παραδοσιακών αξιών των λαϊκών τάξεων (όπως το φιλότιμο, η αλληλεγγύη και η αξιοπρέπεια), η συνωμοσιολογική αναζήτηση «εχθρών» και ο κανιβαλισμός του ρατσισμού, το να πιστεύεις ότι εχθρός σου είναι αυτός που είναι το ίδιο φουκαράς με εσένα αλλά έχει απλώς άλλο χρώμα ή θρησκεία.
Και αυτό το περιβάλλον δεν φτιάχνεται από μόνο του.
Το τροφοδοτούν τα συστημικά κόμματα όταν μιλούν για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως πρόβλημα προς αντιμετώπιση.
Το ευνοούν φιλόδοξοι πολιτικοί που έπαιξαν το χαρτί του ρατσισμού.
Το ενισχύει ένα μηντιακό σύστημα που στο βωμό της θεαματικότητας θυσίαζε για χρόνια κάθε δεοντολογία, μη διστάζοντας ακόμη και να εξιδανικεύει τους φασίστες.
Το βοηθά μια ολόκληρη υποκουλτούρα σεξισμού και βίας.
Όλα αυτά διαλύουν την αλληλεγγύη των λαϊκών τάξεων, κάνουν τους φτωχούς να ξεχνούν ποιοι είναι ποιος φταίει για τα προβλήματά τους, μετατρέπουν τον τσαμπουκά τους από αντίσταση σε βία ενάντια σε άλλους φτωχούς.
Οι φασίστες πατάνε σε αυτό.
Πουλάνε αντισυστημική μούρη ενώ στην πραγματικότητα θέλουν το τωρινό σύστημα ακόμη πιο βίαιο και αυταρχικό.
Δηλώνουν πατριώτες ενώ είναι απόγονοι των συνεργατών των Γερμανών.
Μιλούν για τους «έλληνες εργάτες» αλλά την ίδια ώρα θέλουν να φτιάξουν σωματεία φιλικά προς τους εργοδότες.
Και δυστυχώς την κατάσταση κάνει ακόμη χειρότερη το γεγονός ότι σήμερα αυτοί που θα έπρεπε να είναι η απάντηση στους φασίστες, δηλαδή η «κυβερνώσα αριστερά», με τη συνθηκολόγηση και τον κυνισμό τους τροφοδοτεί το αφήγημα «όλοι ίδιοι είναι, δεξιοί και αριστεροί» και έτσι διαμορφώνει ακόμη πιο εύφορο έδαφος για τη φασιστική ιδεολογία.
5 χρόνια πριν ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός γιατί στάθηκε όρθιος, δεν φοβήθηκε, δεν έτρεξε να φύγει, αλλά έμεινε στη θέση του.
Όπως έκαναν πολλές και πολλοί σαν κι αυτόν σε άλλες εποχές.
Το παράδειγμά του, οι αξίες που συμπυκνώνει, τα ιδανικά που συγκεφαλαιώνει, παραμένουν περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία αν θέλουμε να τσακίσουμε το φασισμό.