Η δικαστική έρευνα για τη δανειοδότηση των κομμάτων οφείλει να αποτελέσει την αφετηρία για πραγματική διαφάνεια και χτύπημα όλων των παραλλαγών της διαπλοκής.
Η ανακοίνωση ότι προχωρά η δικαστική διερεύνηση για τα οικονομικά των κομμάτων και ειδικά για το πώς έπαιρναν δάνεια από τις τράπεζες, είναι μια σημαντική εξέλιξη.
Και από αρκετές απόψεις είναι μια θετική εξέλιξη.
Είναι γνωστό ότι τα κόμματα έπαιρναν δάνεια από τις τράπεζες με αρκετά ευνοϊκούς όρους.
Η βασική εγγύηση που έδιναν για την αποπληρωμή ήταν οι κρατικές επιχορηγήσεις που θα έπαιρναν στο μέλλον, κάτι που αργότερα περιορίστηκε, ιδίως όταν έπεσε η δύναμή τους αλλά και περιορίστηκε δραστικά η κρατική χρηματοδότηση.
Προφανώς και η στάση των τραπεζών ήταν προβληματική.
Διευκολύνοντας τα κόμματα οι Τράπεζες προφανώς και θεωρούσαν ότι έκαναν μια εξυπηρέτηση που κάποτε θα ξεπληρώνονταν με τη μορφή της μίας ή της άλλης θετικής θεσμικής παρέμβασης για τα συμφέροντά τους.
Και είναι αλήθεια ότι ουκ ολίγες φορές τα κόμματα εξουσίας έκαναν μεγάλα θεσμικά χατίρια στις τράπεζες αλλά και τις τροφοδότησαν με τεράστιους όγκους δημόσιου χρήματος.
Και η κατάσταση ήταν προβληματική γιατί τα κόμματα είχαν ανάγκη αυτά τα χρήματα.
Με την εξαίρεση του ΚΚΕ που έχει μια δική του πλήρη οικονομική βάση που στηρίζεται στην στράτευση άλλης ποιότητας που έχουν τα μέλη του, τα περισσότερα κόμματα δεν έβγαιναν μόνο από τις συνδρομές των μελών την ώρα που οι προεκλογικές εκστρατείες γίνονταν όλο και πιο ακριβές.
Τα δάνεια και η κρατική χρηματοδότηση γίνονταν η αναγκαστική διέξοδος.
Αυτό το καθεστώς πρέπει να διερευνηθεί.
Προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου υπάρχουν ευθύνες να αποδοθούν.
Όμως, ας μην κοροϊδευόμαστε, η βασική μορφή «διαπλοκής» ανάμεσα σε κόμματα και οικονομική εξουσία δεν είναι τα δάνεια των κομμάτων, ή δεν είναι μόνο τα δάνεια των κομμάτων.
Σε τελική ανάλυση τα δάνεια μπορεί κανείς να τα ψάξει, να τα ερευνήσει και εάν υπάρχουν παρανομίες ή παρατυπίες να τις εντοπίσει όπως και να αποδώσει πολιτικές ευθύνες.
Η βασική μορφή διαπλοκής είναι η «μαύρη» χρηματοδότηση από επιχειρηματικό χρήμα.
Και αυτή δεν καταγράφεται, αλλά υπάρχει.
Μπορεί να είναι άμεση, δηλαδή να είναι ένας φάκελος που να πηγαίνει απευθείας στον ταμεία ενός κόμματος.
Μπορεί να είναι έμμεση, π.χ. με τη μορφή μιας μίζας που δίνεται σε πρόσωπο αλλά στην ουσία είναι σε κόμμα.
Μπορεί να έχει ακόμη και τη μορφή έμμεσης δωρεάς: όταν π.χ. ένας επιχειρηματίας αποφασίσει να κάνει χορηγία την ενημερωτική ζώνη ενός καναλιού, ή όταν αποφασίζει να χρηματοδοτήσει την έκδοση μιας εφημερίδας ή να διεκδικήσει μια άδεια τηλεοπτικού καναλιού.
Το χρήμα αυτό παίζει κρίσιμο ρόλο σε πολιτικές αποφάσεις, αντανακλάται σε αδρές γραμμές αλλά και σε λεπτομέρειες νομοθετημάτων, ανοίγει ή κλείνει πόρτες, επηρεάζει το ποιος παίρνει μια μεγάλη ανάθεση και ποιος όχι.
Και αυτό το χρήμα δεν έχει σταματήσει να πέφτει στην πολιτική αγορά.
Από τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα κανένα δεν είναι αμέτοχο αυτής της διαδικασίας.
Αντίθετα, όλα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία.
Συμπεριλαμβανομένου και του νυν κυβερνώντος κόμματος.
Σε μια πολιτική διαδικασία που οι εκλογικές μάχες κρίνονται στην αποτελεσματικότητα διαφημιστικών εκστρατειών και όπου η ενημέρωση συχνά είναι πεδίο συναλλαγής, αυτό πολλαπλασιάζει τις ανάγκες τον κομμάτων και τον πειρασμό τέτοιων πρακτικών.
Στην πραγματικότητα χωρίς ριζικές αλλαγές στον τρόπου που λειτουργούν τα κόμματα, στον τρόπο που λογοδοτούν στην κοινωνία, αλλά και στον τρόπο που οργανώνεται η παρέμβαση και κυρίως οι προεκλογικές εκστρατείες, το πρόβλημα θα συνεχίσει να υπάρχει.
Η διαφάνεια και η δημοκρατία είναι πολύ σημαντικά για να μείνουν απλώς σε ένα επίπεδο απλής επικοινωνιακής διαχείρισης επί μέρους προβλημάτων.
Η κουβέντα πρέπει να πάει στην ουσία.