Όταν 30 χρόνια πριν ο Ντιέγκο Μαραντόνα, το απόλυτο 10άρι στην ιστορία του ποδοσφαίρου, χάριζε στη Νάπολη το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, σπάζοντας το μονοπώλιο των ομάδων του ιταλικού Βορρά, δεν έγραφε μόνο ποδοσφαιρική ιστορία. Χάριζε σε μια πόλη και ένα ολόκληρο κομμάτι του ιταλικού λαού ένα αίσθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας. Δεν ήταν πια […]
Όταν 30 χρόνια πριν ο Ντιέγκο Μαραντόνα, το απόλυτο 10άρι στην ιστορία του ποδοσφαίρου, χάριζε στη Νάπολη το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, σπάζοντας το μονοπώλιο των ομάδων του ιταλικού Βορρά, δεν έγραφε μόνο ποδοσφαιρική ιστορία.
Χάριζε σε μια πόλη και ένα ολόκληρο κομμάτι του ιταλικού λαού ένα αίσθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας.
Δεν ήταν πια οι «βρωμιάρηδες» του Νότου, ήταν αυτοί που είχαν πάρει το πρωτάθλημα. Το ίδιο είχε κάνει ένα χρόνο πριν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Μεξικού, όταν η Αργεντινή δεν κέρδισε απλώς το πρωτάθλημα, αλλά κυρίως κέρδισε την Αγγλία παίρνοντας εκδίκηση για την ταπεινωτική ήττα στον Πόλεμο των Φόκλαντ.
Και το έκανε όχι μόνο με το «χέρι του θεού», αλλά και ελάχιστα λεπτά μετά με το «γκολ του αιώνα»: πανουργία και δεξιοτεχνία στον ιδανικό συνδυασμό. Ο ορισμός της μεγάλης μπάλας.
Οι άνθρωποι που δεν έχουν βάλει τα κλάματα για μια νίκη –ή μια ήττα–, που δεν έχουν ζήσει τον ηλεκτρισμό ενός αγώνα, από τη γλυκιά αναμονή μέχρι τα ατελείωτα σχόλια μετά, που δεν έχουν λατρέψει –ή μισήσει– ένα αθλητικό είδωλο, απλώς έχουν ζήσει μισή ζωή.
Δεν είναι ότι «έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν», είναι ότι δεν μπορούν να καταλάβουν ακόμη και αυτά «τα άλλα» που κάνουν.
Ο μύθος λέει ότι ο Παλμίρο Τολιάτι, ιστορικός ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και φανατικός «τιφόζο» της Γιούβε, κάποτε είπε στον Πιέτρο Σέκια: «Εσύ λες ότι κάνεις την επανάσταση, χωρίς να ξέρεις τα αποτελέσματα της Γιούβε;»
Αν δεν μπορείς να νιώσεις τι εμπνέει, τι ξεσηκώνει, τι προβληματίζει, τι σφραγίζει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, τι είναι αυτό που τους ωθεί να σχηματίζουν ουρές στα γήπεδα, ή να καρφώνονται στις οθόνες, να πλακώνονται στα καφενεία ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να παθιάζονται και να οργίζονται, τότε δεν μπορείς να μιλάς για τις ζωές τους, ούτε να τους πεις πώς θα γίνουν καλύτερες.
Στα γήπεδα εκφράστηκαν κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, ταξικές συγκρούσεις, οράματα και ελπίδες. Οι ιστορίες των ομάδων και των μεγάλων παικτών δεν είναι ιστορίες αθλητικές, αλλά κοινωνικές. Ιστορίες χωρών, αλλά και κοινωνικών τάξεων.
Η σχέση της ομάδας με τους οπαδούς, το τι συμβολίζει και εκπροσωπεί, οι γειτονιές και η πόλη στην οποία έχει τη βάση της, όλα παίζουν το ρόλο τους. Θα ήταν, για παράδειγμα, η Μπαρτσελόνα τόσο μεγάλη ομάδα αν δεν υπήρχε όλη η ειδική φόρτιση που έχει στην Ισπανία το να παίρνουν το πρωτάθλημα οι Καταλανοί και αν αυτό δεν ενισχυόταν από μια ζηλευτά συμμετοχική δομή;
Έλεγαν κατά καιρούς διάφοροι ότι πάει ο κόσμος στα γήπεδα και «δεν κατεβαίνει στο δρόμο». Βέβαια, η Ιστορία έδειξε πως όταν ο κόσμος των γηπέδων κατεβαίνει στους δρόμους τότε είναι που κάτι κινείται, ενώ συνήθως όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στα γήπεδα συνήθως δεν κατεβαίνουν ούτε στο δρόμο.
Μα στα σπορ δεν υπάρχουν διαφθορά, εγκληματικές οργανώσεις, στημένα παιχνίδια, ποδοσφαιρικοί παράγοντες που αξιοποιούν «οπαδικές στρατιές» για να κάνουν «δουλειές» και να ασκήσουν παράλογη βία, θα ρωτήσουν πολλοί.
Γιατί στην υπόλοιπη κοινωνία τα πράγματα είναι καλύτερα; «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», θα απαντήσουμε. Μα τα σπορ είναι καθρέφτης των κοινωνιών, απαντάμε εμείς, θα ήταν παράλογο να πιστέψουμε ότι τα προβλήματα και οι κακοδαιμονίες σταματούν στην πόρτα των γηπέδων, αφού όπου υπάρχει μαζική συμμετοχή, υπάρχει και μαζική επιρροή και προσπάθεια να την ελέγξεις και να την εκμεταλλευτείς.
Όποιος μιλάει απαξιωτικά για τους οπαδούς σαν να είναι πρόβατα που δεν τα καταλαβαίνουν αυτά, απλώς δεν ξέρει τι του γίνεται. Οι άνθρωποι που αγαπούν την μπάλα και παθιάζονται μαζί της είναι κυρίως οι άνθρωποι που γνωρίζουν τον πυρήνα όλων αυτών των προβλημάτων.
Που θέλουν να ελπίζουν ότι ακόμα και μετά το τελευταίο σφύριγμα που οριστικοποιεί μια άδικη ήττα θα έχουν στο επόμενο παιχνίδι την ευκαιρία για τη μεγάλη ανατροπή, που λαχταράνε μια άλλη κατάσταση στον αθλητισμό. Με λιγότερο σανό και περισσότερη μπάλα. Με διαφάνεια και δικαιοσύνη.
Γι’ αυτό και ασφυκτιούν στη σημερινή κατάσταση, όπου κυριαρχούν οι στημένες κόντρες και η κατευθυνόμενη ενημέρωση. Και θέλουν να συγκρουστούν με όλα αυτά ακριβώς επειδή αφήνουν πικρή και ενοχλητική γεύση στην απόλαυση που πρέπει κατεξοχήν να είναι η μπάλα.
Εμείς για όλα αυτά θέλουμε να μιλήσουμε, να γράψουμε, να παθιαστούμε. Γιατί από παιδιά ξέρουμε ότι μεγάλο κομμάτι της απόλαυσης που σου προσφέρουν τα αθλήματα που αγαπάς είναι και να μιλάς και να διαβάζεις και να γράφεις γι’ αυτά.
Και να αγωνίζεσαι κόντρα σε όσους θέλουν να σου χαλάσουν το παιχνίδι και τη συγκίνηση. Και να μη φοβάσαι να προβάλεις στην μπάλα τις προσδοκίες, τις αναζητήσεις και τις ελπίδες σου.
Έχοντας την πίστη ότι το παιχνίδι είναι ωραίο, γεμάτο ανατροπές και δεν τελειώνει ποτέ, αλλά πρέπει κάποτε να καθαρίσει.
Δεν ντρεπόμαστε που μας αρέσει η μπάλα. Περήφανοι είμαστε. Γι’ αυτό και θα μιλήσουμε πολύ γι’ αυτήν. Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος.