Η κυβέρνηση στην προσπάθεια να απαλλαγεί από τις πραγματικές της ευθύνες δεν διστάζει να επικαλεστεί ακόμη και την ηλικία του πρωθυπουργού.
Από όλους τους υπουργούς της κυβέρνησης Τσίπρα που έχω γνωρίσει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης μου είχε κάνει ίσως την καλύτερη εντύπωση.
Συγκροτημένος, σοβαρός και με ένα βάθος στη σκέψη που δεν το συναντάς συχνά. Όπως έδειχνε και παλαιότερα όταν ήταν από τους καλύτερους ειδικούς στις δημοσκοπήσεις.
Είμαι σε θέση επίσης να ξέρω ότι έχει προσπαθήσει σε διάφορα θέματα να βοηθήσει ώστε να υπάρξουν λύσεις σε θετική κατεύθυνση.
Με αυτή την έννοια μου προκάλεσε πολύ κακή εντύπωση η προσπάθεια να επικαλεστεί ως επιχείρημα που απαλλάσσει τον πρωθυπουργό από τις ευθύνες του τη μικρή του ηλικία.
Με ενόχλησε ότι άθελά του ίσως συντονίστηκε με την ιδιότυπη κουστωδία των «πραιτωριανών» του Μαξίμου που συμπεριφέρεται ως μια επικοινωνιακή «σεκιουριτάτε» με μοναδικό σκοπό την προστασία του «ηγέτη» από τη δικαιολογημένη οργή της κοινωνίας.
Και αναφέρομαι στην ουσία του επιχειρήματος γιατί προφανώς και ο κ. Βερναρδάκης δεν υποστήριξε ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι νεαρός, αλλά ότι είναι κάποιος που σχετικά πρόσφατα ανέλαβε την διακυβέρνηση και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για διαχρονικά προβλήματα για τα οποία τα κόμματα που άσκησαν τις προηγούμενες δεκαετίες τη διακυβέρνηση φέρουν την κύρια ευθύνη.
Όμως, ούτε τα μικρά παιδιά που χάθηκαν μέσα στις φλόγες ζούσαν, όταν κυβερνούσαν αυτά τα κόμματα, όταν νομιμοποιούνταν τα αυθαίρετα ή δεν χαράσσονταν οι αναγκαίοι δρόμοι διακυβέρνησης. Γιατί έπρεπε να έχουν έναν τόσο άδικο θάνατο;
Θέλω να πω το επιχείρημα περί των διαχρονικών ευθυνών εξηγεί το πρόβλημα και ορίζει το μέγεθος των τομών που είναι αναγκαίες. Δεν απαλλάσσει ευθυνών.
Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης δεν είναι μόνο πολιτικός. Είναι και πανεπιστημιακός δάσκαλος σε τμήμα πολιτικής επιστήμης.
Γνωρίζει επομένως καλά ότι η διεκδίκηση της διακυβέρνησης συνεπάγεται την αναπόδραστη ευθύνη ότι μια κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε να εγγυηθεί κάποια βασικά αγαθά. Ένα από αυτά είναι η προστασία της ζωής των πολιτών.
Οι παράμετροι στις οποίες αναφέρεται ο Βερναρδάκης και που αφορούν τη συνολικήδιάσταση του προβλήματος, εξηγούν γιατί θα πάρει καιρό να είμαστε πλήρως προστατευμένοι απέναντι στις δασικές πυρκαγιές.
Δεν εξηγούν γιατί δεν υπήρξαν επικαιροποιημένα και αποτελεσματικά σχέδια πολιτικής προστασίας, ούτε γιατί καταγράφηκε τραγική έλλειψη συντονισμού και συνεννόησης.
Σε τελική ανάλυση, αν κάνουμε αυτή τη συζήτηση και εάν υπάρχει τόση οργή, δεν είναι μόνο γιατί υπήρξε μια τραγωδία.
Είναι και για τον τρόπο που αντέδρασε η κυβέρνηση και τον τρόπο με τον οποίο απέφυγε να αναλάβει ευθύνη.
Ο πρωθυπουργός το πρώτο βράδυ δεν βγήκε να πει «έχουμε μια τραγωδία, υπάρχουν θύματα, αυτή τη στιγμή προέχει η διάσωση, έχουμε ευθύνες και θα τις αναλάβουμε στο ακέραιο όσο ψηλά και εάν είναι».
Ο πρωθυπουργός έκανε δήλωση για ασύμμετρη απειλή.
Ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας Πολίτη δεν βγήκε να πει «είχαμε ελλειμματικό επιχειρησιακό σχέδιο και έγιναν λάθη», αλλά ότι δεν βρήκε κανένα λάθος και άρα φταίνε όλοι οι άλλοι.
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας δεν πήγε να πει ότι η κρατική μηχανή ήταν ανεπαρκής αλλά ότι φταίνε οι ίδιοι οι κάτοικοι.
Ο Χριστόφορος Βερναδάκης, πριν ασχοληθεί με την επαγγελματική πολιτική, είχε ως επιστημονικό αντικείμενο το πώς σκέφτονται και συμπεριφέρονται πολιτικά οι άνθρωποι σε μαζική κλίμακα.
Υποθέτω, επομένως, ότι κατανοεί, πόσα προβλήματα μακροπρόθεσμα γεννά η άρνηση ανάληψης ευθύνης και πόσο διαλυτική για τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι η διαρκής μετάθεση ευθυνών στους άλλους και η απουσία έστω και μία συγγνώμης.
Μια κοινωνία που καταλήγει να αποφασίσει ότι «ζει κατά τύχη», ότι μηχανισμός προστασίας δεν υπάρχει, ότι όλες οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να την προστατεύσουν, είναι μια κοινωνία στο όριο.
Μπορεί να στραφεί στην αλληλεγγύη και την αυτοοργάνωση, όπως ως ένα βαθμό καταγράφηκε στην Ανατολική Αττική.
Μπορεί να στραφεί στην αυτοδικία και τον κοινωνικό κανιβαλισμό.
Γιατί οι πραγματικός τροφοδότης της ακροδεξιάς σήμερα δεν είναι οι σκληροί τίτλοι των εφημερίδων ή οι πολεμικές στα ΜΜΕ.
Είναι η τραγική εικόνα μιας αριστεράς που έρχεται να επιβεβαιώσει την ακροδεξιά ρητορική ότι «όλοι ίδιοι είναι».