Η χθεσινή ομιλία του πρωθυπουργού στο υπουργικό συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση αυτή κάνει απλώς επικοινωνιακή διαχείριση, χωρίς ουσία και χωρίς όραμα.
Θα περίμενε κανένας να ακούσει επιτέλους μια πειστική αφήγηση για την επόμενη μέρα μετά την υποτιθέμενη «έξοδο από τα μνημόνια» που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι απλώς σημαίνει την «κανονικοποίηση» των μνημονίων και τη διηνεκή παράταση μιας συνθήκης επιτροπείας.
Θα περίμενε μια ομιλία που να έχει σεμνότητα και ειλικρίνεια και που να μην κρύβει τις πραγματικές διαστάσεις της συμφωνίας και τις πραγματικές δυσκολίες που είναι μπροστά.
Μια ομιλία που το «δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς» να μην το παρουσιάζει ως «μόνο εμείς ήμαστε ικανοί να το κάνουμε». Που να μην καταφεύγει σε αβάσιμες και πρωτίστως αστόχαστες θριαμβολογίες αλλά σε μια πρόσκληση σε μια πραγματική συζήτηση και συμμετοχή στο πώς θα μπορούσε να είναι κάπως καλύτερη η επόμενη μέρα.
Αντ’ αυτού ο πρωθυπουργός επανέλαβε τα όσα είχε πει στην φιέστα του Ζαππείου, στην οποία είχε ούτως ή άλλως εξαντλήσει τα επικοινωνιακά οφέλη που μπορεί να είχε κατακτήσει με την συμφωνία του Eurogroup, προσέθεσε σε αυτά μερικά μέτρα «αναδιανομής» που στην πραγματικότητα απλώς αποτελούν προεκλογική εκδοχή της λογικής του «μοιράζουμε κάτι από το υπερπλεόνασμα παρότι στην πραγματικότητα με τις περικοπές θα πάρουμε πίσω πολύ περισσότερα» και φυσικά επιτέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση, ξεχνώντας ότι δουλειά ενός πρωθυπουργού σε ιστορικές καμπές είναι να προτείνει προγράμματα και όχι να προσπαθεί να κάνει τον πολιτικό σχολιαστή.
Στην πραγματικότητα και σε αυτή την καμπή συναντάμε την ελαφρότητα και τη στρατηγική κενότητα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Μιας ομάδας στελεχών που εκτινάχθηκε στην εξουσία επενδύοντας στην αγωνία μιας κοινωνίας για ρήξη με μια ασφυκτική συνθήκη, χωρίς πρόγραμμα και με μόνο όπλο μια ρητορική.
Μιας ομάδας που όταν πραγματικά κλήθηκε να πάρει μια απόφαση ρήξης και να δείξει ότι δεν είχε σπαταλήσει τα 3 χρόνια που το έπαιζε «κυβέρνηση εν αναμονή» αλλά είχε προετοιμαστεί για αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο, μπόρεσε να αντέξει μόλις 17 ώρες διαπραγμάτευσης πριν πρακτικά τα αποδεχτεί όλα.
Μιας ομάδας που όλο αυτό το διάστημα ονομάζει «αριστερή διακυβέρνηση» την πιστή εφαρμογή ενός νεοφιλελεύθερου τυφλοσούρτη, με ελάχιστες αποκλίσεις.
Και τώρα αυτή η ομάδα, με τον Τσίπρα επικεφαλής, καλείται να κάνει έστω τα πρώτα βήματα στη νέα κατάσταση. Και επιμένει στον ίδιο δρόμο.
Είναι προφανές ότι παρά το στρατό μετακλητών και συμβούλων καμιά σοβαρή επεξεργασία δεν έχει γίνει για το πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια αναπτυξιακή δυναμική που θα αντέστρεφε τις επιπτώσεις των πρωτογενών πλεονασμάτων και την εμπλοκή σε μια παγίδα χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Ούτε με το ποιοι κλάδοι πρέπει να ενισχυθούν έχουν ασχοληθεί, ούτε με το να μάθουν από όσα πράγματα μπορεί ήδη να γίνονται στην οικονομία, ούτε καν με το όποιο ερευνητικό έργο παράγεται.
Απλώς τους ενδιαφέρει να διατηρούν πλεονάσματα για να δώσουν προεκλογικές παροχές μιας χρήσης και μικρού αποτελέσματος σε μια κοινωνία μηδενικών προσδοκιών.
Μιλά ρητορικά ο Τσίπρας για τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων και παραβλέπει ότι έχει δεσμευτεί για την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων την ώρα που ακόμη και αυτή η αύξηση του κατώτατου μισθού καθόλου δεδομένη δεν είναι από τη στιγμή που αποδέχτηκε η κυβέρνηση στο Eurogroup ότι θα εξαρτάται από την ανταγωνιστικότητα και όλοι ξέρουμε ότι αυτό σημαίνει σταθερή επιμονή στο χαμηλό κόστος εργασίας.
Όσο για το 12ωρο που κατήγγειλε, ας είναι λίγο πιο σεμνός και μετρημένος, ιδίως από τη στιγμή που αυτή είναι η πραγματικότητα σε διάφορους κλάδους στην Ελλάδα, πρώτα και κύρια στην υποτιθέμενη «ατμομηχανή» της ανάπτυξης που είναι ο τουρισμός.
Και για αυτό το λόγο είναι βαθιά υποκριτικός όταν καταγγέλλει την άνοδο της ακροδεξιάς της Ευρώπη ή όταν κάνει κριτική στη ρητορική της ΝΔ. Όχι γιατί δεν μπορεί ή δεν πρέπει να ασκηθεί κριτική στην συμπόρευση του Κυριάκου Μητσοτάκη με μια παραδοσιακή δεξιά γραμμή σε ορισμένα σημεία. Αλλά γιατί είναι η ελαφρότητα πολιτικών όπως ο Τσίπρας που τροφοδοτούν την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Γιατί η Ακροδεξιά στην Ευρώπη εάν βρήκε πολιτικό χώρο και εάν μπόρεσε να κερδίσει απήχηση ήταν γιατί για πολύ καιρό τόσο η σοσιαλδημοκρατία αλλά και η «ριζοσπαστική αριστερά» τύπου Τσίπρα επέλεξε να συνδυάζει την «προοδευτική» ρητορική με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Για ρωτήστε σήμερα στην Ελλάδα ανθρώπους που δεν έχουν ιστορικές αναφορές σε αυτό το χώρο τι σημαίνει για αυτούς αριστερά και θα σας απαντήσουν λιτότητα, περικοπές συντάξεων και ιδιωτικοποιήσεις.
Μόνο που αυτό απλώς στρώνει το έδαφος για να έρθουν οι ακροδεξιοί και να το παίξουν αντισυστημικοί ή ακόμη χειρότερα να πείσουν ανθρώπους κουρασμένους από την ανασφάλεια και τη φτώχεια ότι εχθρός τους δεν είναι αυτοί που έχουν την εξουσία αλλά αυτοί που είναι το ίδιο φουκαράδες με αυτούς αλλά απλώς έχουν άλλη καταγωγή.