Την ώρα που οι ΗΠΑ κλιμακώνουν τις κυρώσεις σε βάρος όσων εμπλέκονται στην εξαγωγή του Predator, η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί.
Διαβάζοντας κανείς την ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών για τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε εταιρείες του «ομίλου» Intellexa και σε δύο πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτόν, τον Ταλ Ντιλιάν και την Σάρα Χάμου, εντυπωσιάζεται από τα στοιχεία που επικαλούνται.
Αναφέρονται στο πώς όλα αυτά έχουν καταγραφεί από δημοσιογράφους ερευνητές, ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και εταιρείες τεχνολογίας.
Και η σκέψη που έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι ότι έρχονται οι Αμερικανοί και επικαλούνται ως σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία όλα αυτά που στην Ελλάδα ακόμη και από επίσημα χείλη θεωρήθηκαν «ανυπόστατα».
Αρκεί να θυμηθούμε πόσες φορές κατηγορήθηκαν για συκοφαντία σε βάρος της χώρας οι ερευνητικές δημοσιογραφικές ομάδες που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Predator και κατέγραψαν αυτά τα στοιχεία που σήμερα οι ΗΠΑ επικαλούνται για να ενεργοποιήσουν τόσο σκληρές κυρώσεις. Ή πόσο απαξιωτικές ήταν οι αναφορές στους δημοσιογράφους και τις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ανέδειξαν το θέμα. Ή ακόμη και τη συχνή αποσιώπηση των εκθέσεων των εταιρειών τεχνολογίας που κατέγραψαν τη χρήση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού.
Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η υπόθεση των υποκλοπών και η επί της ουσίας μη διερεύνησή της είναι ένας από τους λόγους που είμαστε στο στόχαστρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με τα ζητήματα κράτους δικαίου, την ώρα που η κυβερνητική παράταξη χαρακτήριζε «ανθελληνικά» τα ψηφίσματα που ανέφεραν όσα τώρα επικαλούνται και οι ΗΠΑ.
Ούτε μπορούμε να προσπεράσουμε το γεγονός πως οποιοσδήποτε στη χώρα μας έγραψε αυτά ακριβώς τα στοιχεία, που σήμερα επικαλούνται οι ΗΠΑ για να επιβάλουν κυρώσεις, έχει φάει και μία αγωγή από τον Γρηγόρη Δημητριάδη, ανιψιό και πρώην γραμματέα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και άνθρωπο που βρίσκεται στο επίκεντρο των σχέσεων της Intellexa και των ανθρώπων που είχαν σχέσεις μαζί της εδώ, δηλαδή του Φέλιξ Μπίτζιου και του Γιάννη Λαβράνου (κουμπάρου του Δημητριάδη), και έκλειναν τις δουλειές με το ελληνικό δημόσιο.
Ουσιαστικά, από τη μία είναι οι ΗΠΑ που πλέον λένε ευθέως ότι το λογισμικό Predator, όχι μόνο χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες χώρες για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αξιοποιήθηκε και στις ίδιες τις ΗΠΑ για την παρακολούθηση αμερικανών αξιωματούχων, και από την άλλη, έχουμε την ελληνική κυβέρνηση που ακόμη δεν έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις πώς έγινε εξαγωγή του Predator από ελληνικές εταιρείες σε χώρες όπως η Μαδαγασκάρη και μάλιστα με άδεια του υπουργείου Εξωτερικών.
‘Η για να το πούμε διαφορετικά: οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή επιβάλλουν κυρώσεις που ξεκινούν από τις εταιρείες που ανήκουν «στενά» στον «όμιλο Intellexa», αλλά μπορούν να επεκταθούν και σε όσα πρόσωπα ή εταιρείες έχουν συναλλαγές μαζί τους, άρα και τα πρόσωπα που ήταν οι «άνθρωποι της Intellexa» στην Ελλάδα, και η ελληνική κυβέρνηση δεν κάνει καν τον κόπο να σχολιάσει μια τόσο σημαντική εξέλιξη.
Μια εξέλιξη που σε τελική ανάλυση αφορά κυρώσεις και σε μια εταιρεία που έχει έδρα στην Ελλάδα και την οποία η αμερικανική κυβέρνηση της θεωρεί επικίνδυνη για την κυβερνοασφάλειά της.
Και όμως ούτε αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή μια εταιρεία που οι ΗΠΑ τη θεωρούν απειλή έχει έδρα στην Ελλάδα και είχε και συναλλαγές με το ελληνικό Δημόσιο, δεν έχει προκαλέσει μια ανάλογη αντίδραση και από την ελληνική πλευρά.
Ιδίως όταν στην Ελλάδα ξέρουμε πολύ καλά ότι το λογισμικό αυτό είναι μια τεράστια απειλή για την ασφάλεια και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και το ξέρουμε πολύ καλά γιατί χρησιμοποιήθηκε για την παράνομη παρακολούθηση βουλευτών, υπουργών, ανώτατων στρατιωτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα υποκλοπών που έχει ζήσει ευρωπαϊκή χώρα.
Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε για πολύ ακόμη αυτό το θέατρο σκιών, όπου αυτό που για τις ΗΠΑ και όλο τον κόσμο είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο υποκλοπών και εξαγωγής παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού, στην Ελλάδα για την κυβέρνηση και ευρύτερα τη φιλοκυβερνητική παράταξη είναι «σκευωρία».
Δηλαδή, τι περιμένουν για να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί; Να αρχίσουν οι ΗΠΑ να επιβάλουν κυρώσεις και στους Έλληνες συνεργάτες του Ταλ Ντιλιάν;
Και τότε τι θα πουν οι διάφοροι καλοθελητές που αναπαρήγαγαν τα «ρουλεμάν» για «ανθελληνικές διαβολές»; Θα τα βάλουν και με τους Αμερικάνους;
Ή μήπως θα επιστρέψουν στην πιπίλα του «41%», λες και στις εκλογές δεν εκλέγουμε κυβερνήσεις που θα εφαρμόσουν το νόμο, αλλά δίνουμε «λευκή επιταγή» στην εκάστοτε κυβέρνηση να αντιμετωπίζει το Σύνταγμα σαν κουρελόχαρτο.
Όλα αυτά απλώς αποτυπώνουν έναν θεσμικό κατήφορο που έρχεται μέσα από την αλαζονεία της εξουσίας που φαίνεται να αποτελεί ολοένα και περισσότερο τον βασικό γνώμονα χάραξης πολιτικής
Όμως, μετά ας μην μας πειράζει όταν το ένα καταδικαστικό ψήφισμα διαδέχεται το άλλο.
Ή όταν όντως θα δούμε να κόβονται ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις επειδή στα μάτια της Ευρώπης θα είμαστε χώρα που παραβιάζει βασικούς κανόνες κράτους δικαίου.
Και ας μην υπολογίζει η κυβέρνηση τόσο πολύ στην αλληλεγγύη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όχι μόνο γιατί δεν αποτελεί την πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά γιατί ακόμη και τα κόμματα της «πολιτικής οικογένειας» στην οποία ανήκει η ΝΔ είναι και κόμματα «ατλαντικά». Κόμματα δηλαδή που κοιτάζουν τι γίνεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και θεωρούν ότι οι ΗΠΑ ηγούνται της «συλλογικής Δύσης». Πράγμα που σημαίνει ότι το μήνυμα από την Ουάσιγκτον ότι πλέον χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ως απειλή το εμπόριο παράνομου λογισμικού το έχουν ήδη πάρει. Και αυτό θα αποτυπωθεί και στο πώς θα κινηθούν.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση καλείται να διαλέξει εάν θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τίτλους στον ξένο Τύπο «Κυρώσεις σε ελληνική εταιρεία-πωλήτρια κατασκοπευτικού λογισμικού» ή εάν επιτέλους μπορούμε ως χώρα να συμμετέχουμε ενεργά στον έλεγχο, στην αποκάλυψη και στην τιμωρία όσων εμπλέκονται σε αυτή την παγκόσμια απειλή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.