Ο Τσίπρας έλυσε το Μακεδονικό όχι επειδή είναι πιο προοδευτικός από τους προηγούμενους, αλλά επειδή μαθαίνει καλύτερα από τους αντιπάλους του τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η κυβέρνηση δείχνει ότι θα βάλει τέλος στην εκκρεμότητα του «Μακεδονικού» υλοποιώντας μια λύση το περίγραμμα της οποία ήταν γνωστό και στις δύο πλευρές εδώ και πάνω από 25 χρόνια. Περίπου από όταν ξεκινήσαμε να συζητάμε το «ονοματολογικό».
Για όποιον έχει έστω και επιφανειακά μελετήσει το Μακεδονικό, θα διαπιστώσει ότι το περίγραμμα της όποιας πιθανής λύσης είχε διατυπωθεί περίπου από την εποχή που ξεκίνησε και το ίδιο το πρόβλημα. Σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό που να ισχύει erga omnes, αφαίρεση αλυτρωτικών αναφορών, περιγραφή γλώσσας και εθνότητας των γειτόνων που να μην γεννούν σύγχυση με την αρχαιοελληνική Μακεδονία, συνταγματικές εγγυήσεις.
Αυτή τη λύση ουσιαστικά ήταν έτοιμος να συζητήσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τον επίσης έτοιμο να συζητήσει Κίρο Γκλιγκόροφ.
Αυτή τη λύση αναγνώριζε ως προοπτική το ΠΑΣΟΚ όταν προχωρούσε στην «Ενδιάμεση Συμφωνία».
Αυτή τη λύση όρισε ως «εθνική γραμμή» ο Κώστας Καραμανλής το 2008 στο Βουκουρέστι.
Ο λόγος που δεν προωθήθηκε τόσα χρόνια αυτή η λύση που θα μας είχε απαλλάξει από όλο το φολκλόρ των αυτόκλητων «μακεδονομάχων», ήταν απλός: ο φόβος του πολιτικού κόστους, ο φόβος ότι όποιος έλυνε ένα τέτοιο πρόβλημα θα καταγγελλόταν ως «μειοδότης», ακριβώς επειδή με λίγες εξαιρέσεις τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα είχαν κατά καιρούς επενδύσει στην εθνικιστική ρητορική.
Το βλέπουμε τώρα και στον τρόπο που συμπεριφέρεται η Νέα Δημοκρατία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μεγάλωσε γνωρίζοντας ότι αυτή θα ήταν λύση.
Πρέπει να την είχε ακούσει να συζητιέται σε ουκ ολίγα οικογενειακά τραπέζια με τον πατέρα και την αδελφή του. Και τώρα αυτοδεσμευμένος, όπως και σε αρκετά άλλα ζητήματα, στη λογική «αντιπολίτευση σε όλα», κάθεται και εφευρίσκει διαφωνίες σε μια συμφωνία που γνωρίζει καλά ότι και ο ίδιος να διαπραγματευόταν η ίδια θα ήταν.
Είναι επομένως τόσο μάγκας και «εθνικός ηγέτης» ο Τσίπρας; Η απάντηση προφανώς είναι όχι, εκτός και εάν θεωρήσουμε ότι μαγκιά είναι να δεσμεύσεις μια χώρα σε μνημόνια για δεκαετίες. Κυνικός είναι, όμως ο κυνισμός του τον κάνει να βλέπει αυτά που άλλοι δεν βλέπουν.
Έχοντας υπογράψει κάμποσα μνημόνια και έχοντας ακυρώσει ένα δημοψήφισμα, ο Τσίπρας ξέρει ότι οι κραυγές περί «μειοδοσίας» είναι πάντα πρόσκαιρες, ιδίως όταν αυτοί που τις εκστομίζουν το κάνουν από απλό πολιτικό υπολογισμό.
Επιπλέον, ξέρει, καλύτερα από τον οποιοδήποτε άλλο, πώς να αλλάζει γήπεδο όταν τα βρίσκει σκούρα. Αυτή την εβδομάδα συζητιέται το τελευταίο μεγάλο πακέτο μέτρων.
Τα μέτρα που επικυρώνονται, από τη μείωση των συντάξεων μέχρι τη μείωση του αφορολόγητου και από τις αυξήσεις στον ΕΝΦΙΑ μέχρι τα δυσβάσταχτα πρωτογενή πλεονάσματα, κανονικά θα μονοπωλούσαν τη δημοσιότητα και θα έφερναν την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση.
Τώρα, όμως, για τις επόμενες μέρες θα συζητάμε το Μακεδονικό, ο Τσίπρας θα διεκδικεί να εμφανιστεί ως ένας υπεύθυνος εθνικός ηγέτης που έλυσε ένα πρόβλημα που κανένας άλλος δεν τόλμησε (γιατί κακά τα ψέματα η κοινωνία δεν πολυσυμπαθεί τους συμβιβασμούς αλλά πάντα αποτιμά θετικά την ειρήνευση) και η αντιπολίτευση θα υιοθετεί τόνο και ρητορική που κανονικά δεν θα επέλεγε.
Προφανώς και ο Τσίπρας ξέρει πολύ καλά ότι σε ορισμένες περιοχές μπορεί και να υπάρξει «πολιτικό κόστος», κύρια στη Βόρεια Ελλάδα όπου αρκετοί θα θελήσουν να παίξουν με αισθήματα προδομένης υπερηφάνειας για να υλοποιήσουν τυχόν σχέδια για ένα κόμμα της «πραγματικής δεξιάς». Μόνο που αυτό δεν τον ενοχλεί ιδιαίτερα.
Αντιθέτως, ξέρει ότι κάτι τέτοιο κυρίως θα κόψει από τη ΝΔ και όχι από το ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια έχει ήδη ως κυβερνητικό εταίρο ένα κόμμα, τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, που θα πάνε να παίξουν με αυτό το θέμα!