Στον ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθούμε την αποδόμηση ενός κόμματος σε live streaming.
Τελικά τα πράγματα πάντα μπορούν να γίνουν χειρότερα… Ακόμη και όταν ήδη αποτελούν παρωδία, με αφετηρία ένα πραγματικό πολιτικό δράμα.
Γιατί τις τελευταίες δύο μέρες παρακολουθούμε σε ζωντανή μετάδοση τη διάλυση ενός κόμματος.
Και μάλιστα όχι ενός τυχαίου κόμματος, αλλά αυτού που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολιτική έκπληξη στην Ευρώπη την περασμένη δεκαετία φέρνοντας την Αριστερά όχι μόνο στο προσκήνιο αλλά στην εξουσία, δίνοντας μια άνιση μάχη σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία και αντίξοες συνθήκες, και το οποίο αντιπροσώπευσε για ένα διάστημα την ελπίδα μεγάλου μέρους της κοινωνίας ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν.
Ενός κόμματος που βρισκόταν σε μια παρατεταμένη κρίση εδώ και χρόνια, αδυνατώντας να καταλάβει ότι έπρεπε μετά το 2019 να κάνει τομή πρώτα και κύρια με τον ίδιο τον εαυτό του για να προσανατολιστεί σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο, ανασημασιοδοτώντας την έννοια της αριστεράς σε νέες συνθήκες, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμενε ένα κόμμα με μια στοιχειωδώς κανονική πολιτική λειτουργία.
Ώσπου ήρθε το σοκ των εκλογών του 2023 και η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα για να έχουμε μια βίαιη αναγκαστική προσγείωση στην πραγματικότητα.
Και τότε, την κρίσιμη στιγμή, τα «πολιτικά αντανακλαστικά» ήταν τα χειρότερα που θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Πολύ πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Στέφανος Κασσελάκης, ήταν τα άλλα στελέχη που διεκδικούσαν την ηγεσία τα οποία έκαναν σειρά σοβαρών λαθών με σπασμωδικές κινήσεις, αποφάσεις και διαδικασίες που δεν άρμοζαν ούτε στο μέγεθος της ήττας, ούτε στην κουλτούρα της Αριστεράς. Αρνήθηκαν να πάνε πρώτα σε σοβαρή συζήτηση, αυτοκριτική, σχεδιασμό και μετά σε εκλογή ηγεσίας, θεωρώντας ότι το μόνο που χρειαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα «νέο πρόσωπο».
Μόνο που κάνοντας αυτή την απότομη στροφή δίνοντας προτεραιότητα στην «εικόνα» και στην «επικοινωνία» σε βάρος της ιδεολογίας και της στρατηγικής, ουσιαστικά επέτειναν τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό στην ίδια την κομματική βάση, αποπολιτικοποίησαν τη διαδικασία εκλογής και άνοιξαν το δρόμο, ώστε μια χειρονομία που εκ πρώτης όψεως φάνταζε ανερμάτιστος καιροσκοπισμός να φανεί σε ένα μεγάλο μέρος της κομματικής βάσης ως η μόνη διέξοδος.
Όμως, η εκλογή Κασσελάκη, δηλαδή ενός ανθρώπου που δεν προερχόταν ούτε από τα κινήματα, ούτε από την αριστερά, που δεν σκέφτηκε καν ότι ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι επιχειρηματίας, το μόνο που έκανε ήταν να επιταχύνει την αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Όχι μόνο με την αποχώρηση της Νέας Αριστεράς που θεώρησε ότι αυτό που χρειαζόταν η χώρα ήταν ένας πιο «συνεπής» ΣΥΡΙΖΑ ή μια μαζικότερη ΑΚΟΑ, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι αποδομήθηκαν οι πολιτικές λειτουργίες και άρχισε η ιδεολογική μετάλλαξη.
Ο νέος αρχηγός εκτίμησε ότι η εκλογή του ήταν ένα είδος λευκής επιταγής και υποκατέστησε τη συλλογική παραγωγή πολιτικής «γραμμής» με τα προσωπικά του βιντεάκια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παραβλέποντας ότι έτσι ούτε η άσκηση αντιπολίτευσης από το κόμμα γινόταν αποτελεσματικότερη, ούτε η κοινωνία αποκτούσε ξανά αυτοπεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν να «πάνε αλλιώς».
Ως αποτέλεσμα, ο ΣΥΡΙΖΑ αιμορραγούσε, και οργανωτικά και εκλογικά, εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις που τον δίνουν τρίτο κόμμα και το γεγονός ότι παρότι η δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική εντείνεται, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει σε απήχηση ούτε ο Κασσελάκης σε δημοφιλία και η κοινωνία μοιάζει ως αντίπαλο δέος στον Κυριάκο Μητσοτάκη να εμπιστεύεται τον «Κανένα», την μόνη πραγματικά ανερχόμενη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό.
Όλα αυτά τα προβλήματα έγιναν ακόμη πιο έντονα μπροστά στο συνέδριο. Σε ένα ευρύτερο δυναμικό διαμορφώθηκε η εντύπωση – καθόλου αβάσιμη ομολογουμένως – ότι με την ηγεσία Κασσελάκη το κόμμα πήγαινε ολοταχώς για εκλογική συντριβή στις ευρωεκλογές, με το μονοψήφιο ποσοστό να φαντάζει όλο και πιο πιθανό.
Το γεγονός ότι ο νέος αρχηγός διεκδικούσε να προβάλλει ένα «ηγετικό» προφίλ που δεν αναλογούσε ούτε στη συγκρότησή του, ούτε στις παραδόσεις της Αριστεράς για συλλογική ηγεσία και τα πρώτα σημάδια μιας «τιμωρητικής» πρακτικής απέναντι σε όποιον δεν πήγαινε με τα νερά του, απλώς επέτεινε μια διάχυτη ανησυχία ότι το κόμμα πήγαινε ολοταχώς στα βράχια.
Αυτή η επίγνωση μαζί με την αλλοίωση της ταυτότητας και του πολιτικού στίγματος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν που οδήγησε σε παρεμβάσεις όπως αυτή του Αλέξη Τσίπρα, που χωρίς υπεκφυγές μίλησε για τη βαθιά κρίση υποβάλλοντας εμμέσως και το χαρτί του πολιτικού διαζυγίου με το κόμμα με το οποίο ταυτίστηκε και αναγέννησε, αλλά και στην προσπάθεια να υπάρξει τελικά αντίπαλο δέος στη διαδικασία εκλογής ηγεσίας απέναντι στον Κασσελάκη, ώστε η ηγεσία του να είναι ένα διάλειμμα, και να υπάρξει μια στοιχειώδης ανασυγκρότηση στην πορεία προς τις ευρωεκλογές.
Γιατί η σημερινή είναι εικόνα διάλυσης: ένα συνέδριο αμήχανο, με τους συνέδρους να είναι κυρίως στους διαδρόμους, μια που παραμένει ασαφές εάν οτιδήποτε συζητηθεί ή ακόμη και αποφασιστεί θα έχει κάποιο αντίκρισμα, ένας αρχηγός που κινείται ως πολιτικός «Μεσσίας», εκτοξεύοντας τη μία μεγαλοστομία μετά την άλλη, την ώρα που είναι αποξενωμένος από όλα τα ηγετικά στελέχη αλλά ολοένα και περισσότερο και από την ίδια τη βάση του κόμματος.
Και το ζήτημα δεν είναι εάν θα διαλυθεί απλώς ένα κόμμα. Δεν θα είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η κατάσταση λειτουργεί διαλυτικά συνολικά για το πολιτικό σκηνικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας.
Να το πούμε απλά με τον ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή κατάσταση, η ΝΔ θα συνεχίσει να παίζει χωρίς αντίπαλο, ο λαός θα αποκαρδιώνεται, θα ενισχύεται η αίσθηση του αδιεξόδου και της έλλειψης εναλλακτικής, η κοινωνία θα είναι χωρίς προσανατολισμό, πράγμα που απλώς θα σημαίνει παράταση της σημερινής κατάστασης με κοινωνικές δυναμικές (ακόμη και εκρήξεις) που θα παραμένουν πολιτικά ορφανές, με την ακροδεξιά πάντα να καραδοκεί.
Το να αποφευχθεί αυτή η κατάσταση είναι σήμερα η βασική προτεραιότητα και η μεγάλη ευθύνη όλων όσων αναφέρονται στη δυνατότητα αριστερής και προοδευτικής διεξόδου. Εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ.