Ο στενός συνεργάτης για πολύ καιρό του πρωθυπουργού βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης για πολύ καιρό ήταν γνωστός ως το «δεξί χέρι» του πρωθυπουργού, ως αυτός που αναλάμβανε τις «ειδικές αποστολές» για λογαριασμό του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και ως αυτός που ήταν μέχρι και το καλοκαίρι του 2022 ο άνθρωπος-κλειδί στο σύστημα διαχείρισης της εξουσίας που είχε διαμορφωθεί στο Μέγαρο Μαξίμου.
Μια διάσταση, όμως, που δεν έχει τονιστεί όσο πρέπει -και σαφώς χρήζει περαιτέρω διερεύνησης- είναι ότι ταυτόχρονα ήταν ένα κεντρικό πρόσωπο στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ένας από αυτούς που φέρουν πολύ μεγάλη ευθύνη για τη βαθιά κρίση στην οποία αυτό βρίσκεται σήμερα έχοντας καταντήσει να διοικείται με όρους «εγκληματικής οργάνωσης».
Διαβάστε επίσης: Το τέλος του Μπρινιόλι και ο… δρόμος για τη Νέα Φιλαδέλφεια
Η Νέα Δημοκρατία όταν ανέλαβε την εξουσία υποτίθεται ότι είχε ψηλά στην ατζέντα της την εξυγίανση του ποδοσφαίρου. Από τη μεριά του Μεγάρου Μαξίμου με το ζήτημα του ποδοσφαίρου ασχολήθηκε κατεξοχήν ο Γρηγόρης Δημητριάδης. Μέρος των «καθηκόντων» του και το να έχει την ευθύνη των επαφών με τον Δημήτρη Μελισσανίδη και τον Ιβάν Σαββίδη.
Μόνο που αντί ο Γρηγόρης Δημητριάδης να εκπροσωπήσει στις συναντήσεις του το αίτημα της εξυγίανσης και να πιέσει τους δύο ποδοσφαιρικούς μεγαλοπαράγοντες να συμμορφωθούν σε ένα πλαίσιο αξιοπιστίας και εγκυρότητας, φαίνεται να έκανε το ακριβώς αντίθετο. Ιδίως με τον Δημήτρη Μελισσανίδη όλα δείχνουν ότι λειτούργησε ως το κατεξοχήν πρόσωπο που τελικά διευκόλυνε τα σχέδια του «διοικητικού ηγέτη» της ΑΕΚ, σε ζητήματα όπως η στελέχωση και ο τρόπος λειτουργίας – διοίκησης της ΕΠΟ ή το νέο γήπεδο.
Ειδικά στο ζήτημα της ΕΠΟ οι χειρισμοί Δημητριάδη είναι αποκαλυπτικοί για τον τρόπο που λειτουργούσε, ως το ισχυρό σημείο αναφοράς μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου.
Όπως όλοι θυμόμαστε κάποια στιγμή η κυβέρνηση αποφασίζει ότι χρειάζεται μια «άφθαρτη» διοίκηση στην ΕΠΟ, με πρόσωπα κοινής αποδοχής που να δρομολογήσει την εξυγίανση και την εφαρμογή της Ολιστικής Μελέτης.
Γι’ αυτό και έγιναν οι συνεννοήσεις ώστε να εκλεγεί πρόεδρος ο Θοδωρής Ζαγοράκης, που ήταν Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Μάλιστα, η αρχική συνεννόηση ήταν μαζί του να εκλεγούν και άλλα άφθαρτα πρόσωπα, κυρίως συμπαίκτες του από την εθνική ομάδα.
Θυμόμαστε όλοι τι έγινε τελικά. Ο Ζαγοράκης εξελέγη, αλλά ως «διακοσμητικός», αφού οι συμπαίκτες και συνυποψήφιοί του «πάτωσαν». Και αυτό γιατί στις άλλες θέσεις του ΔΣ εξελέγησαν άνθρωποι βγαλμένοι από τον πυρήνα της κρίσης του ελληνικού ποδοσφαίρου, καθώς πέραν της εκλογής του Ζαγοράκη η πλευρά Μελισσανίδη ακολούθησε την πεπατημένη και εξέλεξε αυτούς που ήθελε.
Όταν ο Ζαγοράκης κατάλαβε ότι ήταν διακοσμητικός, με τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι να είναι η επιλογή του Ιάκωβου Φιλιππούση για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή της ΕΠΟ, και συνειδητοποίησε ότι κουμάντο στην ΕΠΟ συνέχισαν να κάνουν ουσιαστικά το ίδια πρόσωπα που είχαν οδηγήσει στο αδιέξοδο, στράφηκε στο Μαξίμου, δηλαδή στον Δημητριάδη, ζητώντας βοήθεια και στήριξη. Όμως, η απάντηση που έλαβε από τον Δημητριάδη ήταν πρακτικά ένα «σήκω φύγε». Μόνο που το «σήκω φύγε» προς τον Ζαγοράκη ισοδυναμούσε με την πλήρη παράδοση της ΕΠΟ στον Δημήτρη Μελισσανίδη και τον μηχανισμό που έχει στηθεί εκεί. Αποκορύφωμα, η επιλογή του Τάκη Μπαλτάκου, του συνομιλητή της Χρυσής Αυγής, στη θέση του προέδρου.
Την ίδια στιγμή, ο Γρηγόρης Δημητριάδης ακριβώς επειδή βρισκόταν στο κέντρο ουσιαστικά του κυβερνητικού μηχανισμού και κινούσε τα νήματα, μπορούσε να ακυρώσει ακόμη και κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Οι αλλαγές που ήθελε να επιβάλει το Υπουργείο Αθλητισμού σκόνταφταν συνήθως πάνω στη δική του αντίσταση, ξεκινώντας από την υπονόμευση κάθε εφαρμογής της Ολιστικής Μελέτης, παρότι η τελευταία ήταν ουσιαστικά μια πρωτοβουλία του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη που ήρθε ως απόρροια της διακήρυξης προθέσεων που υπέγραψαν στις 25/02/2020 ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον πρόεδρο της UEFA Αλεξάντερ Τσέφεριν και τον Αντιπρόεδρο της FIFA Γκρεγκ Κλαρκ.
Και βέβαια ήταν αυτός που όλη αυτή την υπονόμευση της πραγματικής εξυγίανσης του ποδοσφαίρου την «πούλαγε» ως ανάγκη να δείχνει η κυβέρνηση ότι «κρατά αποστάσεις» και «δεν αναμειγνύεται» στα του ποδοσφαίρου. Ενώ στην πραγματικότητα, και χάρη στους δικούς του χειρισμούς, η κυβέρνηση έπαιρνε θέση και μάλιστα υπέρ της διαιώνισης της σημερινής άθλιας κατάστασης.
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης τυπικά έχει απομακρυνθεί από το Μέγαρο Μαξίμου μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, αναλαμβάνοντας τρόπο τινά και τον ρόλο του «αποδιοπομπαίου τράγου».
Βεβαίως, παρότι χωρίς κυβερνητική ιδιότητα, κάτι που υπογραμμίζει σε όλα τα εξώδικα που μοιράζει αφειδώς εναντίον όποιου έγραψε κάτι σε βάρος του για τις υποκλοπές, περιφέρεται συνοδευόμενος από… άγημα 15 φρουρών. Παρεμπιπτόντως , φαντάζομαι ότι δεν είναι αστυνομικοί, γιατί τότε το κυβερνητικό – και πρωθυπουργικό – αφήγημα ότι παίρνουμε τους αστυνομικούς από τη φύλαξη και τους πάμε στις γειτονιές πάει για άλλη μια φορά περίπατο. Μάλιστα, είναι αρκούντως προκλητικός ώστε με αυτή τη συνοδεία να πηγαίνει σε παιχνίδια μπάσκετ και να το παίζει «Ολυμπιακάρας».
Όντως η κύρια ασχολία του Γρηγόρη Δημητριάδη το τελευταίο διάστημα είναι το να στέλνει εξώδικα και αγωγές σε όποιον έγραψε κάτι για αυτόν και την εμπλοκή του στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Ένα σκάνδαλο που έχει να κάνει με το ότι με κέντρο το Μέγαρο Μαξίμου είχε στηθεί μηχανισμός παράνομων παρακολουθήσεων στελεχών της αντιπολίτευσης, αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων, υπουργών, επιχειρηματιών. Ένα σκάνδαλο δηλαδή, για το οποίο, είτε το θέλει είτε όχι, πρέπει να απαντήσει στα αμείλικτα ερωτήματα για τη δική του συμμετοχή.
Δεν γίνεται, δηλαδή, να αποκαλύπτεται ότι παράνομο λογισμικό, που εμπορεύεται ο Λαβράνος, το οποίο έχει προμηθευτεί και η ΕΥΠ, παρακολουθεί Έλληνες πολιτικούς, στρατιωτικούς και επιχειρηματίες και να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο άνθρωπος κλειδί είναι ο Γρηγόρης Δημητριάδης και αυτός να αρνείται πεισματικά να δώσει εξηγήσεις για ένα θέμα που αφορά τον πυρήνα της δημοκρατίας.
Όπως δεν γίνεται να αρνείται να δώσει εξηγήσεις και για τη σχέση του με τον Κώστα Ρούπτσο, τον επιχειρηματία που έφερε και διαχειρίζεται το VAR στην Ελλάδα και ο οποίος φαίνεται να έχει κάνει μεγάλες δουλειές και με τον Λαβράνο, καθώς επίσης και για το ότι για τόσο καιρό κανείς δεν ασχολήθηκε με τα εικονικά τιμολόγια του Λαβράνου. Βέβαια ο Γρηγόρης Δημητριάδης δεν μιλάει ούτε για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το ποιος τοποθετείτο σε ποια θέση. Ή για το εάν είχε ή όχι συνομιλίες και με ποινικούς.
Όλα αυτά, όμως, πρέπει να τα απαντήσει ο Γρηγόρης Δημητριάδης. Και σίγουρα κάποια από αυτά αναγκαστικά θα απαντηθούν όταν ξεκινήσουν να φτάνουν οι αγωγές του στο ακροατήριο. Όμως, δεν είναι μόνο ο Γρηγόρης Δημητριάδης που οφείλει απαντήσεις.
Γιατί κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι όλον αυτόν τον καιρό ο Γρηγόρης Δημητριάδης δρούσε «αυτόνομα» και «ανεξέλεγκτα». Αυτό ήταν αφήγημα που κυκλοφόρησε για λίγο όταν απομακρύνθηκε από τη θέση του με αφορμή το σκάνδαλο των υποκλοπών. Όμως, στην πολιτική οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», συνήθως δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι.
Και για την κατάσταση στο Μέγαρο Μαξίμου ευθύνη πάντα είχε και έχει και ο πρωθυπουργός. Αυτός έβαλε εκεί το «δεξί του χέρι», αυτός συνομιλούσε – και εάν κρίνουμε από πρόσφατη φωτογραφία συνομιλεί ακόμη – με τον Δημητριάδη, αυτός τον εξουσιοδοτούσε να μιλά εξ ονόματός του. Η «ατζέντα Δημητριάδη» στην πράξη ως «πρωθυπουργική ατζέντα» αντιμετωπιζόταν.
Και αυτό όπως και να το δει κανείς ανοίγει τη βεντάλια όσων φέρουν ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Σε τελική ανάλυση μπορεί να ήταν ο Γρηγόρης Δημητριάδης αυτός που μπλόκαρε κάθε προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όμως και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχουν μια επιλεκτική “à la carte” αντιμετώπιση του θέματος, όπως φαίνεται από το πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα του αυτοδιοίκητου.
Βγαίνει για παράδειγμα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης και λέει: «Υπάρχει το αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου. Δεν μπορεί να υπάρχει μια σχέση μεταξύ της κυβέρνησης και μιας διαιτητικής απόφασης».
Το επιχείρημα αυτό, ότι δεν μπορεί η κυβέρνηση να ασχοληθεί με ένα πέναλτι, επειδή έτσι θα έπληττε το αυτοδιοίκητο, έρχεται σε σύγκρουση με όλες τις φορές που η κυβέρνηση καθόλου δεν στάθηκε στο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου.
Για παράδειγμα ήταν η κυβέρνηση και όχι «το αυτοδιοίκητο» που προσκάλεσε την UEFA.
Ήταν η κυβέρνηση που πήρε την πρωτοβουλία για την Ολιστική Μελέτη, προσπερνώντας το αυτοδιοίκητο της ΕΠΟ.
Ήταν η κυβέρνηση που επέβαλε τα ματς χωρίς θεατές μέχρι τον Φεβρουάριο και όχι η Super League ή η ΕΠΟ.
Δηλαδή, όποτε θέλησε η κυβέρνηση να δώσει την εικόνα ότι «κάτι κάνει» για το ποδόσφαιρο καθόλου δεν σεβάστηκε το αυτοδιοίκητο.
Το θυμάται όμως το αυτοδιοίκητο όποτε από την εικόνα ότι «κάτι κάνει» και δεν μένει εντελώς άπραγη, πρέπει να περάσει στην πραγματική σύγκρουση με όσους έχουν φέρει το ποδόσφαιρο σε συνθήκη ανυποληψίας. Τότε αποδεικνύεται ότι η γραμμή Δημητριάδη ζει και βασιλεύει.