Όσο δεν υπάρχει αντιπολίτευση θα βλέπουμε να εντείνεται η δυσαρέσκεια και ταυτόχρονα να ενισχύεται η κυβέρνηση.
Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ένα πολύ ενδιαφέρον παράδοξο.
Την ώρα που είναι υπαρκτή η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση και αυτή αποτυπώνεται σε πολύ συγκεκριμένες αιχμές, όπως είναι η ακρίβεια, η ανεπάρκεια απέναντι στις φυσικές καταστροφές, το αίσθημα ανασφάλειας, εντούτοις δεν ενισχύεται η αντιπολίτευση.
Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει τη δημοσκοπική κατηφόρα και βρίσκεται πια στην τρίτη θέση.
Μάλιστα, στο βαθμό που δεν πάει καλά ούτε η Νέα Αριστερά είναι σαφές ότι η κρίση αφορά έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο.
Μια κρίση που αποδεικνύεται βαθιά και υπαρξιακή και από την οποία δεν πρόκειται να ανακάμψουν, τουλάχιστον χωρίς ουσιαστικές αλλαγές και τομές που δεν φαίνονται όμως διατεθειμένοι να κάνουν.
Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ, μπορεί να είναι δεύτερο στις δημοσκοπήσεις, αλλά δεν ανεβαίνει. Ενίοτε καταγράφεται ακόμη και υποχώρηση της επιρροής του!
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να φαντάζει παντοδύναμη, καθώς αυτή τη στιγμή μόνο η Νέα Δημοκρατία παίρνει στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό που αναλογεί σε κόμμα που μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία.
Όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΠΑΣΟΚ παίρνουν ποσοστά τρίτου κόμματος.
Όλα αυτά γκρεμίζουν και τις τελευταίες αυταπάτες ότι εάν υπάρχει δυσαρέσκεια, τότε ενισχύεται η αντιπολίτευση και διαψεύδουν τις προσδοκίες του ΠΑΣΟΚ που φαίνεται να επενδύει στην τακτική του ώριμου φρούτου, μη διδασκόμενο από το πάθημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Αποδεικνύεται ότι ικανή και αναγκαία συνθήκη προκειμένου να καρπωθεί η αντιπολίτευση την δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση, είναι η πρώτη να έχει κάτι να πει. Μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση μπορεί η απογοήτευση και η κούραση από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική να λειτουργήσει ενισχυτικά για την αντιπολίτευση.
Δηλαδή, όταν δεν εκφράζει απλώς τη δυσαρέσκεια, αλλά έχει και μια διαφορετική, εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Προφανώς, υπάρχει και η λογική του «κόμματος διαμαρτυρίας».
Όμως, τέτοια κόμματα σπανίως αποκτούν δυναμική διακυβέρνησης.
Για να δώσω ένα παράδειγμα: ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 εκτινάχθηκε επειδή τόλμησε να μην είναι μόνο κόμμα διαμαρτυρίας, αλλά να προτείνει διαφορετικό δρόμο δηλώνοντας ότι η λύση είναι «αριστερή κυβέρνηση». Δεν έχει σημασία και σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την προσπάθεια και τη μάχη, το ότι αποδείχτηκε ότι ήταν απροετοίμαστος. Το βασικό είναι ότι έδωσε μια εναλλακτική διέξοδο, εμπνέοντας πολλούς ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, να αγωνιστούν για το όραμα που περιέγραψε.
Σήμερα ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ (ή η Νέα Αριστερά) μπορούν να παίξουν αυτό τον ρόλο.
Και στον ρόλο του κόμματος διαμαρτυρίας έχουν ισχυρό ανταγωνισμό από την πλευρά του ΚΚΕ που συνδυάζει κοινωνική γείωση, σοβαρότητα και συνδυασμό της διαμαρτυρίας με μια συνολικότερη ιδεολογία.
Γι’ αυτό τον λόγο και η υπαρκτή δυσαρέσκεια σήμερα δεν βρίσκει διέξοδο προς την αντιπολίτευση.
Όμως, το ζήτημα δεν είναι μόνο εκλογικό.
Είναι βαθύτερα πολιτικό και κοινωνικό.
Γιατί ο μεγάλος κίνδυνος είναι να φτάσουμε σε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι που είναι δυσαρεστημένοι δεν θα βρίσκουν διέξοδο να εκφραστούν.
Κάποιους μπορεί να τους παρασύρουν οι διάφορες εκδοχές ακροδεξιάς δημαγωγίας.
Κάποιοι μπορεί να πολιτικοποιηθούν και να στραφούν προς το ΚΚΕ ή άλλες εκφράσεις μιας ριζοσπαστικής αριστεράς.
Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι που δεν θα βρίσκουν μια αριστερή προοδευτική κυβερνητική (και όχι απλώς ιδεολογική) διέξοδο, απλώς θα απέχουν, απλώς θα διαλέξουν την πολιτική απάθεια και την αποστασιοποίηση.
Και τότε το πλήγμα δεν θα αφορά την «προοδευτική παράταξη» απλώς.
Θα αφορά την ίδια τη δημοκρατία.
Γιατί κοινωνίες με 50% συμμετοχή στις εκλογές, θα είναι και κοινωνίες όλο και πιο απαθείς, όλο και πιο πολιτικά αναλφάβητες, όλο και πιο φοβισμένες, όλο και πιο άνισες, όλο και πιο εξατομικευμένες, όλο και πιο αφιλόξενες.
Κοινωνίες που θα καταλήξουν να έχουν μόνο τον κυνισμό, τον ωχαδερφισμό και την ξενοφοβία ως συνεκτικό ιστό.