Η κυβέρνηση δείχνει να ανησυχεί μόνο για την πίεση από τα δεξιά
Η επικαιρότητα των τελευταίων ημερών είναι πολύ ενδεικτική της κατάστασης που αντιμετωπίζουμε.
Κατεβάζει η κυβέρνηση τροπολογία για νομιμοποίηση «παράτυπων» μεταναστών υπό την πίεση της έλλειψης εργατικών χεριών, ιδίως στον αγροτικό τομέα.
Η βασική αντιπαράθεση δεν έγινε ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που είναι στα αριστερά της, που θα μπορούσαν παρεμπιπτόντως να ασκήσουν εντονότερη κριτική στην κυβέρνηση, γιατί η ρύθμιση τελικά αφορά μικρό αριθμό μεταναστών, αλλά και γιατί η ίδια κυβέρνηση συνολικά προκρίνει τους «φράχτες» παρά το δρόμο της νομιμοποίησης και της ενσωμάτωσης.
Η βασική αντιπαράθεση έγινε με τη δεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, που εκπροσωπήθηκε από το «όχι» του Αντώνη Σαμαρά και που εάν δεν έχει τεθεί ζήτημα κομματικής πειθαρχίας θα είχε καταψηφίσει σε μεγάλο βαθμό.
Μια αντιπαράθεση όπου η δεξιά πτέρυγα απαιτούσε ακόμη πιο σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική και ήταν η κυβέρνηση που αμυντικά απαντούσε ότι παραμένει μια δεξιά κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας φρασεολογία που μάλλον δεν έβριθε ανθρωπιάς και εργαλειοποιώντας απροκάλυπτα τους μετανάστες.
Έρχεται μετά το ζήτημα με το εικαστικό έργο που εκτέθηκε στη Νέα Υόρκη. Ένα έργο που αφορούσε το ζήτημα της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών.
Σε άλλες εποχές, ακριβώς το γεγονός ότι ήταν ο Νάτσιος της ακροδεξιάς «Νίκης» που σήκωσε το θέμα στη Βουλή θα ήταν ικανός λόγος και το βασικό επιχείρημα ώστε ο αρμόδιος υπουργός να μην κάνει τίποτα, για να μην φανεί ότι ενδίδει στην πίεση της άκρας δεξιάς. Όμως τώρα, με ερεθισμένα τα αντανακλαστικά της σκληρής δεξιάς, -που βλέπει να ξεσπούν μίνι εμφύλιοι για ζητήματα που θεωρούσε λυμένα αφού έρχονται σε κόντρα με τις συντηρητικές ιδέες και Αρχές του ορθόδοξου δεξιού-, προφανώς κρίθηκε μικρότερη η ζημιά από την ταύτιση με τους ακροδεξιούς.
Όλοι γνωρίζουμε τι έγινε τελικά: ύστερα από λίγο και κατευθυνόμενο θόρυβο στη Νέα Υόρκη, κάποια ποσταρίσματα από εδώ και από εκεί, και βεβαίως την ανάδειξη του ζητήματος από τον πρόεδρο της «Νίκης», ο υπουργός Εξωτερικών έσπευσε να ανακοινώσει ότι θα αφαιρεθεί από την έκθεση το επίμαχο έργο τέχνης, δηλαδή θα ασκηθεί λογοκρισία -ξυπνώντας μνήμες μαύρων εποχών πνευματικού μεσαίωνα- επειδή το απαίτησαν διάφοροι δεξιοί και ακροδεξιοί τύποι.
Ας προσθέσω και ένα ακόμη περιστατικό. Σηκώνεται ένα ζήτημα από την υπόλοιπη αντιπολίτευση, καθαυτό πολύ σοβαρό, δηλαδή ότι με τροπολογία τελευταίας στιγμής ο Δήμος της Αθήνας -όπως και όλη η Τοπική Αυτοδιοίκηση- χάνει κάθε εκπροσώπηση στη διοίκηση της δημόσιας επιχείρησης που διαχειρίζεται σημαντικά έργα που αφορούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον δήμο της Αθήνας.
Επειδή το θέμα αυτό δεν το σήκωσε η δεξιά και η ακροδεξιά, η κυβέρνηση δεν φάνηκε να ανησυχεί, προτίμησε να το αντιμετωπίσει σχεδόν σαν κάτι το αυτονόητο και αδιαφόρησε για τις ηχηρές αντιδράσεις της προς τα αριστερά της αντιπολίτευσης.
Γιατί, όμως, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται ανάμεσα σε παραλλαγές μιας δεξιόστροφης πολιτικής κατεύθυνσης και όπου η κυβέρνηση δείχνει να ανησυχεί περισσότερο για τη «δεξιά της δεξιάς», παρά για την αριστερά;
Γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει αριστερά με μαζικούς όρους, δηλαδή ως ένα δυνάμει ηγεμονικό πολιτικό ρεύμα που θα μπορούσε να διεκδικήσει ξανά την κυβερνητική εξουσία, επομένως να θεωρείται από την κυβέρνηση σοβαρή «απειλή» και ως εκ τούτου να επιβάλλει ατζέντα.
Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ ήδη παίρνει τα χαρακτηριστικά διάλυσης και αποδιάρθρωσης και διαμορφώνει ένα τοπίο όπου η κυβέρνηση φαντάζει παντοδύναμη, τουλάχιστον σε δημοσκοπικό επίπεδο, καθώς ούτε το ΠΑΣΟΚ δείχνει διατεθειμένο (μπορεί άραγε;) να κάνει σοβαρή αντιπολίτευση.
Επιπλέον, αυτή η αποδιάρθρωση της αριστεράς και ευρύτερα της προοδευτικής παράταξης έχει ως αποτέλεσμα να μετατοπίζεται και η δημόσια συζήτηση.
Δηλαδή, ιδέες, θέσεις, έννοιες, ακόμη και λέξεις που κάποτε ήταν αυτονόητες πλέον δεν ακούγονται, ενώ αντίθετα η ρητορική της ακροδεξιάς κερδίζει συνεχώς έδαφος, είμαστε -δυστυχώς- πολύ κοντά στο να θεωρείται ότι ανήκει στην «κανονικότητα».
Με αποτέλεσμα σε κάποιες στιγμές να μην βλέπουμε μια σύγκρουση «αριστεράς – δεξιάς», αλλά μια αντιπαράθεση «νεοφιλελευθερισμού – ακροδεξιάς».
Και ας μην γελιόμαστε: τα πράγματα απλώς θα γίνονται χειρότερα όσο δεν υπάρχουν διαδικασίες που να προσπαθούν να ανασυνθέσουν ένα πλατύ πλειοψηφικό ρεύμα, που να εκπροσωπεί ξανά το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, διαφάνεια, αλληλεγγύη και ανεκτικότητα. Ο κίνδυνος του στασιμοκαπιταλισμού, στον οποίο έχω αναφερθεί, δεν απειλεί μόνο την οικονομία, αλλά και την κοινωνία, την ίδια την ύπαρξη ιδεολογιών και οραμάτων, το μέλλον.
Αλλά αυτή είναι μια συζήτηση – και ευθύνη…– που ακόμη εκκρεμεί, αν και η κλεψύδρα για ανήκεστο βλάβη έχει γυρίσει και αυτό πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη στην Αριστερά.
PS: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος παλεύει για να γεννηθεί, ζούμε την εποχή των τεράτων»
Αντόνιο Γκράμσι