Για κάποια πράγματα πρέπει να μιλήσουμε με σοβαρότητα και όχι με επικοινωνιακά «πυροτεχνήματα»
Ναι, στα γήπεδα υπάρχει βία. Και έξω από αυτά υπάρχει βία. Και είναι κυρίως νεανική βία. Και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλη την Ευρώπη.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις κανονικά θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητες και να αποτελούν την αφετηρία και τη βάση οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης για το πώς θα αποφύγουμε να ξαναζήσουμε τραγικές στιγμές όπως αυτές στου Ρέντη.
Μόνο στην Ελλάδα αποφεύγουν τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας αυτοί που έχουν την ευθύνη να χαράξουν πολιτική. Αντιθέτως, η λογική τους είναι απλουστευτική, σχηματική και ως τέτοια αδυνατεί να κατανοήσει το φαινόμενο στο βάθος του και κατ’ επέκταση να συμβάλλει στην πραγματική αντιμετώπισή του.
Απλώς θέλουν να δείχνουν «ότι επιδεικνύουν πυγμή», ότι «παίρνουν μέτρα», ότι θα επιδείξουν «μηδενική ανοχή».
Συναγωνίζονται αυτές οι δηλώσεις όσες αφορούν την «καταπολέμηση της ακρίβειας» για να θυμηθούμε μια άλλη ανοιχτή πληγή της ελληνικής κοινωνίας, που επίσης αντιμετωπίζεται αυτή τη στιγμή από την κυβέρνηση αμιγώς επικοινωνιακά λες και οι τιμές θα πέσουν ως δια μαγείας με βίντεο στο TikTok.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή μιλάμε για τη βία, αυτή που σκοτώνει ή σακατεύει και αυτή που καταστρέφει τις ζωές όσων εμπλέκονται στον φαύλο κύκλο της, χρειάζεται διαφορετική κατεύθυνση για την πραγματική διερεύνηση του τι ακριβώς συμβαίνει και πώς μπορεί όντως να αντιμετωπιστεί.
Για παράδειγμα αποφασίζεται τώρα να παρθούν μέτρα, που κυρίως έχουν τη μορφή των άδειων γηπέδων. Και αυτό παρότι δεν είχαμε ένα περιστατικό που συνέβη εντός ενός γηπέδου, αλλά σε απόσταση από αυτό.
Το κυριότερο δεν προσφέρεται καμιά εξήγηση γιατί τα άδεια γήπεδα (μια πρακτική που κυρίως μέχρι τώρα αποτελούσε ποινή για ομάδες, παρά μέσο αντιμετώπισης της βίας) θα παίξουν κάποιο ρόλο.
Εκτός και εάν πάμε με ένα αφήγημα βάσει του οποίου για την βία γύρω από γήπεδα φταίει το ποδόσφαιρο. Ή το βόλεϊ. Ή το μπάσκετ. Οπότε ας ξεμπερδεύουμε με τα σπορ να ξεμπερδέψουμε με τη βία.
Όμως, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση αυτού του λογικού άλματος, θα πρέπει να τεκμηριωθεί, επίσης, γιατί επιλέγεται τώρα να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα.
Απορία που προκύπτει εύλογα δεδομένου ότι πρόσφατα είχαμε τραγικές περιπτώσεις «οπαδικής βίας» δύο στη Θεσσαλονίκη και μία στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Πρώτα, τον τραγικό φόνο ενός Βούλγαρου οπαδού του Άρη, του Τόσκο Μποζατσίσκι, που καταδιώχτηκε από οπαδούς του ΠΑΟΚ και σκοτώθηκε όταν τον χτύπησε το αμάξι της συντρόφου ενός βασικού οργανωμένου οπαδού του ΠΑΟΚ.
Και βέβαια είχαμε την τραγική δολοφονία του Άλκη Καμπανού, πάλι από οργανωμένους οπαδούς του ΠΑΟΚ, που μάλιστα πρωτόδικα καταδικάστηκαν σε πολύ βαριές ποινές.
Ακολούθησε η δολοφονία του οπαδού της ΑΕΚ, Μιχάλη Κατσούρη στη Νέα Φιλαδέλφεια από Κροάτες χούλιγκαν που έδρασαν σε συνεργασία με Έλληνες χούλιγκαν και με «σύμμαχο» τα τραγικά λάθη της αστυνομίας ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του.
Γιατί με αφορμή αυτά τα περιστατικά δεν αποφασίστηκε να ληφθούν σοβαρά μέτρα, ιδίως μάλιστα σε σχέση με γεγονότα όπου η συσχέτιση με ομάδες και οργανωμένους οπαδούς ήταν παραπάνω από εμφανής;
Η ερώτηση δεν είναι καθόλου ρητορική. Αντιθέτως, την έχουν εμμέσως πλην σαφώς δώσει τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη.
Στην περίπτωση των δύο τραγικών θανάτων στη Θεσσαλονίκη, που μάλιστα αναδείκνυαν και πολύ συγκεκριμένα προβλήματα μιας ορισμένης «οπαδικής κουλτούρας» που ενισχύθηκε με συγκεκριμένους τρόπους το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση φοβήθηκε το πολιτικό και εκλογικό κόστος.
Ήταν η εποχή που έβλεπε να έχει δυνητικές απώλειες στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα, που έβλεπε τον Βελόπουλο να ανεβαίνει, που συνειδητοποιούσε ότι ειδικά στα βόρεια ένα κοινό «αντιεμβολιαστών» ήταν δυσαρεστημένο με την κυβέρνηση και δεν ήθελε να το δυσαρεστήσει και άλλο. Για όλους αυτούς τους λόγους τότε δεν υπήρξε καμιά πρωτοβουλία για μέτρα ανάλογα με αυτά που λαμβάνονται τώρα.
Τώρα θεωρεί ότι μπορεί να τα πάρει, χωρίς να δίνει πειστική εξήγηση γιατί τώρα και όχι τότε, που παρεμπιπτόντως αν είχε γίνει κάτι ουσιαστικό ίσως να είχε αποφευχθεί το τραγικό τώρα.
Όμως, είναι λάθος η συζήτηση να περιοριστεί στην κριτική γιατί η κυβέρνηση δεν πήρε αυτά τα μέτρα νωρίτερα. Γιατί το πιο σοβαρό και κρίσιμο ζήτημα είναι ότι αυτά τα μέτρα στην πραγματικότητα δεν απαντούν στην ουσία του προβλήματος.
Γιατί όλη η συζήτηση γίνεται με όρους αθλητικής βίας, που αποπροσανατολίζουν.
Γιατί αυτό που αντιμετωπίζουμε δεν είναι μια βία που είναι ειδικά αθλητική. Πολύ περισσότερο δεν είναι μια βία πρωτίστως αθλητική.
Αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι μία βία νεανική. Ένα πολυπαραγοντικό κοινωνικό πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με όρους καταστολής, όχι γιατί δεν έχει έντονα στοιχεία παραβατικότητας, αλλά γιατί δεν αρκεί μόνο αυτό.
Αυτή η νεανική βία σε άλλες εποχές πιθανώς να μπορούσε να «αποσυμπιέζεται» στο δρόμο, συχνά να συνδέεται και με πολιτικά αιτήματα, ενίοτε να μπορεί μέσα από αυτή τη διαδικασία να παίρνει ακόμη και λιγότερο βίαιες μορφές.
Τώρα φαίνεται να παίρνει πιο βίαιες μορφές και να σχετίζεται και περισσότερο με τα σπορ. Και βεβαίως να εμπλέκεται με όλα τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το «οπαδικό φαινόμενο».
Όμως, αυτό δεν αναιρεί ένα βασικό γεγονός: δεν είναι μια βία που προκύπτει επειδή οι άνθρωποι πηγαίνουν στις εξέδρες των γηπέδων, οπότε άμα τις αδειάσουμε θα λύσουμε και το πρόβλημα.
Ούτε είναι μια βία που προκύπτει επειδή οι άνθρωποι παρακολουθούν αθλήματα δια ζώσης, οπότε εάν δεν τους επιτρέπουμε να τα παρακολουθούν δια ζώσης θα προκύπτει λιγότερη βία.
Για να μην αναφερθώ στο ίδιο το γεγονός ότι τα κρούσματα βίας που σχολιάζουμε εδώ δεν έγιναν μέσα σε ένα γήπεδο. Έγιναν σε απόσταση από αυτά. Στην περίπτωση της δολοφονίας του Άλκη Καμπανού δεν έγινε καν σε ημέρα αγώνα.
Επομένως, εάν μιλήσουμε για τη νεανική βία, ας μιλήσουμε για την ουσία. Ας δούμε ποιες κοινωνικές συνθήκες την γεννούν. Ας αναλογιστούμε με τι τρόπο μπορεί να γίνει μια μη βίαιη «αποσυμπίεση» αυτής της κοινωνικής έντασης. Και μόνο τότε και σε άμεση συσχέτιση με αυτό ας δούμε όντως τι δεν πάει καλά με το ποδόσφαιρο, τις προβληματικές καταστάσεις σε σχέση με το ευρύτερο «οπαδικό φαινόμενο».
Ένας «μπομπέρ» που βλέπει… Euroleague: Η χρονιά «εκτόξευσης» του Βασίλη Τολιόπουλου (vids)
Διαφορετικά δεν ξεφεύγουμε από τα όρια της επικοινωνιακής διαχείρισης, της επιλεκτικής «ευαισθησίας» και των μέτρων που καμιά σχέση δεν έχουν με την ουσία του προβλήματος, επομένως δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν.