Ο διάλογος με την Τουρκία και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι εύκολος. Είναι, όμως, αναγκαίος.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι ο πιο εύκολος συνομιλητής. Και αυτό γιατί έχει μια αντίληψη του διαλόγου που είναι συχνά της μορφής «τα δικά μου, δικά μου και τα δικά σου, δικά μας», δηλαδή προσέρχεται σε διάλογο διατηρώντας ταυτόχρονα ανυποχώρητη στάση ως προς τις απαιτήσεις του.
Βεβαίως την ίδια στιγμή έχει δείξει σε διάφορα ζητήματα μια ικανότητα ευελιξίας που συχνά την υποτιμάμε, εστιάζοντας μόνο στη ρητορική του.
Για παράδειγμα, σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία σε επίπεδο ρητορικής, η Τουρκία φάνηκε να διαφοροποιείται σημαντικά από την υπόλοιπη Δύση, αφού επέλεξε να μην επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία συνέχισε να έχει καλές σχέσεις με τη Μόσχα (χωρίς ποτέ να έχει κακές σχέσεις με την Ουκρανία). Όμως, την ίδια στιγμή όταν ήρθε η ώρα να πάρει θέση σε πιο στρατηγικά διλήμματα, όπως για παράδειγμα εάν θα μπλοκάρει την επέκταση του ΝΑΤΟ με την εισδοχή της Σουηδίας και της Φιλανδίας, η Τουρκία επέδειξε μια μάλλον πιο «ρεαλιστική θέση» και δεν μπλόκαρε τη σχετική επιλογή.
Την ίδια «ευελιξία» επιδεικνύει σε διάφορα άλλα θέματα. Ο ίδιος ο Ερντογάν υιοθέτησε πολύ επιθετική ρητορική εναντίον του Ισραήλ για τον πόλεμο στη Γάζα, όμως την ίδια στιγμή τουρκικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων προσκείμενων προς το κυβερνών AKP, συνέχισαν κανονικά να κάνουν «δουλειές» με το Ισραήλ.
Όλα αυτά δεν αναιρούν το βασικό πρόβλημα με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας που είναι ακριβώς ότι είναι μια «αναθεωρητική» δύναμη, δηλαδή θεωρεί ότι τα σύνορα όπως έχουν χαραχθεί και ερμηνευθεί μέχρι τώρα δεν αντιστοιχούν στην πραγματική ισχύ της και σε αυτό που θεωρεί ότι είναι, δηλαδή μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Αυτό εξηγεί και γιατί ερμηνεύει κατά το δοκούν το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας σε σχέση με τη υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ και γιατί έχει αυτή τη συγκεκριμένη στάση στο Κυπριακό.
Το κυριότερο ζήτημα, όμως, είναι ότι είναι μια χώρα που δεν έχει πρόβλημα να καταφύγει και στην ένοπλη εμπλοκή. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η Τουρκία ενεπλάκη στον εμφύλιο στη Συρία και έχει μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο έδαφος της Συρίας, ότι πραγματοποιεί βομβαρδισμούς σε περιοχές του Ιράκ, ότι είχε εμπλοκή στον πόλεμο Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, και ότι έχει ενεργό ανάμειξη στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη.
Προφανώς ο Ερντογάν συχνά προσπερνά τις αντιφάσεις που διαπερνούν τη σημερινή Τουρκία, αντιφάσεις που ως προς ορισμένες διαστάσεις τους είναι ανοιχτές πληγές, με πρώτη και κύρια την κατάσταση της οικονομίας όπου παρά τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων, δεν έχει καταφέρει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.
Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι ως ένα βαθμό η στροφή του συχνά σε επιθετική ρητορική είναι αποτέλεσμα ακριβώς της προσπάθειάς του να προσπεράσει τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας.
Όμως, ας μη γελιόμαστε, η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, ο εθνικισμός στο εσωτερικό της είναι εντονότερος από ό,τι στην Ελλάδα και η ηγεσία της θεωρεί ότι έχουμε περάσει σε μια φάση όπου οι συσχετισμοί αλλάζουν, ότι ξαναγράφονται οι κανόνες του παιχνιδιού και ενίοτε ξαναχαράσσονται ακόμη και τα σύνορα.
Με αυτή τη χώρα έχουμε να κάνουμε και με αυτόν τον Ερντογάν. Το ερώτημα επομένως είναι εμείς τι κάνουμε.
Λέω εξαρχής ότι σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι στρατηγούς του καναπέ και… τουρκοφάγους του σαλονιού.
Δηλαδή, δεν μπορούμε να αφήσουμε μια παραδοσιακή πατριδοκάπηλη λογική να κυριαρχήσει, γιατί θα μας οδηγήσει νομοτελειακά σε εθνικές περιπέτειες.
Όμως, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει και αφέλεια. Η Τουρκία έχει κατεβάσει τους τόνους επί του πρακτέου σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, γεγονός που έχει συνεισφέρει στο να έχουμε πιο ήσυχα καλοκαίρια, όμως δεν έχει γενικά υποστείλει τις διεκδικήσεις της. Απλώς, κάποια στιγμή εκτίμησε ότι μια υπερβολική ένταση στα ελληνοτουρκικά αποτελούσε εμπόδιο στην προσπάθειά της να έχει καλύτερες σχέσεις με τη Δύση. Φαίνεται αυτό στο ότι επιλέγει πλέον να μην εργαλειοποιεί στον ίδιο βαθμό το ζήτημα των μεταναστευτικών ροών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θεωρεί ότι χρειάζεται συνολική συζήτηση για Αιγαίο, κυριαρχικά δικαιώματα και ΑΟΖ/εξορύξεις, χωρίς προαπαιτούμενα και χωρίς περιορισμούς στο τι μπορεί να συζητηθεί. Αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την πάγια ελληνική θέση ότι το μόνο που τίθεται προς συζήτηση είναι τα ζητήματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα και σαφώς είναι κάτι που κάνει τον διάλογο δυσκολότερο.
Σε αυτό το φόντο προφανώς και είναι σημαντικό ότι και οι δύο χώρες έχουν συνομολογήσει μια τακτική «χαμηλώματος των τόνων» και προσπάθειας για οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης.
Χρειάζεται, όμως, να δούμε και τη μεγάλη εικόνα. Και αυτή είναι ότι οι δύο χώρες έχουν διάφορους λόγους να βρίσκονται σε ένταση, αλλά την ίδια στιγμή είναι «καταδικασμένες» να συνυπάρχουν.
Να το πούμε διαφορετικά. Η χώρα μας σε διάφορες φάσεις, όπως και τώρα, έχει επενδύσει στο να έχει μια ισχυρή αμυντική αποτρεπτική ικανότητα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, όπως κατά καιρούς διάφοροι «θερμοκέφαλοι» έχουν προτείνει ότι η λύση θα είναι να υπάρξει «θερμό» επεισόδιο, να τους «δώσουμε ένα μάθημα» και μετά τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Δεν λειτουργούν τα πράγματα έτσι στην πραγματική ζωή.
Με αυτή την έννοια ο διάλογος είναι μόνοδρομος. Με αποφασιστικότητα ως προς τις «κόκκινες γραμμές» που αφορούν τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και όλη την ικανότητα γενναίων αποφάσεων και έντιμων συμβιβασμών και πραγματικών συνεννοήσεων με προοπτική εκεί όπου αυτό είναι εφικτό.
Και με βασική αρχή ότι αυτή τη στιγμή και οι δύο χώρες έχουν να ωφεληθούν από μια πραγματική ειρηνική συνύπαρξη και έχουν να κερδίσουν ακόμη περισσότερα εάν συνεργαστούν κιόλας, γιατί τελικά τα πράγματα που τις ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που τις χωρίζουν.
Σε τελική ανάλυση ακόμη και εάν η ιστορία τις έφερε σε σύγκρουση, αυτό δεν ακυρώνει τη δυνατότητα να γράψουν καινούριες σελίδες ειρηνικής συνύπαρξης.