Πλησιάζουμε μια κατάσταση όπου επί της ουσίας δεν θα έχουμε πολιτικό διάλογο
Εάν κανείς ήθελε να περιγράψει τη συνθήκη στην οποία βρίσκεται το πολιτικό σύστημα στη χώρα, θα έλεγε ότι αναζητείται αντιπολίτευση.
Γιατί βιώνουμε μια κατάσταση όπου η κυβέρνηση μοιάζει παντοδύναμη όχι γιατί στηρίζεται σε συντριπτική πλειοψηφία, αλλά γιατί έχει τεράστια απόσταση από μια αντιπολίτευση που ιδίως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν δεν ασχολείται με όσα ζητήματα της πολιτικής συγκυρίας δεν αφορούν την εσωκομματική πάλη.
Το αποτέλεσμα είναι να κατεβαίνουν νομοσχέδια, καμιά ουσιαστική συζήτηση να μην γίνεται για αυτά και απλώς να προχωρά η ψήφισή τους.
Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση ετοιμάζει μεταρρυθμίσεις που ισοδυναμούν με μεγάλες θεσμικές ανατροπές και εντούτοις η αντιπολίτευση σχεδόν δεν ασχολείται με αυτή. Δείτε για παράδειγμα τον ρητό κυβερνητικό σχεδιασμό για να επιτραπεί, μετά από πολλές δεκαετίες, η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και αναλογιστείτε εάν η αντιπολίτευση έχει προσπαθήσει με οποιονδήποτε τρόπο να ανοίξει αυτή τη συζήτηση και να αναδείξει το θέμα και τις προεκτάσεις του.
Όμως, όλο αυτό διαλύει την πολιτική συζήτηση. Και στην πραγματικότητα αποδιαρθρώνει συνολικά τη σφαίρα του δημόσιου πολιτικού διαλόγου που αποτελεί τον πυρήνα της δημοκρατίας.
Ωστόσο, το να πούμε ότι η αιτία που στην Ελλάδα πια δεν γίνεται πραγματική συζήτηση είναι η κρίση της αντιπολίτευσης δεν αρκεί. Για την ακρίβεια όχι μόνο δεν επαρκεί αλλά και ενέχει τον κίνδυνο να είναι μια παραπλανητική αφετηρία.
Γιατί στην ουσία συμβαίνει το αντίθετο. Η κρίση της αντιπολίτευσης, ή ακόμη και η απουσία της, είναι αποτέλεσμα των αλλαγών της πολιτικής στις μέρες μας. Της κρίσης της παραδοσιακής πολιτικής και της ανάδυσης της μεταπολιτικής.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Σε παγκόσμια κλίμακα βλέπουμε να αλλάζουν οι όροι άσκησης της πολιτικής και να αναιρείται ένας τρόπος άσκησης πολιτικής που στηρίζεται στη θεμελιώδη πολιτική διάκριση ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά που αφετηρία έχει τη Γαλλική Επανάσταση.
Τώρα αυτό που ακούει κανείς από παντού είναι το «δεν έχει νόημα η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς». Και αυτό το κάνουν και οι νεοφιλελεύθεροι, που θέλουν να πείσουν ότι όλα τα ζητήματα θα τα λύσουν η αγορά και τη τεχνολογία. Και οι διάφοροι λαϊκιστές (ενίοτε και «αριστεροί λαϊκιστές»), που υποστηρίζουν ότι το βασικό είναι να μιλήσει κάποιος στον «λαό». Και οι ακροδεξιοί προφανώς που επίσης θέλουν να πουν ότι είναι πέραν της δεξιάς και της αριστεράς.
Μόνο που και η τεχνοκρατική αντίληψη και αυτή η εκδοχή λαϊκισμού απλώς ακυρώνουν την πολιτική αντιπαράθεση. Και αυτό γιατί μισούν κάθε έννοια συλλογικότητας. Θεωρούν ότι η πολιτική είναι υπόθεση μόνο ατομικοτήτων.
Γιατί εάν η πολιτική είναι υπόθεση συλλογικοτήτων, τότε μπορούμε να τραβήξουμε διαχωριστικές γραμμές με βάση το κριτήριο εάν εκπροσωπούνται τα συμφέροντα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Και αυτό ήταν που διαχρονικά έδωσε νόημα στη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς.
Στην εποχή της μεταπολιτικής η διαίρεση αυτή προσπερνιέται από κόμματα και πολιτευτές, η πολιτική αντιπαράθεση είναι για το επιφαινόμενο και όχι την ουσία και αυτό που κυριαρχεί είναι η λογική ότι υπάρχουν από τη μια οι «επαγγελματίες της πολιτικής» και από την άλλη ένα άμορφο άθροισμα ατόμων που απλώς «βαθμολογεί» τους πολιτικούς με τον τρόπο που γίνεται στα social media, ή όταν μια ηλεκτρονική πλατφόρμα μας ζητά να «αξιολογήσουμε την εμπειρία».
Και βέβαια, όταν η πολιτική δεν αναζητά τις συλλογικότητες (και άρα τις σαφείς διαχωριστικές γραμμές), αλλά απλώς άτομα-πελάτες (και όχι πολίτες…), τότε και οι συλλογικότητες αποδιαρθρώνονται. Η αίσθηση ότι ανήκουν στην ίδια – κατώτερη – τάξη υποχωρεί. Η κοινωνική και ταξική συνείδηση διαλύεται. Και αυτό με τη σειρά του επιτείνει τον φαύλο κύκλο της μεταπολιτικής. Οδηγώντας σε κοινωνίες που μπορούν να εκραγούν, αλλά όχι να επαναστατήσουν, να διεκδικήσουν και να αλλάξουν τα πράγματα.
Ότι αυτό βολεύει τις κεντροδεξιές και συστημικές δυνάμεις, είναι κατανοητό γιατί σημαίνει λιγότερες εντάσεις γύρω από τις πολιτικές που υλοποιούν, πολιτικές που τις περισσότερες φορές υπαγορεύει η αγορά.
Το πρόβλημα στη χώρα μας είναι ότι εσχάτως πρωτοπορεί σε αυτή την κατεύθυνση και η κάποτε κυβερνώσα Αριστερά. Με τον τρόπο που βλέπει την πολιτική η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τον τρόπο που η κοινωνία παρακολουθεί τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ «σε πραγματικό χρόνο».
Αυτό σημαίνει ότι η πρόκληση μπροστά μας είναι να επανέλθει η πολιτική. Δηλαδή, να επανέλθουν οι διαχωριστικές γραμμές. Δηλαδή, να υπάρξει ξανά Δεξιά και Αριστερά. Δηλαδή, να υπάρξει ξανά μια πολιτική που να σκέφτεται με όρους συλλογικότητας και να απευθύνεται σε συλλογικότητες.
Και μόνο τότε θα έχουμε ξανά λαό – που είναι η βάση της δημοκρατίας – και όχι απλώς «ακροατήριο».