Υποκλοπές: Κάποια στιγμή χρειάζεται πραγματική ανάληψη ευθύνης

Υπάρχουν όρια στον στρουθοκαμηλισμό

Έχω γράψει πολλές φορές για το πόσο σημαντική είναι η υπόθεση των υποκλοπών.

Γιατί δεν αφορά απλώς το εάν και κατά πόσο υπήρξαν κέντρα που αποφάσισαν να κάνουν παράνομες υποκλοπές και μάλιστα με χρήση παράνομου και επικίνδυνου λογισμικού παρακολούθησης ισραηλινής προέλευσης.

Διαβάστε επίσης: Τα δεδομένα για Παπαγιάννη: Το συμβόλαιο με τη Φενέρ και ένας ειδικός όρος για το καλοκαίρι

Αφορά, πάνω από όλα, το εάν θα εμπεδωθεί στους πολίτες η αντίληψη ότι το κράτος – και όσοι αναλαμβάνουν τη διακυβέρνησή του – είναι υποκριτές και κυνικοί και στο τέλος απλώς γράφουν νόμους και θεσμούς στα παλαιότερα των υποδημάτων τους με μόνο κριτήριο την πολιτική τους ιδιοτέλεια.

Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση απλώς θα βλέπουμε αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «πολιτική κρίση» να βαθαίνει.

Είναι καλό σημάδι που σιγά σιγά το κουβάρι ξεδιπλώνεται.

Που μέσα και από τα δεδομένα της ΑΔΑΕ και από τη δημοσιογραφική έρευνα έρχονται στοιχεία στο προσκήνιο.

Όπως, για παράδειγμα το γεγονός ότι μηνύματα «μολυσμένα» με το παράνομο λογισμικό στάλθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται ως αποστολέας ο στενότατος τότε συνεργάτης και εξ απορρήτων του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης.

Όπως, τα στοιχεία ότι πέραν του να χρησιμοποιηθεί παράνομα το λογισμικό αυτό στην Ελλάδα, είχε εξαχθεί κιόλας σε χώρες του εξωτερικού με άδειες που χορήγησε το αρμόδιο υπουργείο Εξωτερικών.

Όπως, η προσπάθεια που έκανε η ΑΔΑΕ να δει σε πόσα τηλέφωνα είχαν τελικά μολυνθεί.

Όλα αυτά αποσαφηνίζουν τα πραγματικά γεγονότα και βέβαια ανοίγουν το δρόμο ώστε η Δικαιοσύνη να μπορέσει να οδηγήσει τους υπεύθυνους στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Μόνο που υπάρχει μια μεγάλη εκκρεμότητα.

Αυτή που αφορά την ανάληψη πολιτικής ευθύνης. Την ουσιαστική ανάληψη πολιτικής ευθύνης.

Γιατί δεν γίνεται εδώ και πάνω από ένα χρόνο αυτή η υπόθεση να βρίσκεται στο προσκήνιο, τόσο η αξιωματική όσο και η ελάσσων αντιπολίτευση να το έχουν αναδείξει ως ιδιαίτερα σημαντικό – και να έχουν επενδύσει πολιτικά σε αυτό… – και να μην υπάρχει μια ανάληψη ευθύνης από τη μεριά της κυβέρνησης και μια εξήγηση γιατί υπήρξε αυτή η αντιθεσμική συμπεριφορά.

Ούτε γίνεται να βλέπουμε έναν τέως ανώτατο δικαστικό να «σπάει» και να δακρύζει στην προσπάθεια να εξηγήσει τι σημαίνει μετά από δεκαετίες άμεμπτης στάσης να βρίσκεται τώρα στο στόχαστρο και δη από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που του απέδωσε μάλιστα «δική του ατζέντα» και να μην υπάρχει μια εξήγηση γιατί ειπώθηκε αυτό και εάν και σε ποιο βαθμό δέχτηκε πιέσεις ο επικεφαλής της ΑΔΑΕ.

Και εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι: πολιτική ευθύνη μπορεί να σημαίνει ακόμη και «δεν ξέραμε τίποτα· όλα τα έκανε ο Δημητριάδης».

Γιατί μπορεί ίσως να μην είναι πειστική – ποιος μπορεί να πιστέψει ότι το τότε δεξί χέρι του πρωθυπουργού κινούνταν αυτόνομα και ότι δεν γνώριζε τίποτα κάποιο άλλο μέλος της κυβέρνησης, ιδίως όσα ανήκουν σε αυτό που λέμε «Μέγαρο Μαξίμου» –, όμως θα αποτελούσε μια παραδοχή ότι κάτι έγινε.

Αντιθέτως, η πολιτική στάση που συγκεφαλαιώνεται στην άρνηση πολιτικής ευθύνης ολοένα και περισσότερο θα γίνεται αντιληπτή όχι ως επίκληση «τεκμηρίου αθωότητας» (παρότι όντως στο τέλος η δικαιοσύνη θα αποφανθεί), αλλά ως δήλωση ότι «και τα κάναμε και λογαριασμό δεν δίνουμε».

Και αυτή η πεποίθηση θα ενισχύεται όσο ακριβώς δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης.

Και μια τελευταία παρατήρηση. Τα ζητήματα θεσμών δεν πρέπει να κρίνονται με βάση το πολιτικό κόστος, αλλά με το εάν πλήττουν τη δημοκρατία.

Η υπόθεση των υποκλοπών, όντως, δεν μέτρησε στις εκλογές.

Η κυβέρνηση κέρδισε άνετα και η αντιπολίτευση έχασε ξεκάθαρα.

Μόνο που η σκιά για τα δημοκρατικά δικαιώματα, η θεσμική αιμορραγία παραμένει.

Με αυτό καλείται να αναμετρηθεί η κυβέρνηση.

Και από αυτό σε τελική ανάλυση επί της ουσίας (και όχι μόνο εκλογικά) θα κριθεί.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από