Στο ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να μην μπορούν να διαμορφώσουν στίγμα και δυναμική
Εάν κανείς κοιτάξει τα πράγματα με την αντικειμενικότητα που εξασφαλίζει η απόσταση, θα έβλεπε ότι οι μήνες που πέρασαν ήταν από τους πιο ευνοϊκούς για το ΠΑΣΟΚ.
Το τρίτο κόμμα της Βουλής ανέβασε τα ποσοστά τους στις εκλογές και – το κυριότερο – είδε τον ΣΥΡΙΖΑ να καταποντίζεται εκλογικά και να μπαίνει σε μια βαθιά κρίση, μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και μια διαδικασία εκλογής νέου προέδρου που, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, δεν άφησε το κόμμα ούτε πιο ισχυρό, ούτε πιο ενωμένο.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση βρίσκεται στο στόχαστρο της κριτικής και για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις καταστροφικές και φονικές πυρκαγιές και πλημμύρες.
Θα περίμενε κανείς ότι σε αυτή την συγκυρία το ΠΑΣΟΚ θα «ανέβαζε στροφές» και ουσιαστικά θα διεκδικούσε να είναι η βασική αντιπολιτευτική δύναμη της χώρας, σφυροκοπώντας την κυβέρνηση και προβάλλοντας ότι μπορεί να ηγηθεί της ευρύτερης «προοδευτικής παράταξης».
Όπως επίσης θα ανέμενε να εκμεταλλευτεί ότι την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε ηγέτη, το ΠΑΣΟΚ είχε αρχηγό, πλατιάς εσωκομματικής αποδοχής μάλιστα, αναγνωρίσιμο στην κοινωνία και επί της ουσίας άφθαρτο, -αν και αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι γιατί μπορεί να αναγνωστεί και ως άπειρος- καθώς δεν είχε προηγούμενη εμπλοκή στη διακυβέρνηση.
Και όμως εάν κανείς κοιτάξει την παρουσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα διαπιστώσει μια παρουσία ράθυμη και υποτονική, αντιδράσεις με ρηχό καταγγελτικό λόγο για την τιμή των όπλων.
Μια απροθυμία να «υψώσει τους τόνους», πέραν του αμιγώς φραστικού επιπέδου.
Μια σχεδόν νωχελική απουσία προγραμματικών προτάσεων για το πώς θα μπορούσαν να πάνε τα πράγματα σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Μια διγλωσσία σχετικά με το τι και πώς θα φέρει την «αλλαγή», η οποία παρατηρήθηκε και προεκλογικά, αφού κάθε φορά που κάτι από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ δεν ακουγόταν ευχάριστα στα αυτιά κάποιων, απλώς το αποσιωπούσαν, γεγονός που προβλημάτισε, όπως και η δημιουργική ασάφεια του Ανδρουλάκη σχετικά με την απλή αναλογική, πάγιο αίτημα της κεντροαριστεράς, η οποία μπορεί να έφερε ψήφους, αλλά τον απομακρύνει από το δεύτερο συνθετικό του χώρου που υποστηρίζει ότι ανήκει.
Ακόμη και στο κοινοβούλιο, ενίοτε δείχνει να διαλέγει πιο μεσοβέζικη στάση, για παράδειγμα με το να εκφράζει στις Επιτροπές της Βουλής, επιφυλάξεις αντί εξαρχής να δηλώνει πρόθεση καταψήφισης.
Προφανώς και επιμέρους παρεμβάσεις βουλευτών ή της ηγεσίας του είναι εύστοχες, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη συνολική εικόνα ενός κόμματος που δεν διεκδικεί την ηγεμονία στην αντιπολίτευση, ακόμη και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Και αυτό γεννά το ερώτημα τι φταίει;
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ… έπαθε ΣΥΡΙΖΑ.
Με αυτό εννοώ το ιδιαίτερο σύμπτωμα που καταγράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια – και του στοίχισε ακριβά τελικά…– που ήταν η λογική του «ώριμου φρούτου», δηλαδή της αντίληψης ότι δεν χρειάζεται να κάνει κάτι άλλο η αντιπολίτευση εκτός από το να περιμένει τα δρέψει τα αποτελέσματα της κυβερνητικής φθοράς.
Στην περίπτωση μάλιστα του ΠΑΣΟΚ αυτό παίρνει και την ιδιαίτερη μορφή μιας λογικής… δύο ώριμων φρούτων: της κυβερνητικής φθοράς και της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο που η ιστορία δείχνει ότι η πολιτική -ευτυχώς- δεν λειτουργεί έτσι. Ο πολιτικός χώρος δεν παραχωρείται, κατακτιέται. Και το ΠΑΣΟΚ αυτή τη στιγμή δεν κάνει ιδιαίτερα πολλά για να κατακτήσει πολιτικό χώρο.
Όμως, εάν μέναμε μόνο σε αυτή τη διάσταση, δηλαδή σε αυτή την πολιτική ραθυμία θα βλέπαμε μόνο τη μία πλευρά της πραγματικότητας.
Υπάρχει και μια άλλη και ίσως πιο σοβαρή.
Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί επί της ουσίας (και όχι απλώς σε επίπεδο προσώπων) από το πρόσφατο παρελθόν του.
Αντιθέτως, σημαντικό μέρος του στελεχιακού δυναμικού του διαμόρφωσε τρόπο σκέψης και πρόσληψης της πραγματικότητας στην περίοδο των Μνημονίων, τότε που το ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε με την εφαρμογή αυτών των πολιτικών, πληρώνοντας πολύ βαρύ τίμημα, και ένα μέρος του δυναμικού στρατεύτηκε μαχητικά σε μια γραμμή «Βάστα Σόιμπλε».
Παρότι οι πιο κραυγαλέες φιλομνημονιακές φωνές δεν είναι σήμερα στο ΠΑΣΟΚ, ενδεικτική άλλωστε η μεταπήδηση στελεχών του στις κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, η περίοδος εκείνη άφησε ως κληρονομιά μια ιδιαίτερη επιφύλαξη, αν όχι εχθρότητα απέναντι στην Αριστερά.
Και δεν αναφέρομαι στην Αριστερά ως πολιτικό χώρο. Αναφέρομαι στην Αριστερά ως σύνολο πολιτικών θέσεων, Αρχών, αφετηριών.
Δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ, την ίδια ώρα που ο αρχηγός του μιλάει για σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, ταυτόχρονα φέρεται σαν να αυτοεγκλωβίζεται στο Κέντρο.
Μόνο που αυτό το Κέντρο δεν παρουσιάζεται ούτε σαν προοδευτικό Κέντρο, ούτε σαν εκσυγχρονιστικό Κέντρο (αυτή την έννοια τη διεκδικεί άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης), αλλά σαν το «ούτε – ούτε» Κέντρο, το σημείο αναφοράς όσων δεν θέλουν να τείνουν ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τα Αριστερά. Οι λεγόμενοι απολιτίκ, επιτρέψτε μου, γιατί η ουσιαστική πολιτική δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα πεδίο όπου συγκρούονται απόψεις και ιδεολογίες, ένα πεδίο γεμάτο αντιθέσεις, που αργά η γρήγορα καλείσαι να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.
Για αυτό και αυτός ο πολιτικός χώρος, οι ισαποστάκηδες, δεν υπάρχει με μαζικούς όρους. Μπορεί να υπάρξει μόνο είτε ως διαρκής αμηχανία, είτε ως πάτημα σε δύο βάρκες (συνήθεια που όλοι ξέρουμε που καταλήγει…).
Γι’ αυτό και το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν διαμορφώνει δυναμική και δεν καταφέρνει να πιέσει ακόμη και έναν ΣΥΡΙΖΑ σε κρίση.
Με αποτέλεσμα αυτά που κανονικά θα έπρεπε να ενισχύουν το ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή Κασσελάκη, δηλαδή η έμφαση στην επικοινωνία και όχι στην ουσία, η εγκατάλειψη αριστερών αιχμών, η στροφή προς το Κέντρο, να καταλήγουν να πιέζουν το ΠΑΣΟΚ, αντί το τελευταίο να πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Σαν την στιγμή που ο ένας φοβάται τη διάσπαση ο άλλος να φοβάται την «αντικατάσταση».
Αυτό εξηγεί, επίσης, γιατί το ΠΑΣΟΚ είναι απρόθυμο είτε να πάρει πρωτοβουλίες για την ενότητα της προοδευτικής αντιπολίτευσης και ένα κοινό μέτωπο απέναντι στην κυβέρνηση, είτε να πει ότι στόχος του είναι π.χ. στις ευρωεκλογές να βρεθεί αυτό στη δεύτερη θέση.
Και βέβαια όλα αυτά συντελούν και σε ένα άλλο πρόβλημα.
Ένα κόμμα που έχει κυβερνήσει τα περισσότερα χρόνια από οποιοδήποτε άλλο στη μεταπολίτευση, αυτή τη στιγμή σε κανένα βαθμό δεν βγαίνει μπροστά ως ένα κόμμα που διεκδικεί τη διακυβέρνηση και αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό.
Συμπεριφέρεται και καταγράφεται κατά βάση ως ένα αντιπολιτευτικό κόμμα, πιο «ήπιο» από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί ενώ το ΠΑΣΟΚ τυπικά τουλάχιστον είναι πιο ενωμένο και εκλογικά πιο δυνατό, εντούτοις εξακολουθεί να μην μπορεί να διεκδικήσει χώρο και ρόλο κόμματος εξουσίας, είτε μόνο του, είτε συμμαχικά.
Για πόσο, όμως, οι ψηφοφόροι του θα βολεύονται με αυτήν την «ούτε ούτε» γραμμή και την απουσία πραγματικών πρωτοβουλιών;
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορεί να κρύβεται για πολύ πίσω από το «οι άλλοι δουλεύουν για εμάς».