Η αποτυχία στη διαχείριση της κακοκαιρίας Daniel φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με τις ευθύνες της
Είναι σαφές οι τραγικές εικόνες από τη Θεσσαλία, που τρεις μέρες μας συγκλονίζουν και που ήρθαν να προστεθούν σε αυτές από τον Έβρο, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν απλώς και μόνο υπό το σχήμα «οι μεγαλύτερες βροχοπτώσεις που έχουν καταγραφεί».
Γιατί ακόμη και εάν αυτό ισχύει, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν απρόβλεπτες. Εδώ και χρόνια γνωρίζουμε καλά ότι έχουμε μπει στη ζώνη των ακραίων καιρικών φαινομένων που ξεπερνούν τις προσδοκίες.
Αυτό σημαίνει ότι εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις όφειλαν να αναπροσαρμόσουν τη διαχείριση αυτών των φαινομένων σε αυτή την πραγματικότητα.
Διαβάστε επίσης: Κυβέρνηση και πυρκαγιές: κάποια στιγμή τελειώνουν οι δικαιολογίες και αρχίζουν οι ευθύνες
Αυτό ξεκινά από τις προδιαγραφές των δημοσίων έργων και των ιδιωτικών κατασκευών, περνά από τον ανασχεδιασμό των έργων προστασίας και καταλήγει στο πώς οργανώνονται και πώς δρουν οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας.
Στη χώρα μας η μόνη σημαντική αλλαγή ήταν η εισαγωγή του 112. Μιας εφαρμογής σημαντικής που σώζει ζωές αλλά δεν λύνει όλα τα προβλήματα.
Πέρα από αυτό, όμως, άλλα μεγάλα βήματα δεν έγιναν και αυτό φάνηκε φέτος, με αποκορύφωμα τις πλημμύρες στη Θεσσαλία.
Γιατί είναι προφανές ότι τα εκατοντάδες εκατομμύρια που δόθηκαν για έργα αντιπλημμυρικής προστασίας στη Θεσσαλία μετά τις καταστροφές της κακοκαιρίας Ιανός δεν έφεραν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, πιθανώς γιατί ακολούθησαν την «πεπατημένη» των αποσπασματικών μέτρων, με τοπικά κριτήρια, την απουσία σοβαρού σχεδιασμού, την εμμονή στην «απορροφησιμότητα» και όχι την αποτελεσματικότητα και κυρίως την αδυναμία κατανόησης των αλλαγών που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
Γιατί είναι προφανές ότι ενώ υπάρχει μια βιομηχανία μελετών για τους κινδύνους, συχνά πολύ αξιόλογων, αυτό δεν σημαίνει ότι λαμβάνονται και τα ανάλογα μέτρα.
Και όλα αυτά σε μια εποχή όπου τα «έργα πνοής» γίνονται πια «υπόθεση ζωής και θανάτου» χωρίς την πολυτέλεια οποιασδήποτε καθυστέρησης.
Γιατί φάνηκε ότι υπήρξε απουσία ουσιώδους κυβερνητικού συντονισμού απέναντι σε μια πρόκληση που απαιτούσε την άμεση και καθολική ενεργοποίηση του συνόλου του κρατικού μηχανισμού.
Σε αυτό το φόντο μικρή έως απολύτως καμία σημασία έχουν οι «διαρροές» του τύπου «ήμασταν έτοιμοι, αλλά άργησαν οι άλλοι να ζητήσουν τη συνδρομή μας». Το ίδιο και οι διαρκείς επισκέψεις και ενημερώσεις στο υπερσύγχρονο κέντρο επιχειρήσεων στο Μαρούσι, όταν δεν μεταφράζονται σε πραγματική κυβερνητική ενεργοποίηση και συντονισμό.
Ταυτόχρονα, φάνηκαν και τα όρια ενός ολόκληρου μοντέλου διαχείρισης της ίδιας της κυβερνητικής εξουσίας. Με υπουργούς που ενδιαφέρονται περισσότερο να δίνουν την εικόνα του έργου, παρά όντως να λύνουν προβλήματα και να σχεδιάζουν για το μέλλον, και που παράλληλα κυρίως ασχολούνταν με το πολιτικό τους μέλλον.
Και που σήμερα εύλογα πρέπει να απαντήσουν στην οργή των πολιτών.
Τέλος, φάνηκε ότι αυτό που πολλές φορές παρουσιάστηκε ως «επιτελικό κράτος», εκεί που έπρεπε να λειτουργήσει έτσι, δηλαδή να συντονίσει και να κινητοποιήσει το σύνολο των υπουργείων, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα βαθύτερο πρόβλημα σε σχέση με τη διακυβέρνηση της χώρας. Μέρος της ευθύνης μπορεί να αποδοθεί σίγουρα σε διαχρονικές αδυναμίες και στις πληγές στον κρατικό μηχανισμό από τα μνημόνια. Όμως, υπάρχει και ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού και πρέπει να αναληφθεί.
Μια ευθύνη που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς με παραδοσιακούς τρόπους ανάκτησης της πρωτοβουλίας των πολιτικών κινήσεων όπως ο ανασχηματισμός, ακόμη και εάν μπορεί να χρειάζεται. Κυρίως χρειάζεται μια «ολική επανεκκίνηση», με όρους ουσίας και όχι επικοινωνίας. Και με ένα πραγματικό σχέδιο για αυτά που έχει ανάγκη η χώρα.
Μια χώρα που θέλει να ακούσει ότι δεν θα ξαναδούμε πνιγμένες περιοχές και όχι ότι πετύχαμε μια επενδυτική βαθμίδα που θα αργήσει να έχει αποτελέσματα στην καθημερινότητα των πολιτών.
Σε τελική ανάλυση, η πραγματική πολιτική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης δεν κρίνεται μόνο στις εκλογές, αλλά καθημερινά. Και εκεί, αυτή τη στιγμή, η νομιμοποίηση της κυβέρνησης έχει δεχτεί πολύ σημαντικά πλήγματα. Από το πώς θα κινηθεί θα κριθεί το εάν θα γίνουν και ανεπανόρθωτα.