Το νέο ρεύμα ανορθολογισμού γύρω από τις ταυτότητες θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τι ακριβώς συμβαίνει στην κοινωνία
Κάποτε είχαμε τους… ορίτζιναλ ψεκασμένους: το παγκόσμιο κίνημα που πίστευε ότι αεροσκάφη μας «βομβαρδίζουν με χημικά», παραβλέποντας ότι αυτό που βλέπουμε πίσω από τα αεροσκάφη δεν είναι μυστηριώδη χημικά, αλλά οι υδρατμοί που παράγονται από την καύση των κινητήρων και που τόσο ψηλά στην ατμόσφαιρα παγώνουν.
Πιο παλιά στη χώρα μας είχαμε για πολλά χρόνια τους μαχητές του… 666 που πίστευαν ότι η συμπερίληψη αυτού του αριθμού σε διάφορους κεντρικούς αριθμούς μητρώου θα αποτελούσε το ανεξίτηλο σημάδι του… Αντίχριστου.
Και μετά είχαμε το μεγάλο κίνημα των αντιεμβολιαστών, ένα κίνημα που δαιμονοποίησε τα εμβόλια και γι’ αυτό τον λόγο έπαψε να είναι μια γραφικότητα, αλλά έγινε ένα πραγματικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, αφού άνθρωποι επέλεγαν να μην κάνουν ένα εμβόλιο που έσωσε αρκετές ζωές.
Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε ένα νέο κύμα, αυτή τη φορά σε σχέση με τις ταυτότητες. Έχει ήδη ονομαστεί το κίνημα των… τσιπαρισμένων, αφού το επίδικο είναι η άρνηση των νέων αστυνομικών ταυτοτήτων που θα αρχίσουν να χορηγούνται από το φθινόπωρο, επειδή θα έχουν ψηφιακή μνήμη με βιομετρικά δεδομένα, όπως π.χ. τα διαβατήρια. Με αποτέλεσμα να σπεύδουν να ανανεώσουν τώρα τις ταυτότητές τους με παλαιού τύπου, ώστε να αποφύγουν τα… τσιπάκια στις νέες ταυτότητες.
Όλα αυτά είναι σοβαρά εάν σκεφτούμε ότι γύρω από τέτοια ανορθολογικά ρεύματα έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας ένα παράλληλο πολιτικό σύμπαν που αυτή τη στιγμή αποτελεί και έναν από τους βασικούς εκλογικούς τροφοδότες της ακροδεξιάς.
Όμως, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν σε εποχές που έχει προοδεύσει τόσο η τεχνολογία – κάτι που έμμεσα αναγνωρίζουν όλες οι παραλλαγές των ψεκασμένων και των… τσιπαρισμένων, αφού μια χαρά ξέρουν να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να συντονίζονται – να μπορούν άνθρωποι να πιστέψουν τόσο προφανώς αβάσιμες θεωρίες.
Γιατί δεν μιλάμε απλώς για κάποιες θεωρίες συνωμοσίας – άλλωστε, γνωρίζουμε ότι οι θεωρίες συνωμοσίας είναι μια ιστορία παράλληλη της σύγχρονης επιστήμης – μιλάμε για μια ιδιότυπη εθελοτυφλία απέναντι στην πραγματικότητα.
«Κοινωνιολογικά» κανείς μπορεί να το κατανοήσει: είναι ένας τρόπος σκέψης που βρίσκει έναν εύκολο – αν και φανταστικό – εχθρό, τον στοχοποιεί και έτσι διαμορφώνει και την ψευδαίσθηση της κοινότητας αυτών που «αγωνίζονται».
Όμως, αυτό δεν ακυρώνει το πρόβλημα. Ιδίως όταν αναλογιστούμε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν έτσι. Δεν μεγάλωσαν σε κάποια παράλληλη πραγματικότητα. Τις ίδιες διαδρομές είχαν και έχουν με εμάς. Τι είναι επομένως αυτό που τους κάνει να υιοθετούν τόσο εμφανώς ανορθολογικές θεωρίες;
Μια σκέψη που θα μπορούσα να κάνω είναι ότι αυτό που συμβαίνει είναι ότι έχουν υποχωρήσει εκείνες οι ιδεολογίες που υπόσχονταν ότι μπορούσαν και να εξηγήσουν τον κόσμο και κυρίως σε αυτή τη βάση να υποστηρίξουν ότι μπορούσαν να τον αλλάξουν.
Σήμερα, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η αγορά, δηλαδή η λογική απλώς πρέπει να αφηνόμαστε στη δυναμική των πραγμάτων ως έχουν και να προσπαθούμε ατομικά να κινηθούμε.
Αυτό μπορεί να είναι εύκολο για όσους αισθάνονται ότι έχουν τον έλεγχο ή ότι πετυχαίνουν τους στόχους τους.
Για πάρα πολλούς, όμως, είναι απλώς ένας κόσμος γεμάτος όλο και περισσότερους κινδύνους και ένα μέλλον περισσότερο αβέβαιο παρά ποτέ.
Και όταν οι άνθρωποι φοβούνται και είναι ανασφαλείς, τότε θα πιστέψουν και σε πραγματικούς κινδύνους και σε φανταστικούς.
Ακόμη χειρότερα, θα πιστέψουν και αυτούς που προσπαθούν να τους πείσουν για τους φανταστικούς κινδύνους και να τους εμπνεύσουν το φόβο του Άλλου.
Γι’ αυτόν τον λόγο και δεν αρκεί να καταδικάζουμε τον ανορθολογισμό.
Αυτό που χρειάζεται να είναι να βάλουμε ένα τέλος στο «τέλος των ιδεολογιών».
Έχουμε ανάγκη να επιστρέψουν οι ιδεολογίες, οι «μεγάλες αφηγήσεις», η πεποίθηση ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο και έτσι να τον αλλάξουμε.
Γιατί μόνο έτσι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν ξανά εμπιστοσύνη στον ορθολογισμό, στην κριτική σκέψη, στην επιστήμη.
Και δεν θα γίνονται ούτε ψεκασμένοι, ούτε τσιπαρισμένοι.