Ο Τάσος Θεοφίλου κρίθηκε αθώος από τα δικαστήρια. Γιατί πολύ απλά δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του. Θα είναι αθλιότητα εάν αναιρεθεί η αθώωσή του.
Ο Τάσος Θεοφίλου έχει ήδη ταλαιπωρηθεί αρκετά. Κατηγορήθηκε χωρίς στοιχεία, όπως αποδείχτηκε, για μια υπόθεση που σχετιζόταν με την «τρομοκρατία». Στο Εφετείο αθωώθηκε. Η ιστορία θα έπρεπε να τελειώσει εδώ.
Κι όμως έρχεται λίγους μήνες μετά την αθώωσή του ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής και ασκεί αναίρεση κατά της αθώωσής του. Αυτή η αναίρεση συζητείται αύριο στον Άρειο Πάγο. Εάν γίνει δεκτή, τότε ο Τάσος Θεοφίλου θα επιστρέψει στη φυλακή (αφού θα ξαναγυρίσουμε στην πρωτόδικη καταδίκη του) και θα περιμένουμε ξανά την εκδίκαση της υπόθεσης.
Η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου συζητήθηκε πολύ και δικαιολογημένα. Αρχικά, η αντιτρομοκρατική υπηρεσία προσπάθησε να τον εμπλέξει σε μια ληστεία μετά ανθρωποκτονίας στην Πάρο το 2012, που προσπάθησαν να τη συνδέσουν με την τρομοκρατία.
Αφετηρία ένα ανώνυμο τηλεφώνημα για κάποιον «Τάσο» και μόνο στοιχείο –γιατί καμιά αναγνώριση δεν έγινε στο δικαστήριο– ένα καπέλο με DNA που κατά παράξενη σύμπτωση δεν καταγράφηκε μαζί με τα αρχικά ευρήματα.
Πρωτόδικα, ο Θεοφίλου απαλλάσσεται από τις κατηγορίες για τρομοκρατία και καταδικάζεται για συνέργεια σε ληστεία και ανθρωποκτονία. Στο Εφετείο απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες, άλλωστε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει την παρουσία του στο χώρο της ληστείας δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε άλλη γνώμη και άσκησε αναίρεση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ταλαιπωρία ενός ανθρώπου, που δεν έκρυψε ποτέ την ιδεολογία του (αναρχικός κομμουνιστής δηλώνει) αλλά και που ποτέ δεν είδε να αποδεικνύονται οι κατηγορίες εναντίον του;
Ιδίως όταν υποτίθεται ότι στο νομικό μας πολιτισμό το ερώτημα που τίθεται είναι πάντα είναι το ακόλουθο: υπάρχουν πραγματικά και αδιάψευστα στοιχεία προς επίρρωση του ισχυρισμού ότι είναι ένοχος;
Γιατί σε ένα ευνομούμενο σχέδιο οργάνωσης των δικαστηρίων το βασικό δεν είναι η όποια προκατασκευασμένη αφήγηση ή συμπέρασμα αλλά η ίδια η διαδικασία και το πώς αξιολογούνται εκεί τα στοιχεία. Διαφορετικά ανοίγουν επικίνδυνοι δρόμοι χειραγώγησης της δικαιοσύνης.
Την ίδια στιγμή σοβαρό ζήτημα διαμορφώνεται για το πώς ορισμένα κέντρα λειτουργούν αυτονομημένα. Ένα από αυτά είναι η αντιτρομοκρατική υπηρεσία η οποία είναι σαφές πια ότι λειτουργεί με βάση καταλόγους «ενόχων» που τους έχει διαμορφώσει η ίδια, πριν κρίνουν τα αρμόδια δικαστήρια. Δυστυχώς, σε αυτή την υπονόμευση της δικαιοσύνης συνεπικουρούν και αρκετοί δικαστικοί.
Τα πράγματα κάνει ακόμη χειρότερα το γεγονός ότι πολιτικός προϊστάμενος του χώρου της δικαιοσύνης είναι ο Σταύρος Κοντονής, ένας υπουργούς που έχει αποδείξει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με την παραβίαση βασικών δικαιωμάτων και δικονομικών κανόνων.
Δεν είναι τυχαίο ότι εξαιτίας της απροθυμίας του Κοντονή και της κυβέρνησης να προωθήσουν σημαντικές θεσμικές τομές, εξακολουθούμε να βλέπουμε περιστατικά αυθαιρεσίας όπως αυτά της υπόθεσης της Ηριάννας.
Κοντολογίς, η ίδια κυβέρνηση που κατ’ επανάληψη προσπάθησε να παρουσιάσει εαυτόν ως υπερασπιστή των δικαιωμάτων, στην πραγματικότητα τα έχει υπονομεύσει και διακυβέυσει. Ενδεικτικό κι αυτό ενός ορισμένου κυνισμού από τη μεριά της.
Για όλους τους παραπάνω λόγους πρέπει να είμαστε στο πλευρό του Τάσου Θεοφίλου. Όχι μόνο επειδή δεν μπορούμε να ανεχτούμε να συνεχίζεται η ομηρία του. Αλλά και γιατί όταν τμήματα της δικαιοσύνης απλώς εξυπηρετούν τη μία ή την άλλη «ατζέντα», τότε θα έπρεπε να ανησυχούμε όλοι.