Για να μπορεί να ασκείται πραγματικά πολιτική, χρειάζεται αυτοδυναμία. Και αυτό αφορά και την αριστερά
Στη χώρα μας υπάρχει μια ιδιότυπη παράδοση να θεωρούνται προοδευτικές οι κυβερνήσεις συνεργασίας και συντηρητική λογική η αυτοδυναμία.
Μπορώ να καταλάβω τους λόγους που διαμορφώθηκε αυτή η αντίληψη. Ήταν όταν η αριστερά βρέθηκε να υπολείπεται των σχηματισμών της κεντροαριστεράς στις εκλογές. Τότε φάνηκε ότι όντως μια κυβέρνηση των «δημοκρατικών δυνάμεων» στη βάση της απλής αναλογικής θα επέτρεπε μεγαλύτερες δημοκρατικές τομές.
Αυτή η λογική μπορεί να είχε μια βάση σε εποχές όπου τα κόμματα ήταν αλλιώς, από το ΠΑΣΟΚ μέχρι την κομμουνιστική αριστερά.
Τότε δηλαδή το ερώτημα της συνεργασίας αφορούσε το πώς η «Αλλαγή» θα μπορούσε να προωθηθεί καλύτερα και με μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη.
Ας μην ξεχνάμε ότι τότε και το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά αναφέρονταν στην ίδια πλατιά κοινωνική συμμαχία που είχε ρίζες στην ενότητα που διαμόρφωσε το ΕΑΜ.
Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Οποτεδήποτε είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας αυτές όχι μόνο δεν ήταν κυβερνήσεις προγραμματικής σύγκλισης, αλλά στην πράξη ήταν και κυβερνήσεις επιρρεπείς στον εκβιασμό.
Είτε μιλάμε για τον εκβιασμό από την Τρόικα είτε μιλάμε για τον εκβιασμό από κάθε λογής μορφές διαπλοκής.
Γιατί προφανώς μια κυβέρνηση συνεργασίας σημαίνει ότι δεν υπήρχε κάποιο κόμμα τόσο ισχυρό, δηλαδή ικανό να έχει πίσω του μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία.
Άρα, όποιος θέλει να το «πιέσει» θα εκμεταλλευτεί ακριβώς το γεγονός ότι χρειάζεται να κάνει συμμαχίες.
Θα το πιέσει πολιτικά, εάν π.χ. μιλάμε για τον διεθνή παράγοντα.
Θα το πιέσει πολλαπλά εάν μιλάμε για οικονομικά συμφέροντα.
Και οι προεκλογικές υποσχέσεις θα πάνε περίπατο.
Και όλη η περίοδος 2011-2019 αυτό ακριβώς αποδεικνύει.
Προφανώς πολιτική πίεση και πίεση από συμφέροντα δέχεται και μια αυτοδύναμη κυβέρνηση και τα παραδείγματα είναι αρκετά.
Όμως, είναι κάπως πιο δύσκολα τα πράγματα.
Και γι’ αυτό ήταν εξαρχής προβληματικό το παιχνίδι με τον εκλογικό νόμο και η λογική να υπάρξει εκλογικός νόμος που να επιτρέπει ακόμη και συνεργασία του δεύτερου με το τρίτο κόμμα.
Όχι γιατί θα ήταν «κυβέρνηση των ηττημένων».
Αλλά γιατί ήταν ως να προεξοφλείται ότι στη χώρα δεν μπορεί να υπάρξει ένα πολιτικό κόμμα ή ένας πολιτικός συνασπισμός που να μπορεί να εκπροσωπήσει, στη βάση σαφώς διατυπωμένου προγράμματος που έχει δουλευτεί μέσα στον λαό, τις ανάγκες ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ήταν σαν να προεξοφλείται μια ήττα και να αναζητούνται τρόποι να παρουσιαστεί ως νίκη.
Μόνο που η πολιτική δεν λειτουργεί έτσι και οι ψηφοφόροι το καταλαβαίνουν.
Και αυτό ίσως εξηγεί την αμηχανία τους σε μια στιγμή που θα ήθελαν να βρουν μια λύση που θα εκπροσωπούσε πραγματικά την αλλαγή σε μια κατεύθυνση περισσότερης κοινωνικής δικαιοσύνης, αυτοδύναμα και με την απαραίτητη λαϊκή υποστήριξη.
Και αυτό ας το σταθμίσουν, αυτοί που πρέπει να το σταθμίσουν.