Η αντιπολίτευση και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν στην ανάγκη απαλλαγής από τη κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς να δίνουν περιεχόμενο στην αλλαγή που πρεσβεύουν.
Φαινομενικά ήταν μια εξαιρετικά ασφαλής εκλογική στρατηγική για την αντιπολίτευση και ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντί να προσπαθήσει να επεξεργαστεί μια αυτοτελή δική του στρατηγική και το περιεχόμενο της πολιτικής που θα ασκήσει, εάν ανέβει στην εξουσία, να επενδύσει κυρίως στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια και αποδοκιμασία της κυβέρνησης από μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Και η πραγματικότητα είναι ότι οι άνθρωποι που είναι σήμερα δυσαρεστημένοι από τη σημερινή κυβέρνηση είναι περισσότεροι από αυτούς που είναι ευχαριστημένοι.
Είτε μιλάμε για την ακρίβεια, που μειώνει το πραγματικό λαϊκό εισόδημα ακόμη και τώρα που μειώθηκε η ανεργία και κάπως αυξήθηκαν τα μεροκάματα, είτε για τις ευθύνες για την κατάσταση που οδήγησε στην τραγωδία στα Τέμπη, είτε για αρνητικές –και σε ορισμένες περιπτώσεις καταστροφικές– επιλογές σε τομείς όπως η Παιδεία, είτε για την επένδυση στον αυταρχισμό, είτε για το συνεχές «φλερτάρισμα» και με ακροδεξιές λογικές, είναι πλήθος οι λόγοι για τους οποίους άνθρωποι σήμερα βλέπουν με δυσαρέσκεια και οργή τη σημερινή κυβέρνηση και δεν αντιμετωπίζουν καθόλου θετικά το ενδεχόμενο να κερδίσει άλλη μια θητεία.
Όμως, αυτό από μόνο του αν και αναγκαία δεν είναι ικανή συνθήκη για να διαμορφωθεί μια διαφορετική πολιτική δυναμική.
Να το πω απλά: η πολιτική επένδυση σε ένα αίτημα απαλλαγής κάποιες φορές μπορεί να αποδώσει και κάποιες όχι.
Γιατί αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι δεν είναι απλώς να απαλλαγούν από μια κυβέρνηση που τους εξοργίζει.
Έχουν ανάγκη από κάποιον που θα τους πείσει ότι μπορούν τα πράγματα να αλλάξουν.
Και δεν θέλουν μεγάλες ανατροπές. Τις μικρές αλλά καίριες αλλαγές που θα τους κάνουν να νιώθουν ότι «δεν ζουν από τύχη», ότι «υπάρχει κράτος» όταν χρειάζεται, ότι η «κοινωνική προστασία» δεν είναι κενό γράμμα.
Εάν, όμως, δεν υπάρχει κάποιος να τους πείσει ότι μπορεί όντως να φέρει αυτές τις αλλαγές, η δυσαρέσκεια δεν πρόκειται να γίνει δυναμική αλλαγής των συσχετισμών.
Μένει απλώς βουβή οργή και ορισμένες φορές δεν φτάνει καν στην κάλπη για να «φέρει την ανατροπή».
Και τότε δεν φταίνε τα γκάλοπ, που τα πράγματα δεν θα αλλάξουν…