Αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της «εξόδου από το μνημόνιο» ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφει στην πεπατημένη των καταγγελιών και της στοχοποίησης.
Από την αρχή της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία το αίτημα της κάθαρσης και της τιμωρίας των «κακώς κειμένων» του «παλαιού καθεστώτος» ήταν μια βασική αιχμή. Τόσο η οργή και η αγανάκτηση για το πώς φτάσαμε την ανάγκη των μνημονίων και όλων των καταστροφικών μέτρων που αυτά συνεπάγονταν αλλά και η διάχυτη αίσθηση εκτεταμένης διαπλοκής και διαφθοράς βοηθούσαν σε αυτό το κλίμα. Απέναντι σε αυτό το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς ήταν ότι μπορούσε να υποσχεθεί μια σύγκρουση που τα «συστημικά κόμματα» αδυνατούσαν να κάνουν πράξη.
Βέβαια, όταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην εξουσία διαπίστωσε ότι δεν ήταν και τόσο εύκολη αυτή η «κάθαρση». Καταρχάς δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τη συμπόρευση με τις τράπεζες και συνολικά τον κόσμο της επιχειρηματικότητας, γιατί διαφορετικά απειλούνταν με κατάρρευση η οικονομία. Έτσι και με τους τραπεζίτες αναζητήθηκε modus vivendi αλλά και πολλοί από τους «διαπλεκόμενους» αναβαθμίστηκαν ξανά στο στάτους του «επενδυτή». Έπειτα, μετά την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου, η κυβέρνηση όχι μόνο υποχρεώθηκε να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες επιχειρήσεις, π.χ. με τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και βγήκε στην άγρα επενδυτών μπας και έρθει η «ανάπτυξη».
Κάπου εκεί προέκυψε και ο πειρασμός του προσεταιρισμού συγκεκριμένων επιχειρηματιών, ιδίως όταν αυτοί υπόσχονταν τη χρηματοδότηση φιλικών προς την κυβέρνηση ΜΜΕ. Αυτός ο πειρασμός κάποτε οδήγησε σε περιπέτειες τύπου Καλογρίτσα και κάποτε σε εναγκαλισμό με περιπτώσεις όπως του Ιβάν Σαββίδη, με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται. Ήταν ουσιαστικά η στρατηγική της απάντησης στην «παλαιά διαπλοκή» με τη διαμόρφωση μιας «νέας διαπλοκής».
Παρ’ όλα αυτά έπρεπε να συντηρείται και το αφήγημα της «σύγκρουσης με το παλιό». Η ανάγκη του γινόταν όλο και μεγαλύτερη, όσο περισσότερο η κυβέρνηση ακολουθούσε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική που σε λίγα διέφερε από αυτή των προηγούμενων και σε αρκετά ήταν ακόμη πιο επιθετική. Ακριβώς για να συγκαλύψει ότι βάδιζε σε μνημονιακούς δρόμους η κυβέρνηση χρειαζόταν «αφηγήματα» σύγκρουσης με το παλιό κατεστημένο.
Αυτή η προσπάθεια μπορεί να εξηγήσει το πώς η κυβέρνηση δίνει τόση έμφαση στη διερεύνηση σκανδάλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Άλλωστε, οι τελευταίες έχουν ουκ ολίγους «σκελετούς στο ντουλάπι». Γιατί κακά τα ψέματα και πάρτι στο ΚΕΕΛΠΝΟ γινόταν και η Novartis δείχνει να ευνοήθηκε από πολιτικές αποφάσεις.
Μικρή σημασία έχει εάν αυτές οι υποθέσεις μπορούν τεκμηριωμένα να φτάσουν σε καταδίκες. Το βασικό είναι όλη η «τελετουργία» μέχρι τότε: οι εξεταστικές επιτροπές, η πρόσκληση για κατάθεση, τυχόν παραπομπή πολιτικών προσώπων.
Στο ίδιο πλαίσιο και η προσπάθεια να αναδεικνύονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των πολιτικών αντιπάλων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το σφυροκόπημα σε βάρος της συζύγου του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όμως, ο μεγάλος κίνδυνος από τέτοιες «αφηγήσεις» είναι μια αντίληψη ότι οι καταγγελίες και οι ποινικές διώξεις είναι απλώς τρόποι να επηρεάζεται ο πολιτικός συσχετισμός. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο προβληματικό όταν βλέπουμε την ίδια την κυβέρνηση να φέρεται ως δυνάμει εισαγγελέας.
Μιλώντας ο πρωθυπουργός στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είπε ανάμεσα στα άλλα: «Θα καταφέρει να επιτύχει ισχυρά πλήγματα στις κατεστημένες δομές διαφθοράς και διαπλοκής μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Από τις μεγάλες και πολιτικά χρωματισμένες υποθέσεις φοροδιαφυγής και ξεπλύματος, μέχρι τις παράνομες και σκοτεινές χρηματοδοτήσεις μέσων ενημέρωσης και εταιρειών συνδεδεμένων με πολιτικά πρόσωπα και τις υποθέσεις των θαλασσοδανείων. Και από τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς στα δημόσια έργα και τη σαπίλα του ΚΕΕΛΠΝΟ, μέχρι την υπόθεση Νοβάρτις και τη υπόθεση του Ναρκοπλοίου Νoor1 που διακινούσε δυο τόνους ηρωίνης και όλοι κάνανε το Κινέζο».
Δεν θα σχολιάσω το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός μιας χώρας που θέλει να προσελκύσει Κινέζους επενδυτές καλό είναι να μην χρησιμοποιεί τη λέξη «Κινέζος» με αρνητικό τρόπο. Κυρίως θα αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται φραστικά το θέμα των πληγμάτων στη διαφθορά. Την ίδια ώρα που το ελληνικό δημόσιο, ενίοτε και με πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης, κάνει δουλειές με τις εταιρείες που υπαινίσσεται (π.χ. χρηματοδοτεί τους εργολάβους ή τους παραχωρεί τη χρήση διοδίων για να ολοκληρωθούν οι αυτοκινητόδρομοι), ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι μπορεί δίνει την εικόνα ότι «συγκρούεται». Και όχι μόνο αυτό αλλά σπεύδει να πάρει θέση ως προς την κατεύθυνση που θα πάρει η έρευνα για το Noor-1.
Να το πω πολύ απλά: υπαινισσόμενος ο πρωθυπουργός της χώρας, εμμέσως πλην σαφώς, την άποψη ότι για το Noor-1, υπήρχαν κάποιοι που γνώριζαν αλλά στο πλαίσιο της «διαπλοκής» δεν αποκάλυπταν ή συγκάλυπταν. Δηλαδή, ο πρωθυπουργός της χώρας, για μια ανοιχτή ποινική υπόθεση υιοθετεί ένα προκατασκευασμένο αφήγημα που σε πάρα πολλές πλευρές του έχει αμφισβητηθεί. Κοινώς ο πρωθυπουργός της χώρας φέρεται ως να έχει προσχηματισμένη άποψη και να θέλει να κινηθεί η δικαστική έρευνα προς τα εκεί. Για την ακρίβεια δηλώνει την πολιτική βούληση και δέσμευση της κυβέρνησης του να εξασφαλίσει ότι η δικαστική έρευνα θα πάει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δηλαδή, μιλάει για μια παρέμβαση στη δικαιοσύνη, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα κινηθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Και αυτό για μια υπόθεση για την οποία διεξάγεται τακτική ανάκριση για το κρίσιμο ζήτημα της δίωξης των χρηματοδοτών την ώρα που έχει γίνει παραπάνω από εμφανές ότι η «παράλληλη» δικογραφία που άνοιξε, κυρίως απέβλεπε στη στοχοποίηση του Β. Μαρινάκη παρά στην πραγματική διερεύνηση.
Τέτοιες παρεμβάσεις μπορεί να φαίνεται ότι υπόσχονται βραχυπρόθεσμα πολιτικά (και εκλογικά) οφέλη. Πολιτικοί αντίπαλοι στο στόχαστρο, το δίπολο «παλιό – νέο» συντηρείται και η κυβέρνηση παρουσιάζεται σε σύγκρουση με συμφέροντα. Όμως, στο τέλος, όταν για διάφορες από αυτές τις υποθέσεις, ξεκινώντας από την ίδια την υπόθεση του Noor-1, θα καταλήγουν σε απαλλαγές των προαποφασισμένων «στόχων», το μόνο που θα μένει θα είναι η αίσθηση ότι ούτως ή άλλως το παιχνίδι ήταν στημένο και ούτως ή άλλως όλοι έχουν λερωμένοι τη φωλιά τους. Μόνο που στο τέλος από ένα τέτοιο κλίμα δεν θα ευνοηθεί ένα κόμμα που κυβερνάει ήδη αρκετά χρόνια αλλά η ακροδεξιά.